Είναι η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, που ακούστηκαν κάποια θετικά σχόλια για την Ελλάδα. Που εμφανίστηκαν οι πρώτες θετικές ενδείξεις για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας και μάλιστα από πρόσωπα, που κάθε άλλο παρά θετικά εκφράζονταν για την Ελλάδα ως τώρα, όπως ο Σόιμπλε ή ο Μπαρουέν. Αυτή η πρώτη αναλαμπή από το εξωτερικό, δεν συνοδεύεται όμως δυστυχώς και από ένα ανάλογο κλίμα στο εσωτερικό. Οπου εξακολουθεί να κυριαρχεί ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης και για τους θεσμούς αλλά και ανάμεσα στην κοινωνία. Αυτό το αίσθημα καχυποψίας υπήρχε πάντα, αλλά τώρα έχει φτάσει στο απόγειό του. Η επικράτηση αυτής της αντίληψης είναι που κάνει πολύ πιο δύσκολη κάθε προσπάθεια διεξόδου από την κρίση.

Έχουμε ένα κράτος και ένα πολιτικό σύστημα, μειωμένης έως ελάχιστης εμπιστοσύνης, είμαστε μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται ούτε το διπλανό της. Γιατί ενώ υπάρχει σε γενικές γραμμές μια συμφωνία στη διαπίστωση των προβλημάτων, όταν φτάνουμε στο σημείο να αναρωτηθούμε σε ποιον θα εμπιστευτούμε την επίλυσή τους, καταλήγουμε σε αδιέξοδο. Για την πλειονότητα των πολιτών, η στάση των πολιτικών που καλούνται να διαχειριστούν τη σημερινή κατάσταση, είναι καιροσκοπικά ιδιοτελής. Όσες υποσχέσεις και αν δώσουν ότι έχουν αντιληφθεί τα λάθη τους,όσες προσπάθειες κι αν κάνουν για να μας πείσουν ότι οι αποφάσεις που παίρνουν είναι οι καλύτερες δυνατές στην παρούσα κατάσταση, δεν τους εμπιστευόμαστε. Το βλέπουμε συνομιλώντας με φίλους ή συναδέλφους μας, το διαπιστώνουμε σε όλες τις δημοσκοπήσεις, όπου κυριαρχεί η απαξία και το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Ακόμα και μέτρα που παίρνονται τώρα, και για τα οποία η πλειονότητα των πολιτών μπορεί να έχει θετική γνώμη, απορρίπτονται γιατί μεγάλο μέρος τους συνδέει αυτές τις μεταρρυθμίσεις, με μια αντίληψη αναξιοπιστίας που έχει εμπεδωθεί πλέον για τη διαχείριση του κράτους με βάση την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών.

Αυτή η παγιωμένη αντίληψη θα μπορούσε να αλλάξει μόνο αν το πολιτικό σύστημα είχε δώσει έμπρακτα δείγματα ότι έχει αφήσει οριστικά πίσω του, ένα φαύλο παρελθόν, ότι ήταν έτοιμο να αναλάβει το κόστος της αλλαγής, ότι είχε εν τέλει αντιληφθεί ότι η κρίση είναι κυρίως δικό του δημιούργημα. Παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, όμως, το πολιτικό σύστημα συνολικά παραμένει εγκλωβισμένο στις πρακτικές και αντιλήψεις του παρελθόντος. Λειτουργεί ακόμα με τα αντανακλαστικά και τις ιδεοληψίες που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Βλέπουμε τα δύο κόμματα που διαχειρίστηκαν ως τώρα την εξουσία να στηρίζουν από τη μια την κυβέρνηση Παπαδήμου και από την άλλη να κάνουν ό,τι μπορούν για να μην ταυτιστούν μαζί της. Λες και έχουν άλλη εναλλακτική πρόταση διαγκωνίζονται σε ανούσιες και άσφαιρες επί της ουσίας πολιτικές πιρουέτες, θεωρώντας ότι έτσι θα ανακτήσουν την χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών. Δείχνουν να μη αντιλαμβάνονται την οριακή θέση που βρίσκεται η χώρα και τον κίνδυνο να καταρρεύσουν μαζί της.
Αυτή η διάχυτη κρίση εμπιστοσύνης, δεν αντιμετωπίζεται με τις συνήθης φλυαρίες περί περισσότερης αξιοπιστίας του ενός η του άλλου .Οι πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να κυβερνήσουν μετά τις εκλογές ,οφείλουν να αποδείξουν από τώρα ότι έχουν πάρει το μήνυμα. Ότι προετοιμάζουν από τώρα ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης ,ότι συμφωνούν στις γενικές κατευθύνσεις του και ότι έχουν τη διάθεση να επιλέξουν τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για να το υπηρετήσουν. .Οι καρέκλες της εξουσίας από δω και πέρα θα είναι …ηλεκτρικές και όσοι τις αναλάβουν δεν θα έχουν την πολυτέλεια ούτε ρουσφετάκια κομματικά να κάνουν ούτε να αναρωτιούνται συνεχώς για το πολιτικό κόστος που θα καταβάλλουν. Η επιλογή ως ένα βαθμό θα είναι δική μας, η απόφαση δική τους….