Τι γυρεύει μια «βέρα» Αμερικανίδα στο τιμόνι μιας από τις πιο εμβληματικές εταιρείες της Βρετανίας; Η Αντζελα Αρεντς έχει δώσει τα διαπιστευτήριά της και δεν υπάρχει κανείς για να την κατηγορήσει ως «παρείσακτη» στην ηγεσία του οίκου πολυτελών ενδυμάτων και αξεσουάρ Βurberry. Αλλωστε οι αριθμοί είναι δηλωτικοί μιας επιτυχούς ηγεσίας που ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια. Την περασμένη εβδομάδα η μετοχή της εταιρείας εκτινάχθηκε σε ύψη ρεκόρ (12,15 στερλίνες) μετά την ανακοίνωση των πολύ θετικών αποτελεσμάτων για το οικονομικό έτος 2010-1011. Στο τρίμηνο Ιανουαρίου- Μαρτίου τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 30% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο αγγίζοντας τα 390 εκατ. στερλίνες (440 εκατ. ευρώ).

Μυστικό της επιτυχίας δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ένα μοντέλο διοίκησης που ανταποκρίνεται στις επιταγές μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και ενσωματώνει τις ιδιαίτερες ανάγκες ενός βρετανικού οίκου με «βαρύ όνομα» και με ιστορία 150 ετών. Η 50χρονη επιτυχημένη μάνατζερ δεν έφτασε ως «αλεξιπτωτιστής» στην καρδιά του Λονδίνου. Γεννημένη στην Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει από μικρή, έστω και εξ αντανακλάσεως, τον χώρο της μόδας αφού η μητέρα της υπήρξε μοντέλο. Ξεφυλλίζοντας τα περιοδικά μόδας ως έφηβη αποφάσισε ότι ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτήν. Η μετέπειτα επαγγελματική πορεία της συνδέθηκε με τους οίκους μόδας της αμερικανικής ηπείρου. Ομως όχι ως μοντέλο ούτε ως σχεδιάστρια αλλά από τη σκοπιά του «εμπόρου», όπως αυτοαποκαλείται η Αρεντς. Διότι δεν άργησε πολύ να καταλάβει ότι το δικό της ταλέντο δεν ήταν να σχεδιάζει αλλά να βρίσκει λύσεις σε πρακτικά ζητήματα. Ενδεικτικό είναι το σκηνικό που θυμάται η ίδια από τα μαθητικά της χρόνια: «Οταν οι συμμαθητές μου σχεδίαζαν, εγώ επέμενα απλώς να τους λέω τη γνώμη μου». Ετσι σπούδασε Οικονομικά αλλά δεν απαρνήθηκε τον εφηβικό της έρωτα, τη μόδα.

Εχοντας θητεύσει με επιτυχία ως πρόεδρος στην Donna Κaran αλλά και στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια της Ηenri Βendel και της Liz Clairbone, η Αρεντς έκανε το μεγάλο άλμα προς τη Γηραιά Ηπειρο το 2006. Ο διεθνούς φήμης οίκος μόδας είχε ήδη επεκταθεί πέραν των στενών ορίων της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το πλάνο αναδιάρθρωσης όμως της νέας (τότε) προέδρου ήταν αυτό που έδωσε νέα λάμψη στα άλλοτε φθαρμένα χρώματα της Βurberry. Πρώτη της κίνηση ήταν να διακόψει την παραγωγή και εμπορία 35 προϊόντων που κρίθηκαν ζημιογόνα. Πράξη που θεωρήθηκε τότε «επιθετική», επαναξιολογήθηκε όμως πολύ θετικά υπό το πρίσμα της επελθούσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Παράλληλα με το κλείσιμο μη προσοδοφόρων τμημάτων ο οίκος προχώρησε και στο άνοιγμά του στην αμερικανική και στην ασιατική ήπειρο. Αλλωστε η ανέλπιστη κερδοφορία της περασμένης χρονιάς οφείλεται εν πολλοίς στην κινεζική αγορά.

Και αυτό πιστώνεται αποκλειστικά στην Αντζελα Αρεντς. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η εταιρεία προχώρησε σε επαναγορά των δικαιωμάτων δικαιόχρησης (franchising) των 50 καταστημάτων της Κίνας.

Μόνο από αυτή την κίνηση τα ετήσια κέρδη της Βurberry αυξήθηκαν κατά 20 εκατ. στερλίνες. Και είναι γεγονός ότι στην κινεζική αγορά η βρετανική εταιρεία (και όχι μόνο αυτή) βρήκε την… κότα που γεννά χρυσά αβγά.

Ο οίκος που ίδρυσε το 1856 ο Τόμας Μπέρμπερι
Η ιστορία μιας μικρής «αυτοκρατορίας»

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 ο οίκος Βurberry ήταν για τους περισσότερους Βρετανούς μια εταιρεία παραγωγής ανθεκτικών πλην παλιομοδίτικων ρούχων. Εκτός αυτού, το όνομα του διεθνούς φήμης οίκου είχε ταυτιστεί με ένα και μόνο προϊόν: τις γκαμπαρντίνες. Ο οίκος, που ίδρυσε το 1856 ο Βρετανός Τόμας Μπέρμπερι, ειδικευόταν πράγματι στο συγκεκριμένο ένδυμα. Ο ιδρυτής της εταιρείας μαθήτευσε δίπλα σε ράφτες της εποχής και στα 21 του χρόνια αποφάσισε να ανοίξει το δικό του κατάστημα στο Μπασινγκστόουκ της Νότιας Αγγλίας. Η εταιρεία έγινε γνωστή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς το 1914 ο βασιλικός στρατός παρήγγειλε ένα αδιάβροχο και ανθεκτικό πανωφόρι για τους στρατιώτες. Ο ιδρυτής αυτής της σύγχρονης «βρετανικής αυτοκρατορίας» ασπαζόταν το τρίπτυχο «Προστατεύουμε, εξερευνούμε, εμπνέουμε».

Υπό τη διοίκηση της Αμερικανίδας Ρόζμαρι Μπράβο ο οίκος προστάτευσε πράγματι τη φήμη περασμένων δεκαετιών εισερχόμενος στις αγορές του εξωτερικού με μια πλειάδα ενδυμάτων, αξεσουάρ, αρωμάτων, ρολογιών και κοσμημάτων.

Σήμερα μια άλλη Αμερικανίδα δίνει νέα πνοή στον όμιλο εξερευνώντας και κατακτώντας νέες αγορές στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Από τα νησιά Φίτζι και τη Μογγολία και από το Αζερμπαϊτζάν ως τη Βραζιλία τα (πανάκριβα ασφαλώς) προϊόντα του βρετανικού οίκου θεωρούνται συνώνυμα της ποιότητας αλλά και της βρετανικής ταυτότητας. Στη διάρκεια της δικής της διοίκησης ο όμιλος διπλασίασε τα καταστήματά του, ενώ έσοδα και κέρδη αυξάνονται σταθερά με διψήφια ποσοστά. Και υπό αυτή την έννοια το παράδειγμα της Αρεντς εμπνέει ανερχόμενα στελέχη και επίδοξους μάνατζερ πολυεθνικών επιχειρήσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ