Mεγάλο κουσούρι να είναι ο αυτοκράτορας «δίκορος», αλλά το λέει ξεκάθαρα ο Μαλάλας στο Πασχάλιο Χρονικό του, το δεξί του μάτι ήταν «γλαυκό» και το αριστερό «μέλαν». Και ο άλλος ιστορικός της εποχής, ο Μαρκελλίνος ο Ιλλυρικιανός, στο δικό του Χρονικό τον στιγματίζει, επειδή ήταν δόλιος και αθετούσε μόνιμα τον λόγο του. Κι ακόμη πιο ξεκάθαρα ο Προκόπιος τον περιγράφει ως έναν ασήμαντο προκάτοχο του τρανού Ιουστινιανού. Ο λόγος για τον καθ΄ όλα παραγνωρισμένο αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Αναστάσιο Α΄ που βασίλευσε στην Κωνσταντινούπολη από το 491 ως το 518, στο πέρασμα από την Υστερη Αρχαιότητα στον πρώιμο Μεσαίωνα, στην εποχή της οριστικής κατάρρευσης της παλιάς ρωμαϊκής τάξης πραγμάτων, αλλά και του τοκετού ενός νέου κόσμου. Ο πολιός Αναστάσιος που ανέλαβε τη μοίρα της αυτοκρατορίας όταν ήταν ήδη εξήντα χρονών και βασίλευσε 27 ολόκληρα χρόνια δεν αγαπήθηκε από τους συγκαιρινούς του. Δεν αγαπήθηκε ούτε από τη σύγχρονη ιστορική επιστήμη που του έχει αφιερώσει ως σήμερα λίγες μόνο φτενές μονογραφίες. Ή μήπως δεν κατανοήθηκε;

Την αποκατάστασή του ανέλαβε ο γερμανός ιστορικός Μίσα Μάιερ, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, ένας σαραντάρης επιστήμονας με ασυνήθιστα συναρπαστική γραφίδα και ροπή στην αναθεώρηση των κοινών τόπων της παλιάς ιστοριογραφίας. Ηδη η διατριβή του επί υφηγεσία με τίτλο Η άλλη εποχή του Ιουστινιανού (2003) είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις, επειδή εν μέρει αμφισβητούσε το έργο του μεγαλομανούς εκείνου «τελευταίου ρωμαίου αυτοκράτορα» και έστρεφε την προσοχή από τις πρόσκαιρες νίκες του στην ψυχολογία των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, στους φόβους για μια επερχόμενη καταστροφή και ίσως τη συντέλεια του κόσμου, μια γενική κατάθλιψη που οφειλόταν στις μεγάλες φυσικές καταστροφές της εποχής, στην πανδημία βουβωνικής πανώλους και στις αγριότητες των πολεμικών συγκρούσεων. Με τη βιογραφία του Αναστάσιου ο Μάιερ συμπληρώνει κατά κάποιον τρόπο το έργο για τον Ιουστινιανό και προσφέρει στον αναγνώστη ένα πανόραμα της μεταβατικής εκείνης περιόδου που θυμίζει, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, τη σύγχυση και την αβεβαιότητα της σημερινής εποχής, την πεποίθηση ότι κάτι έχει τελειώσει χωρίς το καινούργιο να είναι ακόμη συνειδητό.

Αυλαία λοιπόν για έναν νέο Αναστάσιο, πέρα από τις λοιδορίες και τις βολές και τις κακίες των συγχρόνων του. Κατά τον Μάιερ οι παλιές γραπτές μαρτυρίες έβλεπαν τα ιστορικά γεγονότα σαν έκφραση ενός ανώτερου θεϊκού σχεδίου που αποκρυσταλλωνόταν στη δράση σημαντικών προσωπικοτήτων. «Εργο του σημερινού ιστορικού», γράφει, «είναι να άρει τουλάχιστον εν μέρει τη συρρίκνωση της πολυπλοκότηταςστην οποία οδηγούσε αυτή η αντίληψη περί ιστορίαςκαι να διατυπώσει πιο διαφοροποιημένες,υπαγορευμένες από σύγχρονους προβληματισμούς προτάσεις για την αποκατάσταση και κυρίως την ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι». Σύμφωνα με την ερμηνεία του Μίσα Μάιερ, ο Αναστάσιος δεν ήταν μεν μια μεγαλοφυής προσωπικότητα όπως ο οραματιστής Ιουστινιανός, αλλά ίσως κάτι σημαντικότερο: ο πρώτος ρεαλιστής πολιτικός της εποχής του. Οι ενέργειες και οι αποφάσεις του μάλιστα συνέπλεαν με τη φορά της Ιστορίας και ορισμένες φορές προϊδέαζαν για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Σε αντίθεση με τους νοσταλγούς του παρελθόντος, αυτός έβγαζε άλλα συμπεράσματα από την κρίση της ρωμαϊκής ταυτότητας. Διετύπωνε κιόλας με τις πράξεις του μια νέα ανατολική ρωμαϊκή ταυτότητα που θα κατέληγε στη βυζαντινή.

Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγχρόνους του ο Αναστάσιος είχε αντιληφθεί ότι μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 η Βόρεια Αφρική, η Ιταλία, η Γαλατία και η Ισπανία είχαν χαθεί οριστικά. Αντί λοιπόν να αποδυθεί σε πολυαίμακτες εκστρατείες για την προσωρινή ανάκτησή τους, προτίμησε τη διπλωματία. Προσέφερε τιμές στον βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκο και έστειλε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα στον βασιλιά των Οστρογότθων Θευδέριχο. Ο Αναστάσιος με αλάθητο πολιτικό ένστικτο αφοσιώθηκε στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, εκεί όπου επρόκειτο να είναι το κέντρο βάρους του Βυζαντίου. Με τη συμπάθειά του προς τον μονοφυσιτισμό αντιμετώπισε αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πήρε με το μέρος του τις πλούσιες επαρχίες, την Αίγυπτο και τη Συρία. Οχύρωσε την πρωτεύουσα για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των βόρειων φύλων, που είχαν αρχίσει να ροκανίζουν τις παρυφές του κράτους, ορθώνοντας τα Μακρά Τείχη από τον Εύξεινο Πόντο ως τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Απώθησε τους Πέρσες στα ανατολικά και κυρίως με τη φορολογική πολιτική του γέμισε τους δημόσιους κορβανάδες. Αυτοί ήταν οι πόροι που διασπάθισε στη συνέχεια ο Ιουστινιανός με τη μάταιη προσπάθεια να ανασυστήσει σε πείσμα των καιρών την παλιά αυτοκρατορία.

Μπορεί η σύγχρονη Βυζαντινολογία να θεμελιώθηκε στη Γερμανία τον 19ο αιώνα, αλλά το Βυζάντιο υπήρξε πάντα μια άγνωστη χώρα της γενικής παιδείας. Χρειάστηκε να περάσουν 800 ολόκληρα χρόνια από την Τέταρτη Σταυροφορία που κατέληξε στην καταστροφή και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης μέχρις ότου γίνει στο Μόναχο η πρώτη μεγάλη έκθεση για το Βυζάντιο το 2004. Για πρώτη φορά προέβαλε σε ένα ευρύτερο κοινό την «ανατολική κληρονομιά της Ευρώπης». Πέρυσι ακολούθησε η μεγάλη έκθεση στη Βόννη που ανέδειξε μέσα από τη βυζαντινή καθημερινότητα την εικόνα μιας κοινωνίας διαλλακτικής που δεχόταν στους κόλπους της μια πανσπερμία εθνών, ένα ξεχασμένο αλλά επιτυχημένο πρότυπο της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» που διακηρύσσεται αλλά δεν βιώνεται στη σημερινή Ευρώπη. Ο γερμανόφωνος κόσμος ανακαλύπτει σιγά-σιγά πτυχές του βυζαντινού βίου και πολιτισμού και απ΄ αυτή την άποψη δεν είναι τυχαία η θερμή υποδοχή του βιβλίου του Μάιερ για τον Αναστάσιο. Ο Μάιερ, έγραψε η ελβετική εφημερίδα «Νeue Ζ rcher Ζeitung», «ανακαλύπτει εκ νέου έναν ξεχασμένο αυτοκράτορα για χάρη του μεγάλου κοινού αλλά και των ιστορικών».«Μια γριά αλεπού στον θρόνο του Καίσαρα» επιγράφει την κριτική της η «Frankfurter Αllgemeine Ζeitung», ενώ η «S ddeutsche Ζeitung» του Μονάχου προτείνει το βιβλίο σαν μια θαυμάσια σπουδή του ανατολικού κόσμου «μετά την πτώση της Δύσης».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ