«Οι βομβαρδισμοί θα συνεχιστούν, όσο αυτό είναι αναγκαίο», τόνισε σε συνέντευξη Τύπου ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Άντερς Φογκ Ράσμουσεν. Η διακοπή τους θα γίνει μόνο υπό τρεις όρους: Πρώτον, διακοπή των επιθέσεων των στρατευμάτων του καθεστώτος εναντίον του άμαχου πληθυσμού, δεύτερον, επιστροφή των ίδιων στρατευμάτων στα στρατόπεδά του και τρίτον, ελεύθερη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε όσους την έχουν ανάγκη. «Αν δεν ικανοποιηθούν αυτοί οι όροι δεν θα υπάρξει τέρμα στους βομβαρδισμούς», πρόσθεσε.
Η συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι έξι μη νατοϊκών χωρών, που συμμετέχουν στις επιθέσεις, άρχισε με μια επιχειρησιακή ενημέρωση των υπουργών από τον αμερικανό αρχηγό των δυνάμεων του ΝΑΤΟ ναύαρχο Τζων Σταυρίδη. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε σε δυο σημεία, ένα στρατιωτικό και ένα πολιτικό.
Το στρατιωτικό αφορούσε κυρίως το ερώτημα, αν είναι επαρκείς οι μέχρι τώρα αεροπορικές επιχειρήσεις.
Οι απόψεις ήταν διχασμένες. Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας και της Δανίας άσκησαν πίεση για επέκταση των αεροπορικών επιδρομών, χωρίς όμως να αναφερθούν σε χερσαίες επιχειρήσεις. Οι ομόλογοί τους από την Ισπανία και τη Νορβηγία τόνισαν, αντίθετα, ότι αποκρούουν τέτοια επέκταση. «Το ΝΑΤΟ κάνει αρκετά και με το παραπάνω», είπε χαρακτηριστικά ο νορβηγός υπουργός Εξωτερικών Γιόνας Γκαρ.
Υπέρ των τελευταίων τάχθηκε και ο κ. Ράσμουσεν. «Το ΝΑΤΟ προωθεί σταθερά τους στόχους του», είπε, προβάλλοντας το γεγονός, ότι μέχρι τώρα έχει προβεί σε 900 αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο κ.Σταυρίδης ανάφερε με τη σειρά του, ότι η Συμμαχία έχει επιβάλει το εμπάργκο στα όπλα, από την άλλη όμως έχει προβλήματα με το γεγονός, ότι τα καθεστωτικά στρατεύματα μεταθέτουν το βαρύ οπλισμό τους σε περιοχές με άμαχο πληθυσμό.
Περισσότερη ενότητα διαφάνηκε στο πολιτικό σκέλος της συζήτησης. Το προαπαιτούμενο γι αυτήν, σύμφωνα με μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας, είναι ο τερματισμός της εξουσίας του Μουαμάρ Καντάφι. «Συμφωνήσαμε, ότι πρέπει να υπάρξει πολιτική λύση», πρόσθεσε ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας, που εκπροσωπεί στη σύνοδο την Ελλάδα. «Και οτι το συντονισμό της πρέπει να την αναλάβει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.»
Η ενότητα δεν ήταν βέβαια πλήρης. Το γαλλικό σχέδιο, για παράδειγμα, για την εγκατάσταση μιας αντιπροσωπείας του ΝΑΤΟ στη Βεγγάζη, που θα έπαιζε το ρόλο του συνδέσμου με τις δυνάμεις των ανταρτών, απορρίφθηκε μετ΄ επαίνων από την πλειοψηφία των συνέδρων.
Στη σύνοδο, σύμφωνα με κύκλους της ελληνικής αντιπροσωπείας, κυριάρχησε ο προβληματισμός για το πολιτικό μέλλον της Λιβύης. Το πρόβλημα, έλεγαν, είναι ότι στη Λιβύη δεν υπάρχει ούτε «φυλετική ομογένεια» (τα αραβικά φύλα στη Δυτική Λιβύη είναι εντελώς «ξένα» προς εκείνα στην Ανατολική) ούτε κάποιος συνεκτικός θεσμός, όπως ο στρατός, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο, το φορέα μιας ομαλούς μετάβασης στη δημοκρατία.
Η σύνοδος, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, επισκιαζόταν και από το φόβο, ότι οι αεροπορικές επιδρομές δεν θα αποδώσουν τελικά τα επιθυμητά αποτελέσματα – κανείς όμως δεν θέλησε να θίξει το ενδεχόμενο χερσαίων επιχειρήσεων.
Συνολικά, η πρώτη μέρα της διάσκεψης έκλεισε χωρίς το αναμενόμενο μεγάλο «κραχ». Κι αυτό, σύμφωνα με πολιτικό αναλυτή, αποτελεί «επιτυχία» ενόψει του γεγονότος, ότι οι αυξανόμενες διαφορές των ευρωπαίων εταίρων στο ΝΑΤΟ έχουν φέρει τη συμμαχία «στο χείλος της αβύσσου»
Δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Δρούτσα
Ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας προέβη στην ακόλουθη δήλωση προς τους ανταποκριτές των ελληνικών ΜΜΕ, μετά τη λήξη της πρωινής συνεδρίασης της άτυπης συνόδου των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιείται στις 14 και 15 Απριλίου στο Βερολίνο:
«Η σημερινή άτυπη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, ξεκίνησε με τη συζήτηση για τις εξελίξεις στη Λιβύη. Εμείς έχουμε τονίσει ότι λύση σε αυτήν την κρίση, δεν μπορεί να έχουμε μόνο με στρατιωτικά μέσα. Η Ελλάδα έχει τονίσει από την πρώτη στιγμή, με συνέπεια, ότι χρειάζεται πολιτική λύση και σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα έχει καταθέσει και τις δικές της σκέψεις και προτάσεις.
Η χθεσινή πρώτη συνάντηση της ομάδας επαφής για τη Λιβύη στη Ντόχα, ακριβώς αυτό τόνισε, ότι δηλ. χρειάζεται πολιτική λύση. Συμφωνήσαμε μάλιστα ότι το συντονισμό πρέπει, βεβαίως, να αναλάβει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
Δεν πρέπει παράλληλα να ξεχάσουμε ότι χρειάζεται προστασία και ο άμαχος πληθυσμός στη Λιβύη. Ακριβώς σε αυτόν τον τομέα, ο ρόλος του ΝΑΤΟ αποδείχθηκε κρίσιμος, -αυτό, νομίζω, το επιβεβαιώσαμε και σήμερα στη συνάντησή μας.
Δύο σημεία είναι σημαντικά:
Πρώτον, όλες οι επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ κινούνται απολύτως μέσα στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτό για μας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Και δεύτερον, η συμμετοχή κάποιων αραβικών χωρών σε αυτές τις επιχειρήσεις και η συνεργασία τους με το ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, έχει αποφασίσει να βοηθήσει, να διευκολύνει αυτές τις επιχειρήσεις, μέσω των στρατιωτικών βάσεών μας. Η Ελλάδα όμως δεν συμμετέχει ενεργά στις στρατιωτικές και πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Αυτή είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης και δεν έχει αλλάξει τίποτα πάνω σε αυτό το σημείο.
Τέλος, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι, βεβαίως, πολύ σημαντική – είναι πλέον επιτακτική για τον λιβυκό πληθυσμό. Εδώ είχα, για άλλη μια φορά την ευκαιρία, να τονίσω τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει η Κρήτη στο συντονισμό της παροχής της ανθρωπιστικής βοήθειας από πλευράς της διεθνούς κοινότητας και να εκφράσω και στο τραπέζι του ΝΑΤΟ τη διαθεσιμότητά μας, ώστε η Κρήτη να παίξει αυτό το ρόλο».