«Πονοκέφαλο» έχουν προκαλέσει στην αγορά του φαρμάκου τα rebates (επιστροφές) που επιβάλλονται τόσο στις φαρμακευτικές εταιρείες όσο και στους φαρμακοποιούς. Το σύστημα των rebates εφαρμόζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο τον ουσιαστικό έλεγχο των κερδών της φαρμακοβιομηχανίας ή την επιβολή επιστροφής από τη φαρμακοβιομηχανία ενός προκαθορισμένου ποσοστού ανάλογα με τις επιτευχθείσες πωλήσεις και σε σχέση με το αντίστοιχο επενδεδυμένο κεφάλαιο.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ για τις «Δαπάνες Υγείας και Πολιτικές Υγείας στην Ελλάδα την Περίοδο του Μνημονίου» (Σεπτέμβριος του 2011), «τα συστήματα αυτά ολοκληρώνονται σε συνδυασμό με εθελοντικές συμφωνίες μεταξύ της Πολιτείας και της φαρμακοβιομηχανίας, με αντικείμενο τον προκαθορισμό του κέρδους της φαρμακοβιομηχανίας μέχρις ενός ορίου, παρέχοντας ταυτόχρονα στη φαρμακοβιομηχανία τη δυνατότητα ευέλικτης τιμολόγησης κάτω από το συγκεκριμένο αυτό όριο». Οποιαδήποτε υπέρβαση του ορίου, όπως αναφέρεται στην έκθεση, συνεπάγεται είτε την επιστροφή αντίστοιχου ποσού (rebate) είτε τον επανακαθορισμό των τιμών. Από την πλευρά τους οι παραγωγοί μπορούν να καθορίσουν τις τιμές του συνολικού αριθμού των προϊόντων τους με τέτοιον τρόπο ώστε οι όποιες αλλαγές να παράγουν ουδέτερο τελικό αποτέλεσμα.
Σε πρόσφατη σχετική έκθεση αξιολόγησης του συστήματος των υποχρεωτικών επιστροφών αναφέρονται ως στόχοι η επίτευξη λογικών τιμών για το σύστημα Υγείας και η δημιουργία σταθερού και προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τους προμηθευτές.
Παραδείγματα άλλων χωρών που έχουν εισαγάγει μέτρα ελέγχου του κέρδους των φαρμακευτικών εταιρειών αποτελούν η Αυστρία, όπου εφαρμόζονται rebates σε εταιρείες που παρουσιάζουν υπερβολικά υψηλές πωλήσεις σε σχέση με κάποιο συμφωνημένο επίπεδο, και το Βέλγιο, όπου οι εταιρείες αποδίδουν μεγάλο ποσοστό των κερδών τους πάνω από κάποιον συμφωνηθέντα προϋπολογισμό ως επιστροφή στους δημόσιους φορείς. Η Γαλλία εφαρμόζει ένα σύστημα rebate, το ύψος του οποίου καθορίζεται ανάλογα με την αποδεδειγμένη θεραπευτική αξία του κάθε φαρμάκου.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το Εθνικό Ινστιτούτο Κλινικής Αριστείας (National Institute of Clinical Excellence – NICE) εκδίδει οδηγίες σχετικά με την οικονομική αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά και που ουσιαστικά καθορίζουν την αποζημίωση ή μη του φαρμάκου σε μια συγκεκριμένη τιμή από το NHS (το βρετανικό ΕΣΥ). Αυτό γίνεται στο πλαίσιο του συστήματος τιμολόγησης, γνωστού και ως PPRS (Pharmaceutical Price Regulation Scheme), το οποίο εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Οι στόχοι του συστήματος αυτού είναι η εξασφάλιση πόρων για το ΕΣΥ, παρέχοντας παράλληλα στις φαρμακευτικές εταιρείες κίνητρα ώστε να επενδύσουν στην έρευνα και στην ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών προϊόντων.
Η λειτουργία του συστήματος είναι πολύπλοκη, αλλά σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει δύο βασικά στοιχεία:
– Tον έλεγχο του κέρδους των φαρμακευτικών εταιρειών. Με τον τρόπο αυτόν καθορίζεται ένα ανώτατο επίπεδο για τα κέρδη που μπορεί να αποκομίσει μια φαρμακευτική επιχείρηση από την παροχή επωνύμων φαρμάκων στο NHS. Σε περίπτωση υπέρβασης του επιπέδου αυτού, απαιτείται επιστροφή του πιστωτικού υπολοίπου των κερδών στο NHS. Οι έλεγχοι κερδών δίνουν επίσης τη δυνατότητα στις εταιρείες να αυξήσουν τις τιμές τους στην περίπτωση που τα κέρδη τους πέσουν κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο.
– Τον έλεγχο των τιμών, που παρέχει στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις την ελευθερία να θέσουν οι ίδιες την αρχική τιμή των νέων δραστικών ουσιών, αλλά επιβάλλουν περιορισμούς στην περαιτέρω αύξηση των τιμών. Επίσης προβλέπουν μειώσεις τιμών που προκύπτουν έπειτα από συμφωνία κατά την επαναδιαπραγμάτευση του συστήματος τιμολόγησης.
Μια μείωση της τάξεως του 7% στις τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων επιβλήθηκε ως μέρος της διαπραγμάτευσης του ισχύοντος συστήματος PPRS που ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2005.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ