Στην Ελλάδα αυτό που αγαπάμε ή μισούμε κάθε φορά περισσότερο από οτιδήποτε είναι οι λέξεις. Όχι τις αξίες που πρεσβεύουν ή τις νοηματικές έννοιες που μεταφέρουν αλλά τις ίδιες αυτές καθ’ αυτές λέξεις όπως περίπου συνέβαινε κατά την περίοδο της εικονολατρίας. Η πίστη συνδέεται με το αντικείμενο (τον λόγο) αντιμετωπίζοντας το όχι ως μέσον αλλά ως φορέα ιδιοτήτων. Η χρόνια αυτή κατάχρηση, από την μεταπολίτευση και ύστερα, υπονόμευσε την ίδια την υπόσταση του αντικειμένου καθιστώντας το ανενεργό και α-σήμαντο.
Τα τελευταία δυο χρόνια της πρωτοφανούς κρίσης το πρόβλημα γιγαντώθηκε, ταυτόχρονα όμως άρχισε και να αναδεικνύεται κι ίσως ερχόμαστε ένα βήμα πιο κοντά στη λύση. Από τη μία πλευρά, λέξεις και φράσεις απογυμνώθηκαν από το φορτίο και το χρονικό τους πλαίσιο (π.χ. «χούντα», «νεοφιλελευθερισμός», «ναζί», «λεφτά υπάρχουν») και έγιναν το απόλυτο είδος λαϊκισμού με αποτέλεσμα την γελιοποίηση τους. Άλλες όμως έδρασαν ως γροθιά στο στομάχι αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές της κοινωνίας που χρόνια τώρα υποκρινόμαστε πως δεν υπήρχαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» του πασίγνωστου όσο και πληθωρικού αντιπροέδρου.
Η φράση του λειτούργησε ως θρυαλλίδα μέσα σε μια αλλιώς μαθημένη κοινωνία. Η συνυπευθυνότητα που περίκλειε και η αμεσότητα του μηνύματος λόγω του ακραίου φολκλόρ της, εξόργισε, οδήγησε σε ύβρεις, και ακραίες αντιδράσεις. Ελέχθη βέβαια, ορθώς, πως κάθε φράση κουβαλάει παραμέτρους όπως το ύφος, τη συμβατότητα με τον τόπο και χρόνο καθώς και το κύρος όποιου την εκστομίζει.
Στα παραπάνω, ο πρωταγωνιστής μάλλον βαθμολογείται κάτω από τη βάση, για λόγους αδιάφορους εδώ. Πιθανότατα όμως οι αντιδράσεις, αν και πιο μετριασμένες, θα ήταν παραπλήσιες ακόμα και εάν η δήλωση εκπορευόταν από ένα υποθετικό πρόσωπο με σημαντικότερο κύρος. Το δε κύρος αυτό σαφώς και θα ήταν η πρώτη απώλεια. Ο πρόσφατος καταιγισμός όμως αποκαλύψεων για υποθέσεις διαφθοράς φέρνει όχι τη δικαίωση αλλά την επιβεβαίωση των παραπάνω.
Τα όσο εξοργιστικά δημοσιοποιούνται με πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας και όχι μέλη της μαφίας ή υψηλόβαθμα στελέχη και πολιτικούς, ατόμων δηλαδή με ισχύ και επιρροή, σε οποιοδήποτε άλλο κράτος της Δύσης θα ήταν θα ήταν απλώς αδιανόητα. Όχι από άποψη ηθολογική (ούτε καν προτεσταντική), αλλά επειδή απλώς θα σήμαινε την καθολική κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης και της πολιτειακής τους δομής. Εδώ, αντίθετα, κυριαρχεί ένα είδος κατανόησης ακόμη και αποδοχής πως τέτοια φαινόμενα είναι κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενα και «συμβατά» με το ελληνικό κράτος.
Όμως, αν και δύσκολο να υπολογίσει κάποιος το μέγεθος και να ποσοτικοποιήσει τη διαφθορά, αναλογιζόμενοι την έκταση και τον χρονικό ορίζοντα της, σίγουρα καταλήγουμε σε ένα σεβαστό ποσοστό του συνολικού δημοσίου χρέους παραβλέποντας το κόστος ευκαιρίας από χαμένες επενδύσεις, ανεκμετάλλευτους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, κλπ. Η στάση όμως των πολιτικών σχηματισμών έναντι στα παραπάνω, δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Οι κατεστημένοι, οι οποίοι εναλλάσσονται στην εξουσία, δεν έχουν προσφέρει έως τώρα δραστικές λύσεις και απαντήσεις.
Πως θα μπορούσαν άλλωστε να γκρεμίσουν το οικοδόμημα που έχτισαν με κόπο και χρόνο, όταν μάλιστα ουδείς τους ασκεί εντός και εκτός των συνόρων τους την οποιαδήποτε πίεση. Και αν εντός είναι λίγο-πολύ αναμενόμενο, στη δεύτερη περίπτωση, η απουσία ριζοσπαστικού και μη κατεστημένου πολιτικού απ’ όσους ανακηρύσσονται αντί-συστημικοί, είναι εκκωφαντική. Ο λόγος τους είναι υπερβατικός, στρέφεται ενάντια σε αόριστες έννοιες (το «σύστημα», τις κοινωνικές νόρμες και διεργασίες, κλπ) και στο τέλος του γίνεται σχεδόν χιλιαστικός. Είναι δηλαδή ο σκοπός και όχι το μέσον της δράσης τους.
Το ελλαδικό λογοπλαίσιο που θέλει να φέρει την ανατροπή, παρελθοντολογεί ή μελλοντολογεί απαρνούμενο το πιο σημαντικό μέρος του χρόνου, το παρόν. Κάποιοι ίσως αντιτάξουν στην συνολική συμπεριφορά των πολιτικών σχηματισμών, το ψηφοθηρικό πρόταγμα που αναιρεί κάθε κριτική μομφή απέναντι στον λαό/εκλογικό σώμα. Το ζήτημα όμως είναι πιο σύνθετο. Εν αρχή, θα πρέπει να αποδομήσουμε την ισχύ των λέξεων. Για παράδειγμα, ας συναινέσουμε στην διακήρυξη του αντιπροέδρου, αφήνοντας για δεύτερη ανάγνωση τα περί ποιοι, πόσο και γιατί, «τα φάγανε». Ως γνωστόν, η παραδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα για τη θεραπεία. Μετά ακολουθεί η αναμέτρηση με το παρόν, δύσκολος και άνισος αγώνας λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων και της γενικευμένης αμάθειας.
Η κρίση όμως αποδεικνύεται οδηγός. Αναρωτιέμαι, τι θα μπορούσε να γίνει δίχως τη «συνδρομή» της. Αλλά τότε, διαπερνά την σκέψη μου μια άλλη φράση-ταμπού σχετικά με κάποια ευλογία που έφερε κάποιο μνημόνιο, η οποία με επαναφέρει επιδεικτικά στην αρχή. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.