Η πολιτική φαρμάκου πρέπει να στοχεύει στην έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση των ασθενών σε κάθε διαθέσιμη φαρμακοθεραπεία η οποία θα είναι αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος. Δυστυχώς όλα τα χρόνια βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Αρεσκόμαστε να μιλάμε για αυξημένους ρυθμούς μεγέθυνσης της φαρμακευτικής αγοράς χωρίς πρώτα να έχουμε αξιολογήσει αυτή την αύξηση σε σχέση με την οικονομική αποδοτικότητα και κλινική αποτελεσματικότητα του συστήματος, την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και την ισοτιμία πρόσβασης των ασθενών. Χωρίς να έχουμε συλλέξει και επεξεργαστεί στοιχεία και δεδομένα. Χωρίς να έχουμε εκτιμήσει τις πραγματικές ανάγκες πληθυσμιακών ομάδων για φαρμακευτική περίθαλψη.
Κανείς σε αυτή τη χώρα δεν έχει μιλήσει για υποκατανάλωση φαρμάκων σε κάποια θεραπευτική κατηγορία, με τη βιβλιογραφία να βρίθει παραδειγμάτων υποκατανάλωσης στο εξωτερικό, αποτύπωσης του πληθυσμού-στόχου και αξιολόγησης των αναγκών του. Γνωρίζουμε αν υπάρχει υποκατανάλωση; Οχι, δεν το γνωρίζουμε και μάλλον δεν θέλουμε να το γνωρίζουμε, αφού μόνο η υπερβολή στους χαρακτηρισμούς μας («υπερκατανάλωση», «εκρηκτική αύξηση δαπανών» κτλ.) τροφοδοτεί την πολιτική αντέγκληση.
Δυστυχώς σήμερα η συζήτηση για τα φάρμακα εξαντλείται στα χρέη των νοσοκομείων, στις τιμές και στη λίστα. Φάρμακα με φθηνότερο κόστος ημερήσιας θεραπείας εγκαταλείπονται, αφού τα ακριβότερα, με το άλλοθι της καινοτομίας, έχουν όλα τα εφόδια για να τα εκτοπίσουν. Ο κύκλος ζωής τους μειώνεται δραματικά και τελικά είτε περιορίζονται σε μικρό μερίδιο αγοράς είτε αποσύρονται από την αγορά, με αποτέλεσμα να επανεισάγονται πολλαπλασίως ακριβότερα και πάντα εις βάρος της κοινωνικής ασφάλισης και των ασθενών.
Η φαρμακευτική πολιτική πρέπει να σχεδιάζεται στη βάση της αξίας ενός φαρμάκου και όχι της τιμής του. Σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι η κοινωνική ασφάλιση αποζημιώνει ημέρες θεραπείας και όχι φάρμακα. Κριτήριο της δαπάνης για φάρμακα πρέπει να παύσει να είναι η σύγκρισή της με αυτήν που κάνει ο «γείτονας» ή η σύγκρισή της με υποθετικές σταθερές. Η εμμονή στη «δαιμονοποίηση» της πολυφαρμακίας και η ενοχοποίηση των «φαρμακομανών» Ελλήνων, χρόνια τώρα αποπροσανατολίζει από το πραγματικό πρόβλημα που είναι η δυσανάλογη αύξηση της δαπάνης σε σχέση με τη λογική κατανάλωση ημερήσιων δόσεων και συσκευασιών.
Το κράτος έχει υποχρέωση να ελέγξει τη συμπεριφορά και τη γνησιότητα των δικαιοπαρόχων, να διασταυρώσει τη διάγνωση και να βεβαιωθεί ότι η ιατρική πράξη είναι βασισμένη στην τεκμηρίωση.
Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει κλινική και φαρμακοοικονομική αξιολόγηση κάθε φαρμακευτικής θεραπείας. Ταυτόχρονα, η κοινωνική ασφάλιση πρέπει να προάγει την καινοτομία. Σε αυτό το πλαίσιο, επιβάλλεται η προώθηση των γενοσήμων φαρμάκων στο σύστημα, όχι επειδή είναι φθηνότερα αλλά επειδή η χρήση τους εξοικονομεί πόρους οι οποίοι μπορούν να ανακατευθυνθούν στη χρηματοδότηση καινοτόμων θεραπειών.
Tα ασφαλιστικά ταμεία δεν κινδυνεύουν από τη φαρμακευτική δαπάνη αλλά από τη διαχειριστική τους αδυναμία και την έλλειψη υποδομών πληροφορικής. Τα ασφαλιστικά ταμεία οφείλουν, και μπορούν, να παρέχουν στους ασφαλισμένους τους τα απαραίτητα φάρμακα. Να διασφαλίζουν την αναγκαία ποσότητα και ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών με σωστή διαχείριση και ικανοποιητικές υποδομές ελέγχου και πληροφόρησης. Το έργο της συνολικής μηχανοργάνωσης του τομέα της υγείας, έργο κατ’ εξοχήν ασφαλιστικό και όχι έργο πληροφορικής, πρέπει να αποτελέσει τον πυλώνα της μεταρρύθμισης στον τομέα της υγείας. Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην υλοποίηση αυτού του έργου θα είναι σε βάρος της προστασίας της δημόσιας υγείας και των οικονομικών της.
Το κοντέρ μηδενίστηκε και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι. Δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία. Ας μην τη χάσουμε.
Ο κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης είναι πρώην πρόεδρος του ΕΟΦ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ