Εμπνευσμένη από το ποίημα του Βίκτωρος Ουγκό «Kαλοί που είν’ οι φτωχοί» (και όχι – παρά τον τίτλο της – από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ερνεστ Χέμινγκουεϊ), η τελευταία ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» που αυτό τον καιρό προβάλλεται στις αίθουσες, αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος χάνει μεν τον «κόσμο» του σε μια κρίσιμη ηλικία αλλά σε καμία περίπτωση δεν δέχεται να θυσιάσει τις αρχές και την αξιοπρέπειά του.
{{{ moto }}}
Η ευτυχία του Μισέλ (Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) που ζει ευτυχισμένος με τη γυναίκα του (Αριάν Ασκαρίντ) στη Μασσαλία – ακούραστα ερωτευμένοι για πάνω από 30 χρόνια, με παιδιά και εγγόνια στο πλευρό τους – διαταράσσεται όταν απολύεται από τη δουλειά του. Συμβιβάζεται. Δύσκολο αλλά σιγά-σιγά τα καταφέρνει. Όμως η μοίρα αποδεικνύεται ακόμη πιο σκληρή όταν δύο οπλισμένοι μασκοφόροι επιτίθενται σπίτι του και παρουσία γυναίκας, φίλων και συγγενών αρπάζουν τα χρήματα που δώρισαν φίλοι στο ζευγάρι για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο.
Κάπως έτσι κτίζεται μια συγκινητική ιστορία συλλογικότητας πίσω από την οποία κρύβεται ένα απραγματοποίητο ταξίδι στην Τανζανία που υπάρχει επίσης στους στίχους του τραγουδιού «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» του Πασκάλ Ντανέλ. Ένα τραγούδι το οποίο σιγοτραγουδούν πού και πού οι ήρωες αυτής της έντονα πολιτικοποιημένης αλλά και ελπιδοφόρας ταινίας του γαλλοαρμένιου σκηνοθέτη που απέσπασε εφέτος το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η δημιουργία της έχει αρκετό ενδιαφέρον. Το 2005, ο 59χρονος σήμερα Γαλλοαρμένιος Γκεντιγκιάν, γέννημα-θρέμμα της Μασσαλίας όπου γυρίζει τις περισσότερες ταινίες του, έγραφε ένα κείμενο καλώντας τον κόσμο να ψηφίσει κατά του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Στο κείμενο έκανε μια αναφορά στους φτωχούς ανθρώπους του ποιήματος του Βίκτωρος Ουγκό για να δείξει μια εικόνα «της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης». Αυτή ήταν η αφορμή για να ξαναδιαβάσει το ποίημα.
Το τέλος του ποιήματος, το σημείο δηλαδή που ο φτωχός ψαράς αποφασίζει να υιοθετήσει τα παιδιά του πεθαμένου γείτονα και μετά ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του πήρε την πρωτοβουλία και είχε ήδη μαζέψει τα παιδιά στο σπίτι, του σπάραξε την καρδιά. «Και ακόμα», λέει ο σκηνοθέτης, «υπάρχει αυτή η αμοιβαία κατανόηση, αυτή η τρυφερή χειρονομία ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, τον άνδρα και τη γυναίκα που είναι εξίσου γενναιόδωροι. Κατευθείαν σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχο τέλος για ταινία. Έπρεπε μόνο να βρω ένα σύγχρονο μονοπάτι για να φτάσω στο τέλος».
– Το ζευγάρι των πρωταγωνιστών διακρίνεται από μια σχεδόν πλασματική ευγένεια. Υπάρχουν αλήθεια τέτοιοι άνθρωποι ή μήπως αποτελούν μια κινηματογραφική σύμβαση για χάρη της ιστορίας;
«Συχνά το σινεμά οφείλει να δίνει το παράδειγμα. Στη συγκεκριμένη ταινία παρουσιάζω δύο εξαιρετικούς ανθρώπους με τους οποίους το κοινό επιθυμεί να ταυτισθεί. Καθετί, ακόμα και πολύ μικρό, συμβάλλει – νομίζω – στον μετασχηματισμό του κόσμου».
– Ενας από τους στίχους του τραγουδιού του Πασκάλ Ντανέλ «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι ότι «τα χιόνια θα σου κάνουν ένα λευκό παλτό όπου θα μπορούσες να κοιμηθείς». Πώς ερμηνεύετε αυτόν τον στίχο σε σχέση με την ταινία σας;
««Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» εκφράζουν για εμένα το άκρο που θέλεις να φθάσεις, όπως ένα απραγματοποίητο, απλησίαστο όνειρο. Είναι σχεδόν μια μεταφορά της σοσιαλιστικής ουτοπίας. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι χρόνο με τον χρόνο ο όγκος τους (σ.σ.: των χιονιών) μειώνεται και πιστεύω ότι, όπως και στο τραγούδι, ορισμένα από τα πρόσωπα της ταινίας τα εκλαμβάνουν σαν το σάβανο της δέσμευσής τους».
– Αν και η ταινία παρουσιάζει γενιές όλων των ηλικιών σε αδιέξοδο, η αύρα που μένει στο τέλος είναι αισιόδοξη. Πιστεύετε στην αισιοδοξία ή ήταν απλώς μια σύμβαση στο παραμύθι της ταινίας;
«Πιστεύω, όπως έλεγε και ο Γκράμσι, ιδρυτής του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, ότι πρέπει να συνδέσουμε την αισιοδοξία της θέλησης με την απαισιοδοξία της διανόησης. Η μαγευτική, κατά τη γνώμη μου, χειρονομία του ζευγαριού στο τέλος της ταινίας, αν και πιθανή, είναι σπάνια. Η παρουσίαση, στη μεγάλη οθόνη, αντίστοιχων, παραδειγματικών, συμπεριφορών αποτελεί μέρος του κοινωνικού ρόλου του κινηματογράφου».
– «Πολεμήσαμε, ναι» λέει για το αριστερό παρελθόν του ένας από τους ήρωες. «Αλλά γιατί;» Πιστεύετε ότι το όραμα της Αριστεράς έχει σβήσει πλέον για τα καλά και αν ναι, ποιο κατά τη γνώμη σας είναι το νέο όραμα;
«Το όνειρο της Αριστεράς μπορεί και πρέπει να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Απορροφήθηκε από την πτώση των σοβιετικών κρατών και το δέλεαρ της παγκοσμιοποίησης. Είναι επείγον όμως να το αναστηλώσουμε ξεκινώντας από τις ρίζες, από την προέλευσή του. Για εμένα, ένα από τα πιο σοβαρά θέματα στη σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν υπάρχει πια ταξική συνείδηση, με την έννοια ότι δεν μπορείς πια καν να πεις «εργατική τάξη»- γι’ αυτό και μιλάω για «φτωχούς ανθρώπους». Αλλά, η πραγματική επίγνωση του να είναι κανείς «φτωχός άνθρωπος» δεν υπάρχει. Όπως είναι η κατάσταση, δεν υπάρχουν πια στη Γαλλία αυτές οι τεράστιες βιομηχανικές οντότητες όπου το ’70 και το ’80, τρεις χιλιάδες εργάτες θα έβγαιναν από το εργοστάσιο. Η ταξική συνείδηση εκείνον τον καιρό ήταν όχι μόνο πιθανή, αλλά και ευνόητη: την ενσάρκωναν οι χιλιάδες άνθρωποι με τις εργατικές φόρμες, αυτοί οι εργάτες «με τα μπλε κολάρα». Και, φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι ήταν μαζί, είχαν κοινά συμφέροντα, ακόμα και όταν είχαν διαφορετικές ταυτότητες. Δεν είναι δύο τύποι πληθυσμών: oι αυτόχθονες εργαζόμενοι, που ανήκουν σε σωματεία και έχουν σπίτια από τη μία, και από την άλλη οι άνεργοι μετανάστες, οι εγκληματίες από το κέντρο της πόλης ή τα φτωχά προάστια. Η πολιτική και το σινεμά μπορούν να ξεσκεπάσουν αυτή τη διανοητική απάτη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ταινία αναφέρεται στα ονόματα δύο σημαντικών μορφών του 19ου αιώνα, του Ουγκό και του Ζαν Ζορές».
Πώς σας επηρέασε ο Ζαν Ζορές;
«Το πρώτο σοβαρό βιβλίο που διάβασα μικρός ήταν οι «Αθλιοι» του Ουγκό. Και μόλις έγινα ακτιβιστής, ο Ζαν Ζορές έγινε αυτόματα πιο σημαντικός για εμένα μέσα από αυτό το κείμενο που είναι απόσπασμα από την ομιλία του στη νεολαία του Albi, πανέμορφα γραμμένο και αξιοσημείωτο από κάθε άποψη. Σε αυτή την ομιλία ο Ζορές ορίζει το θάρρος με διάφορους τρόπους, με ένα ρητορικό στυλ που αποτελείται από την επανάληψη του «Θάρρος είναι…» στην αρχή κάθε φράσης. Και δίνει έμφαση στο γεγονός ότι θάρρος σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη και σε ατομικό επίπεδο, επιμένοντας στη σύνδεση μεταξύ της ζωής ενός ατόμου με την ομάδα, και του ατόμου με την κοινωνία. Το θάρρος δεν υπάρχει μόνο μέσα στο πλαίσιο της ομάδας. Υπάρχει θάρρος σε όλους μας καθημερινά, στον τρόπο που λειτουργούμε, στις συνήθειές μας και στην ηθική μας. Η Μαρί Κλερ και ο Mισέλ λένε στους εαυτούς τους ότι πρέπει να κάνουν κάτι. Έχουν περάσει τη ζωή τους με συλλογικούς αγώνες, αλλά συνειδητοποιούν ότι αυτό δεν είναι πια αρκετό».
– Υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επιλέξατε τη Μασσαλία ως φόντο της ταινίας; Και γιατί αυτή η πόλη αν και κινηματογραφική, δεν έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα στον κινηματογράφο;
«Γεννήθηκα στη Μασσαλία και επιστρέφω συστηματικά στην πόλη μου, εδώ και περίπου τριάντα χρόνια. Παράλληλα, ένα λιμάνι όπως η Μασσαλία περιλαμβάνει τον κόσμο ολόκληρο. Ετσι μου είναι ευκολότερο να δώσω μια οικουμενική διάσταση στα θέματά μου».
Η ταινία «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» «άνοιξε» την Πέμπτη 8 Μαρτίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και στον Γαλαξία. Λόγω της απρόσμενης επιτυχίας της, η εταιρεία διανομής της, Feelgood Entertainment, από την Πέμπτη 15 Μαρτίου την «ανοίγει» επίσης στην Κηφισιά και στην Ελλη.