Θα χτυπήσουμε στην Μπριζίτ, θα μας ανοίξει, θα βρω τα εφεδρικά κλειδιά στο γραφείο, θα πάρω ταξί να πάω να μαζέψω το έρημο, βαρύ και μόνο αυτοκίνητό μου που έχει ξεμείνει στον τόπο του εγκλήματος σαν τον Doc από την καρτουνοταινία Cars, θα περιμένεις εσύ στο σπίτι, εν τω μεταξύ θα έχουμε καλέσει κλειδαρά να βγάλει νέα κλειδιά, θα γυρίσω πίσω εγώ και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αυτά συζητούσαμε στο πίσω κάθισμα του ταξί αλλά υπολογίζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί ο ξενοδόχος γνωστή και ως σπιτονοικοκυρά Μπριζίτ κοιμόταν τον ύπνο τον βαθύ. Ένα τέταρτο χτυπάγαμε το κουδούνι, κουδούνια μας κρέμασε η αντιπαθητική γειτόνισσα στο τέλος που αναγκαστήκαμε να κοπανάμε με χέρια και με πόδια την σιδερένια εξώπορτα. «Καλά, δεν ντρέπεστε καθόλου; Μέσα στη νύχτα τόση φασαρία;» φώναξε μέσα από την βεραμάν, καπινοτέ ρόμπα της. Δεν της απάντησα ευθέως. Ψέλλισα όμως κάτι γαλλικούλια μέσα από τα δόντια μου και πολύ το ευχαριστήθηκα.
Το μάτι μου πέφτει σε ένα τοιχοκολλημένο χαρτάκι με άπειρα εφτάρια. Ο αγουροξυπνημένος κλειδαράς καταφτάνει ένα δεκάλεπτο αργότερα με παπί –αυτό με το στρογγυλό φανάρι- και το φούτερ φορεμένο το μπρος πίσω. Ανοίγει το βαλιτσάκι του και αρχίζει την επέμβαση. Εις μάτην. Είναι προπολεμική η πόρτα, μαζί και η κλειδαριά, δεν έχει τα κατάλληλα, παλαιολιθικής εποχής εργαλεία για να χειρουργήσει. Η μόνη λύση είναι ο ακρωτηριασμός. Τι να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε. Η Μπριζίτ, πρησμένη από τον ύπνο εμφανίζεται ταυτόχρονα με την διαμπερή τρύπα στη θέση της πρώην κλειδαριάς. Φρικάρει. Και φουμάρει. Ως συνήθως. «Γιατί δεν μου άνοιγες;» ρωτάω με κρακελέ φωνή. «Που να σε ακούσω βρε παιδί μου, είχα πάρει υπνωτικά και είχα πιει και δύο ποτήρια βότκα για να με πιάσουν. Α, Έφη, τώρα που το έφερε η κουβέντα. Αν καμιά μέρα μου χτυπάς και δεν σου ανοίγω, να σπάσεις την πόρτα να μπεις μέσα. Μη τυχόν τα έχω κακαρώσει και με βρούνε τέσσερις μέρες μετά σαν τον Ρασούλη» παραληρεί η Καπνιστή που μοιάζει με γκοθ ρέγκα που της έχει κυλήσει το ρίμελ στα μάγουλα.
Η Εβίτα έχει μείνει άφωνη αλλά μοιάζει να το διασκεδάζει. Και να σκεφτεί κανείς ότι στην αρχή του βραδιού είχαμε πάει να δούμε τρεις ταινίες Χίτσκοκ. Καλέ, εδώ είναι το αληθινό μυστήριο. Την λένε Μπριζίτ και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα την παρομοιάσουν με τα Chupacabras, τα παράξενα πλάσματα του Τέξας. Μόλις συνειδητοποιεί τι έχει γίνει αρχίζει τα κλάματα. «Όχι, δεν έπρεπε να σπάσετε την κλειδαριά. Ειδικά αυτή την κλειδαριά. Είναι παλιά και έχει μεγάλη αξία. Δεν βγαίνουν πια τέτοιες». Φεύγω για να μην την πνίξω ενώ η Εβίτα αναλαμβάνει να την παρηγορήσει. Γυρίζω με το αυτοκίνητό μου και βρίσκω την Μπριζίτ σε χειρότερη κατάσταση και την Εβίτα πιο σοφή έχοντας μελετήσει εκ του σύνεγγυς μια περίπτωση ορμονικής διαταραχής της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
Ούτε ένα, ούτε δύο, δεκαπέντε κλειδιά μου ζήτησε την επομένη να της βγάλω για την καινούργια κλειδαριά και τα μάζεψε μαζί με το πτώμα της παλιάς. Είμαι σίγουρη ότι πήγε και την έθαψε σε κάποια από τις γλάστρες της πίσω βεράντας. Σε αυτήν που έχει ένα μικρό στεφανάκι από μπουμπουνιέρα γάμου πάνω.