Στο όνομά της έχουν στηθεί αγάλματα και έχουν οικοδομηθεί μουσεία, από το Μόναχο ως το Αϊνταχο. Προς τιμήν της διοργανώνονται κάθε χρόνο παγκόσμια συνέδρια – το εφετινό θα φιλοξενηθεί στο Εδιμβούργο. Ακόμη και ολόκληρα έτη έχουν αφιερωθεί στην αφεντιά της από τον ΟΗΕ (το 2008, για την ακρίβεια). Μεγάλη η χάρη για τη μικρή πατάτα. Μεγάλη όσο και η μυθιστορηματική ιστορία της που μετρά χιλιάδες έτη, διανύει χιλιάδες χιλιόμετρα και κατά πολλές έννοιες άλλαξε τον κόσμο. Εργα τέχνης, αστικοί μύθοι, λιμοί, διχασμοί, επαναστάσεις και σύμβολα της ποπ κουλτούρας έχουν συνυφανθεί με το DNA του οικουμενικού εδώδιμου, και όλα αυτά πολύ προτού ξεσπάσει το νεοελληνικό «κίνημα της πατάτας» που φουντώνει εσχάτως από τη Δράμα και την Κατερίνη ως τη Θεσσαλονίκη και τους δήμους της Αθήνας.
Το Στρύχνον το κονδυλόρριζον (Solanum tuberosum λατινιστί) ξεκίνησε την καριέρα του προ αμνημονεύτων ετών, μπορεί και 10.000 τον αριθμό – οι απόψεις διίστανται. Ο τόπος γέννησης, ωστόσο, δεν αμφισβητείται. Είναι η ορεινή περιοχή μεταξύ Νότιου Περού και Βορειοανατολικής Βολιβίας. Εκεί όπου τα παλιά χρόνια οι ντόπιοι χωρικοί χρησιμοποιούσαν το «topo» σαν μονάδα μέτρησης επιφάνειας – ήταν η έκταση που χρειαζόταν μια οικογένεια για να καλλιεργήσει την ετήσια σοδειά της από πατάτες. Λογικό, αφού η καλλιέργεια και η συγκομιδή της αποδείχθηκαν πανεύκολες, ακόμη και απουσία γεωργικών εργαλείων, ενώ η αποδοτικότητά της ανά στρέμμα και η προσαρμοστικότητά της στο κλίμα και στο υψόμετρο υπήρξαν παροιμιώδεις, προκαλώντας τον θαυμασμό ακόμη και του Δαρβίνου. Από τις Ανδεις και τους Ινκας (οι οποίοι είχαν ανακαλύψει μεθόδους αποθήκευσης προκειμένου να τη συντηρούν άθικτη επί μία δεκαετία) η πατάτα ταξίδεψε στη Γηραιά Ηπειρο μαζί με τον χρυσό και το ασήμι των ισπανών κονκισταδόρες. Και τελικά αποδείχθηκε πολυτιμότερη αυτών. Η άφιξή της στην Ευρώπη, συνοδευόμενη από χλιαρή υποδοχή, τοποθετείται στα μέσα του 16ου αιώνα. Εναν αιώνα αργότερα, στην «Εγκυκλοπαίδειά» του, ασυγκίνητος ο διαφωτιστής Ντενί Ντιντερό την περιέγραφε ως άκαμπτη και άνοστη «όχι απολαυστικό φαγητό, αλλά άφθονη, σχετικά υγιεινή τροφή για άνδρες που νοιάζονται απλώς και μόνο να συντηρηθούν», ένοχη ωστόσο για σωματικά αέρια, «όπως και αν τη μαγειρέψεις».
Οπως, ωστόσο, αναφέρεται στο λεύκωμα «The Life Millennium» με τα σημαντικότερα γεγονότα-σταθμούς της περασμένης χιλιετίας, η πατάτα αποτελεί «τη διαφορά ανάμεσα στο να αποκτήσεις ένα παιδί ή πέντε». Η εξάπλωσή της και η ανθεκτικότητά της σε εξωγενείς παράγοντες – ακόμη και τα εκδικητικά στρατεύματα αδυνατούσαν να εφαρμόσουν την τακτική της καμένης γης… κάτω από τη γη – την κατέστησαν πανάκεια κατά της θνησιμότητας.
Εντούτοις, αρχικά οι αγροτικοί πληθυσμοί στη Γηραιά Ηπειρο αντιμετώπισαν το γαστριμαργικό new entry με δυσπιστία, η οποία στις πιο ακραίες μορφές της έκανε λόγο για αφροδισιακά που προκαλούν παντός είδους φουσκώματα και δύσμορφους δηλητηριώδεις κονδύλους, ύποπτους για μετάδοση της λέπρας, κατάλληλους μετά βίας για ζωοτροφή! Ετσι η απενοχοποίηση της πατάτας ξεκίνησε από πάνω προς τα κάτω. Στην Ιταλία αφίχθησαν ως πεσκέσι του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας προς τον Πάπα Πίο Δ΄, ο οποίος με τη σειρά του τις πέρασε στο Βέλγιο (η ευτυχής ένωση με τη μαγιονέζα δεν άργησε να επέλθει). Σειρά είχαν η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες. Στη Γαλλία η Μαρία Αντουανέτα κοσμούσε με άνθη πατάτας τις μπούκλες της και ο σύζυγός της, Λουδοβίκος ΙΣτ΄, τοποθετούσε ένα ανθισμένο κλωνάρι στην κουμπότρυπα του πανωφοριού του. Στις ΗΠΑ πρεσβευτής της τηγανητής πατάτας αναδείχθηκε ο πρόεδρος Τόμας Τζέφερσον, ο οποίος τις πρωτοσέρβιρε σε επίσημο γεύμα στον Λευκό Οίκο. Στη Βρετανική Aυτοκρατορία οι πατάτες συνδέθηκαν, μεταξύ άλλων, με τον σερ Φράνσις Ντρέικ και τον σερ Γουόλτερ Ράιλι και από το αρχικό αντιδραστικό σύνθημα «Οχι στις πατάτες! Οχι στον παπισμό!» φθάσαμε σε ευνοϊκά αφιερώματα τους «Times» και σε σπεσιαλιτέ που σταδιακά κατάφεραν να τρυπώσουν στο διαιτολόγιο των υπηκόων της κοινοπολιτείας, όπως το τερψιλαρύγγιο fish and chips, σερβιρισμένο παραδοσιακά… επάνω στα πρωτοσέλιδα των «Times»! Αντίστοιχα, ο τσάρος Πέτρος Α΄ ο Μέγας εισήγαγε τα γεώμηλα – «μήλα του διαβόλου» κατά τους υπηκόους του – στη Ρωσική Αυτοκρατορία: Η πατάτα αποτέλεσε ακολούθως και βασικό συστατικό της βότκας· και ας μην την καλόβλεπε το ιερατείο, με το επιχείρημα ότι δεν αναφερόταν στη Βίβλο. Εκτοτε η Ρωσία και η διάδοχος ΕΣΣΔ αποτελούσαν μακράν τον μεγαλύτερο παραγωγό πατάτας διεθνώς – σήμερα την έχει υπερκεράσει ο Κινέζικος Δράκος – υπολογίζεται, μάλιστα, ότι στις επόμενες τρεις δεκαετίες η παραγωγή πατάτας θα πρέπει να ανέβει κατά 60% προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του γοργά αυξανόμενου, στην πλειονότητά του αστικού, παγκόσμιου πληθυσμού.
Η ελληνική περίπτωση της πατάτας ξεκίνησε επεισοδιακά, αν και με τη συνήθη καθυστέρηση στην αφομοίωση των ξενόφερτων τάσεων, διαγράφοντας μια πορεία που ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον αστικό μύθο. Οπως και να ’χει, ακόμη και αν κάποιος μπήκε στον κόπο να επινοήσει και να διαδώσει γλαφυρές ιστορίες για την άφιξη και την εξάπλωση του γεώμηλου στην ημεδαπή, αυτό έρχεται απλώς να υπογραμμίσει την επανάσταση που έφερε σταδιακά στο ελληνικό διαιτολόγιο. Η ιστορία λίγο-πολύ γνωστή, με μικρές παραλλαγές. Κοσμοπολίτης και πολυταξιδεμένος, ο εκ Ρωσίας ορμώμενος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας έκρινε ότι ο κόνδυλος της πατάτας αποτελούσε την ιδανική λύση για την επιβίωση του ταλαιπωρημένου από τις εχθροπραξίες πληθυσμού του νεοφώτιστου τότε ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και διέταξε να ξεκινήσει πάραυτα η εισαγωγή πατάτας από γειτονικές περιοχές και η καλλιέργειά της. Σκοντάφτοντας στη γενική απροθυμία και καχυποψία, κατέφυγε σε ένα τέχνασμα: κλειδαμπάρωσε το εξωτικό τρόφιμο σε μια φρουρούμενη αποθήκη και φρόντισε να χαλαρώνει τα μέτρα φύλαξης τη νύχτα. Ετσι, μιμούμενος τα κόλπα των βετεράνων του ζητήματος από την Πρωσία ως τη Γαλλία, κατάφερε να κεντρίσει τη φιλοπερίεργη φύση του κόσμου. Πάντως, η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού φιλοξενεί μια ελαφρώς διαφορετική, σαφώς πιο τεχνοκρατική και στοιχειοθετημένη, εκδοχή των γεγονότων, όπου μνημονεύεται η αρωγή, μεταξύ άλλων, των γεωπόνων Στίβενσον και Γ. Παλαιολόγου, του φιλέλληνα Εϋνάρδου και του περιηγητή Χ. Γ. Γουίλιαμς. Η μόνη επιβεβαιωμένη αλήθεια είναι ότι η γη της Τίρυνθας φιλοξένησε τα πρώτα γεώμηλα της ελληνικής επικράτειας – στα Επτάνησα ευδοκιμούσαν ήδη πριν από την Επανάσταση. Κάπως έτσι φθάσαμε στις πατάτες Νευροκοπίου και Θήβας και Τριπόλεως και Νάξου κ.ο.κ., όπως και στα φλογερά καταναλωτικά κινήματα και στις εμπρηστικές κομματικές ανακοινώσεις των τελευταίων εβδομάδων. Πίσω στο μάθημα Ιστορίας όμως.
Παρ’ ότι αρχικά φαντάζει ξεκάρφωτο και τραβηγμένο, οι πατάτες τάισαν την ατμομηχανή της βιομηχανικής επανάστασης εξίσου με το κάρβουνο, τροφοδοτώντας τις εύρωστες (χωρίς επιδημίες και υποσιτισμό) αυτοκρατορίες που μεσουράνησαν ως τον 20ό αιώνα. Γιατί ο μεν άνθρακας υπήρξε το καύσιμο για την αυτοματοποίηση των πάντων στα μέσα του 19ου αιώνα, τα δε γεώμηλα παρείχαν το «καύσιμο» για την πληθυσμιακή έκρηξη – από 1 δισ. το 1700 στα 7 δισ. σήμερα – και την άνοδο του λεγόμενου «δυτικού κόσμου»: προ πατάτας η διατροφή του μέσου Ευρωπαίου ήταν ελλιπέστερη από αυτή των ιθαγενών του Αμαζονίου. Η πατάτα αποτελούσε μάννα εκ της γης: μια φθηνή πηγή ενέργειας πλούσια σε θερμιδική και θρεπτική αξία για τους αποστεωμένους πληθυσμούς της επαρχίας και τις ορδές εργατών των ανερχόμενων αστικών κέντρων με τις 16ωρες βάρδιες, πανεύκολη στην καλλιέργεια, αλλά και στην προετοιμασία της – μια κατσαρόλα με λίγο νερό αρκούσε για ένα υποφερτό γεύμα. Τις αρετές της τροφής του λαού είχε αναγνωρίσει και ο γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Ενγκελς στο βιβλίο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» (1884), στο οποίο χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο σίδηρος τέθηκε στην υπηρεσία του ανθρώπου, η τελευταία και σημαντικότερη από όλες τις πρώτες ύλες που διαδραμάτισαν ιστορικά επαναστατικό ρόλο – μέχρι την πατάτα». Την πατάτα που χόρτασε ναυτικούς, ανθρακωρύχους, περιηγητές και οδοιπόρους και σίτισε στρατιές στο μέτωπο δεκάδων πολέμων – ακόμη και η ναζιστική πολεμική μηχανή έπινε μπίρα στο όνομά της – όταν το πετρέλαιο στέρευε επιστράτευαν μια αλκοόλη από γεώμηλα για να κινηθούν τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε.
«Θέλετε και πατάτες μαζί;» ρωτούν καθημερινά – και καθόλου ρητορικά – εκατομμύρια εργαζόμενοι σε ταχυφαγεία. Χάρη στη θετική ανταπόκριση των πελατών, τα χρυσοκίτρινα τραγανά μπαστουνάκια αναδείχθηκαν σε κορυφαία σύμβολα της παγκοσμιοποίησης και οι πολυεθνικές αλυσίδες φαστ-φούντ εξελίχθηκαν στους μεγαλύτερους καταναλωτές πατάτας στον πλανήτη – ενδεικτικά, στις γιγάντιες φριτέζες των McDonald’s τσιτσιρίζουν περισσότεροι από 1.450.000 τόνοι «french fries» ετησίως. Μια και ο λόγος περί «french fries», ακόμη να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός από την «πατατομαχία» του 2003. Τότε που η Αμερική του Τζορτζ Μπους του νεότερου εξέφρασε τη δυσφορία της για τη στάση της γαλλικής κυβέρνησης στο θέμα της εισβολής στο Ιράκ αντικαθιστώντας τις ειδεχθείς σε συνειρμούς «french fries» (γαλλικές πατάτες) με τον πολιτικό ευφημισμό «freedom fries» (πατάτες της ελευθερίας). Ηταν άλλωστε βετεράνοι στις μετονομασίες. Οταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος απεμπόλησαν το γερμανοπρεπές sauerkraut προς χάριν του liberty cabbage (ελεύθερο λάχανο). Στη γαλλοαμερικανική περίπτωση αρχικά επικράτησε πατριωτική υστερία, με μποϊκοτάζ «φράγκικων» προϊόντων και δραστικές αλλαγές μενού. Εν συνεχεία απλώς επικράτησε η κοινή λογική και οι λαοφιλείς πατάτες ανέκτησαν το γαλλικό τους διαβατήριο – μολονότι οι Βέλγοι έχουν αντίθετη άποψη.
«Η δική μου εκδοχή για τον παράδεισο είναι μια υπέροχη μεγάλη ψητή πατάτα και κάποιος να τη μοιραστείς μαζί του» είχε πει κάποτε η Οπρα Γουίνφρεϊ. Ή «είναι εύκολο να μοιράζεσαι την πατάτα όταν υπάρχει αγάπη», όπως λέει μια παλιά ιρλανδική παροιμία. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, ειδικά της περιόδου 1845-1852, αγάπη υπήρχε, πατάτες δεν υπήρχαν. Τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της «Μεγάλης πείνας» η καλλιέργεια της πατάτας – που εξαπλώθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο ακριβώς για να αποσοβήσει τον κίνδυνο σιτοδείας – είχε εξελιχθεί σχεδόν σε μονοκαλλιέργεια στις χλοερές εκτάσεις της μεγάλης νήσου. Το ταπεινό εδώδιμο αποτελούσε εξάλλου για την πλειονότητα του πάμφτωχου αγροτικού πληθυσμού τη μοναδική τροφή εκτός από το γάλα. Ο ορισμός της εξάρτησης, με λίγα λόγια. Κάποια στιγμή μάλιστα η ημερήσια κατανάλωσή της πλησίαζε ή και ξεπερνούσε τα δύο κιλά το κεφάλι. Και ύστερα ήρθε ο περονόσπορος. Και «θέρισε» σχεδόν το 75% της εθνικής παραγωγής. Και επέμεινε, σε συνδυασμό με μια σειρά από επιβαρυντικούς οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες (όπως η στάση της Αγγλίας). Ο οκταετής «λιμός της πατάτας» ευθύνεται για τον θάνατο περισσότερων του ενός εκατομμυρίου Ιρλανδών, καθώς και για τη μαζική μετανάστευση σχεδόν 2 εκατομμυρίων, αποδεκατίζοντας περί το 1/4 του πληθυσμού και οδηγώντας τον ακτιβιστή και δημοσιογράφο Τζον Μίτσελ να γράψει την ιστορική φράση «Ο ύψιστος, τωόντι, έστειλε τον περονόσπορο, αλλά οι Αγγλοι προκάλεσαν τον λιμό». Η Ιρλανδία των περίπου 8 εκατομμυρίων είδε την αυγή του 20ού αιώνα με τον μισό πληθυσμό της απόντα και υποδέχθηκε τον 21ο με κάτι περισσότερο από 6 εκατομμύρια, η μοναδική δυτική χώρα που ακόμη αδυνατεί να αγγίξει τα δημογραφικά ποσοστά της προ Πείνας εποχής. Ωστόσο η «καρμική» σχέση των Ιρλανδών με την πατάτα παραμένει, καθώς εξακολουθούν να την καταναλώνουν μετά μανίας, ενώ οι καραβιές μεταναστών που διέσχισαν τον Ατλαντικό ευθύνονται άλλωστε για τη διάδοση του γεώμηλου στις ΗΠΑ, και – ουσιαστικά – για την επιστροφή του στην αμερικανική ήπειρο, από όπου ξεκίνησε το ταξίδι του χιλιάδες χρόνια πριν.
Και από τις φάρμες και τους αγρούς των πέντε ηπείρων (μόνο στην Ανταρκτική δεν καλλιεργείται) η πατάτα μεταπήδησε και σε άλλα, καλλιτεχνικά χωράφια. Ο Βαν Γκογκ της αφιέρωσε το αριστούργημά του, τους «Πατατοφάγους» (1885, Μουσείο βαν Γκογκ, Αμστερνταμ). Υπήρξε το αγαπημένο του έργο, καθώς, όπως εξηγεί σε επιστολή στον αδελφό του, Τεό, επί τούτου επέλεξε άσχημα «μοντέλα» σκεπτόμενος ότι θα έδειχναν πιο φυσικοί: «Βλέπεις, ήθελα οι άνθρωποι να πιστέψουν ότι αυτοί οι άνθρωποι, που τρώνε τις πατάτες τους στο φως της μικρής λάμπας, έχουν σκάψει τη γη με αυτά τα χέρια που ακουμπούν το πιάτο (…) – έχουν εξασφαλίσει το φαγητό τους με τίμιο τρόπο». Στη σύντομη ζωή του ο αυτόχειρας ζωγράφος φιλοτέχνησε δεκάδες πίνακες αφιερωμένους στο «εθνικό φαγητό» της Ολλανδίας. Αχνιστές ή λασπωμένες πατάτες έχουν αποτυπωθεί και σε καμβάδες των Ζαν-Φρανσουά Μιλέ, Καμίλ Πισαρό, Νόρμαν Ρόκγουελ και Ρόι Λίχτενσταϊν, ενώ η πιο συμπαθητική μορφή τους, ο Mr. Potato Head και η παρέα του, που εφέτος κλείνουν τα 60, ήταν τα πρώτα παιχνίδια που διαφημίστηκαν σε παιδικό κοινό στην αμερικανική ΤV – μικρός, ο εφευρέτης τους Τζορτζ Λέρνερ (ελλείψει άλλων) έπαιζε με γεώμηλα και ζαρζαβατικά. Εκτός από τη βιομηχανία παιχνιδιών, οι πατάτες νοστίμεψαν και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς. Κανείς δεν εύχεται να γίνει παραλήπτης μιας «καυτής πατάτας», δυσανασχετεί όταν οι αγγλομαθείς φίλοι τον αποκαλούν «couch potato» και θεωρεί τα ελάσσονα θέματα ή άτομα «small potatoes». Στην αμερικανική αργκό, εξάλλου, «κρέας και πατάτες» χαρακτηρίζονται τα εκ των ων ουκ άνευ. Καλύτερα να σταματήσουμε εδώ, προτού το μυαλό σας γίνει «πουρές».
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 11 Μαρτίου 2012