Εγώ λοιπόν δεν έφριξα με τον διαγωνισμό για την επιλογή του τραγουδιού που θα μας εκπροσωπήσει στη Γιουροβίζιον. Δεν με ενόχλησε που έγινε σε εμπορικό κέντρο και που το μοναδικό… εφέ του ήταν η χρήση του ανελκυστήρα με τα διάφανα τοιχώματα. Βεβαίως, με μια πιο «έξυπνη» κάμερα θα είχαμε καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά για μετάδοση της δημόσιας τηλεόρασης μιλάμε, η οποία σε τέτοια θέματα (δυστυχώς) χωλαίνει.
Δεν με ενόχλησαν ούτε οι παρουσιαστές, η παρουσία των οποίων σήκωσε θύελλα αντιδράσεων στο Internet: η Μαρία Κοζάκου και ο Γιώργος Φραντζεσκάκης μιλούσαν σωστά ελληνικά – προσόν που δεν διαθέτουν πολλοί εκ των σταρ παρουσιαστών της ιδιωτικής τηλεόρασης. Κι αν τα κείμενά τους μπορούσαν να είναι καλύτερα και τα αστεία τους πιο έξυπνα, οι ίδιοι είχαν μέτρο. Το πώς τους υποδέχτηκε το Internet είναι ένα θέμα που αφορά την κατάχρηση και τη στρεβλή χρήση του μέσου: έχει μετατραπεί σε ένα μεταμοντέρνο Κολοσσαίο, με εκείνους που η δουλειά τους προϋποθέτει τη δημόσια έκθεση (παρουσιαστές, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, τραγουδιστές…) να βρίσκονται στην αρένα, και με τα πλήθη καθισμένα στις κερκίδες να τους πετροβολούν. Καλυμμένα συχνά πίσω από την ανωνυμία τους.
Ετσι και τώρα, εκατοντάδες χρήστες εξάντλησαν την αυστηρότητά τους, απαξιώνοντας δύο ανθρώπους που, όποιες ενστάσεις και αν είχες, ήταν επαγγελματίες και άξιζαν καλύτερης συμπεριφοράς. Με τον ίδιο αγενή τρόπο τούς φέρθηκαν όμως και οι πανελίστες των ψυχαγωγικών εκπομπών, κοροϊδεύοντας τα ρούχα τους, τον τρόπο με τον οποίο χτένισαν τα μαλλιά τους κ.ά., θαυμάζοντας την ίδια στιγμή στο μόνιτορ τη δική τους καλοσιδερωμένη και καλοφωτισμένη εικόνα και ανάβοντας λαμπάδες ίσαμε το μπόι τους στην… Αγία Ρούλα – ελπίζοντας ότι κάποτε θα της μοιάσουν.
Υστερα άρχισαν να συζητάνε ποιο από τα τέσσερα τραγούδια ήταν το καλύτερο. Για εμένα λοιπόν αυτό είναι το μείζον θέμα: κανένα τραγούδι δεν ήταν καλύτερο από τα άλλα, όλα ήταν απαράδεκτα. Επιβεβαιώνοντας την (εδώ και αρκετά χρόνια) πεποίθησή μου ότι πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα από τη Γιουροβίζιον, καθώς ούτε έχει τίποτα να μας προσφέρει ούτε έχουμε τίποτα να της προσφέρουμε. Και επειδή είναι κρίμα η ΕΡΤ με το πλούσιο ψηφιακό αρχείο, με τις αναμεταδόσεις (κάποτε) των μεγάλων παραστάσεων όπερας, με τις θεατρικές βραδιές και με τα ντοκυμαντέρ τύπου «Παρασκήνιο» να επενδύει σήμερα σε τόσο χαμηλού επιπέδου μουσική.
Είναι τέλος κρίμα νέα κορίτσια που ξεκινούν τώρα την καριέρα τους να πραγματοποιούν τόσο σαχλές και αγοραίες εμφανίσεις, όπως ήταν οι περισσότερες από αυτές που είδαμε. Και δεν ρίχνω την ευθύνη τόσο στα ίδια όσο στους μάνατζερ, παραγωγούς, συνθέτες, στυλίστες κ.ά. που τους τάζουν τις μεγάλες καριέρες, δείχνοντάς τους ότι ο μοναδικός δρόμος προς την καταξίωση περνά από τη φτηνή πρόκληση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ