Την ώρα που έχει ανοίξει επιτέλους η συζήτηση για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με την εισαγωγή μάλιστα ρηξικέλευθων για την ελληνική νομική πραγματικότητα θεσμών, είναι σκόπιμο να λεχθούν μερικές αλήθειες που άλλοι δεν μπορούν και άλλοι δεν θέλουν να διατυπώσουν.
Είναι γεγονός ότι, εκατόν ογδόντα έτη μετά τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει κατορθώσει ακόμη να καταγράψει την περιουσία του, τη δημόσια γη. Ούτε έχει κατορθώσει ακόμη να ολοκληρώσει το Κτηματολόγιο για ολόκληρη την επικράτεια, παρ΄ ότι τα σχετικά κονδύλια παρασχέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, εκταμιεύθηκαν, αλλά χάθηκαν στην πορεία, χωρίς ποτέ να βρεθούν οι υπαίτιοι.
Η ανικανότητα του Δημοσίου να καταγράψει τη δημόσια γη δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Οφείλεται στην ανικανότητα του πολιτικού συστήματος, διαχρονικώς και διακομματικώς, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το έτος 1830, ως και σήμερα. Και η σημασία αυτής της ανικανότητας πληρώνεται τώρα!
Είναι σημαντικό ότι ήδη ο διαπρεπής νομοδιδάσκαλος Παύλος Καλλιγάς (1814-1896), μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, αναφερόμενος στα σχετικά με τα «εθνικά κτήματα» νομοθετήματα είχε κάνει λόγο για τα «άφρακτα της νομοθεσίας» που οδήγησαν τελικώς σε «γη άνευ ανθρώπων και ανθρώπους άνευ γης»!.. Το ελληνικό κράτος ευθύς μετά την ίδρυσή του βρήκε ως έναν από τους μεγαλύτερους, τον μεγαλύτερο ίσως γαιοκτήμονα, την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικότερα τα μοναστήρια.
Το μέγα λάθος του πολιτικού συστήματος ήταν ότι θεώρησε, ήδη επί Βαυαροκρατίας, ότι έπρεπε να ελέγξει την Εκκλησία εισάγοντας ένα αμιγώς πολιτειοκρατικό σύστημα και αλλάζοντας δομές που είχαν επιζήσει καθ΄ όλη την Τουρκοκρατία.
Στο πλαίσιο αυτό φάνηκε πως μια καλή ευκαιρία άκοπου πλουτισμού του δημόσιου ταμείου ήταν η κρατικοποίηση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας που υπήρχε στην τότε ελληνική επικράτεια. Ετσι το 1833, με διάταγμα που τότε επείχε ισχύ νόμου, η Αντιβασιλεία του Οθωνα προχώρησε στη διάλυση όλων των μονών που ήταν εγκαταλελειμμένες ή δεν είχαν επαρκή αριθμό μοναχών και στην περιέλευση της περιουσίας τους, άνευ άλλου, στο Δημόσιο, ουσιαστικώς δηλαδή προχώρησε σε δήμευση της περιουσίας τους.
Ετσι ξεκίνησε το μεγάλο ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας, το οποίο στη διάρκεια των δεκαετιών περιπλέχθηκε εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά των κυβερνήσεων, αλλά και από την πλευρά της διοικούσας Εκκλησίας.
Ολως επιγραμματικώς αξίζει να σημειώσει κανείς δύο μόνο, τις σημαντικότερες ίσως προσπάθειες που έγιναν για την επίλυση του περίπτυστου αυτού και άλυτου έως και σήμερα ζητήματος. Η πρώτη έλαβε χώρα μεταπολεμικώς, η δεύτερη μεταπολιτευτικώς.
Η πρώτη προσπάθεια οδήγησε στις Συμβάσεις του 1952 για την εξαγορά από το Δημόσιο κτημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος και την παραχώρηση από την Εκκλησία κτημάτων των Μονών Πεντέλης Αττικής και Αγ. Λαύρας Καλαβρύτων για αποκατάσταση καλλιεργητών και κτηνοτρόφων. Επειδή όμως δεν υλοποιήθηκαν, και από τις δύο πλευρές, υποχρεώσεις της Συμβάσεως, το ζήτημα παρέμεινε τελικώς εκκρεμές.
Η δεύτερη προσπάθεια οδήγησε στον Ν. 1700/1987, γνωστό και ως «νόμο Τρίτση», που δεν εφαρμόστηκε, αλλά και δεν καταργήθηκε ποτέ, και στη Σύμβαση του 1988 μεταξύ του Δημοσίου και 144 (μόνο) Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος για την παραχώρηση της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας τους στο Δημόσιο, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1811/1988, αλλά επίσης δεν υλοποιήθηκε ποτέ!
Στις κρίσιμες αυτές ώρες που διέρχεται ο τόπος επιβάλλονται καθαρές, ρηξικέλευθες αλλά και πρακτικές λύσεις. Από δεκαετιών, έχει υποστηριχθεί, όχι μόνον από τον γράφοντα, ότι η Πολιτεία θα έπρεπε να προχωρήσει στην επίλυση του χρονίζοντος, αποτελματωμένου πλέον ζητήματος της διαφιλονικούμενης μοναστηριακής περιουσίας που όσο μένει ανοικτό λειτουργεί μόνον υπέρ ετερόκλητων καταπατητών.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Εκκλησία θα πρέπει να διατηρήσει την περιουσία της, ακριβέστερα να διατηρήσουν την περιουσία τους όλα εκείνα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα που έχουν ιδιοκτησία.
Η διατήρηση όμως και εκμετάλλευση, με τη συνδρομή της Πολιτείας και την παραχώρηση ευνοϊκών όρων δομήσεως της αστικής κυρίως περιουσίας της Εκκλησίας, θα πρέπει να συνδυαστεί σταδιακώς με την ανάληψη από την ίδια του κόστους λειτουργίας της, των λειτουργικών δηλαδή δαπανών της.
Αυτό δεν σημαίνει ούτε αναγκαίως ούτε αυτομάτως διακοπή της μισθοδοσίας του κλήρου. Θα πρέπει να εξετασθούν εναλλακτικά μοντέλα και βεβαίως θα πρέπει να ενισχυθεί η άσκηση από μέρους των κληρικών επαγγελμάτων, η φύση των οποίων δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το ιερατικό σχήμα και δεν απαγορεύονται από τους κανόνες της Εκκλησίας.
Προφανές επίσης είναι ότι για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος θα χρειασθεί μια μακρά μεταβατική περίοδος και όποια λύση προκριθεί θα αφορά μόνο τους νεοεισερχόμενους στον κλήρο.
Η διοίκηση της Εκκλησίας οφείλει να αναλάβει επειγόντως πρωτοβουλίες προτού της επιβληθούν μέτρα, με τα οποία δεν θα συμφωνεί, αλλά και τα οποία δεν θα μπορεί να αποφύγει…
Η ευθύνη βαρύνει το σύνολο των Ιεραρχών, τη Σύνοδο δηλαδή της Ιεραρχίας, που αποτελεί και την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή…
Υπάρχει ελπίς;
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ