Oπως επιβεβαιώνουν πρόσωπα εντός της κυβέρνησης, παράγοντες που κατά καιρούς βρέθηκαν στο περιβάλλον του και υπουργοί που έχουν ευθύνη για την πορεία νευραλγικών τομέων, ο κ. Παπανδρέου τον τελευταίο καιρό έχει επιλέξει να απομακρύνει από κοντά του ομάδες, επίδοξους «ομαδάρχες» και όσους μέχρι πρότινος κατείχαν θέσεις «εξ απορρήτων» στο στενό περιβάλλον του.

Το γεγονός αυτό έχει εντείνει την ανησυχία στο εσωτερικό της κυβέρνησης και έχει απορυθμίσει πολλούς από όσους τους τελευταίους μήνες είχαν θεωρήσει πως έχουν αυξημένη δυνατότητα πρόσβασης στο Μέγαρο Μαξίμου. Εν τέλει, έχει ενισχύσει την εντύπωση ότι εν όψει κρίσιμων αποφάσεων, ειδικά σε σχέση με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο 2012-2015, ο κ. Παπανδρέου ετοιμάζεται για κάποιες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα ή ακόμη και για προσφυγή στις κάλπες, αναλόγως των εξελίξεων. Παλαιοί συνεργάτες του, οι οποίοι τον τελευταίο καιρό δεν έχουν την ευκαιρία να συνομιλούν συχνά μαζί του, επιμένουν ότι ακόμη και η γλώσσα του σώματος φανερώνει την τάση πολιτικής απομόνωσης του κ. Παπανδρέου. «Νομίζω ότι δεν έχει διάθεση να συνομιλήσει με κανέναν μας, θεωρεί ότι είναι πλέον μόνος του αντιμέτωπος με τα προβλήματα και αυτό έχει και ψυχολογική επίδραση» σημείωνε προ ημερών μέλος της κυβέρνησης.

Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, ακόμη και στις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ο Πρωθυπουργός επιδεικνύει πλέον ένα διαφορετικό πρόσωπο και στάση: οι παρεμβάσεις του είναι λιτές, στόχος του είναι να κατευθύνει τις συζητήσεις αποκλειστικά στα συγκεκριμένα προς συζήτηση αντικείμενα και η διάθεσή του για ευρύτερες συζητήσεις είναι περιορισμένη. Η στάση αυτή του κ. Παπανδρέου έχει επιδράσει καταλυτικά τόσο στην αυτοπεποίθηση των κυβερνητικών στελεχών όσο και στους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της κυβέρνησης.

Είναι φανερή σχεδόν σε κάθε συζήτηση με υπουργό, υφυπουργό η ανησυχία, η αβεβαιότητα, για τις εξελίξεις. Σε μια στιγμή όπου οι περισσότεροι δυσπιστούν για το κατά πόσον η πολιτική των τελευταίων μηνών έχει διέξοδο, η διακοπή των γραμμών επικοινωνίας με τον Πρωθυπουργό και η γενικότερη αποστασιοποίησή του έχουν εντείνει την ανησυχία τους.

Χαρακτηριστικό ήταν άλλωστε το περιστατικό σε πρόσφατη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, όταν ο κ. Παπανδρέου δήλωσε στους υπουργούς του ότι είναι διατεθειμένος να τους στηρίξει στις μεγάλες αλλαγές για τις οποίες, όπως είπε, θεωρεί ότι είναι έτοιμοι. Για τους περισσοτέρους η αναφορά αυτή λειτούργησε περισσότερο ως προειδοποίηση και λιγότερο ως ενθάρρυνση για τη λήψη αποφάσεων. Τα ορόσημα αυτής της μεταστροφής στη στάση του Πρωθυπουργού ήταν δύο, όπως εκτιμούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αρχή έγινε έπειτα από τις εκλογές του προηγούμενου Νοεμβρίου. Σύμφωνα με πρόσωπα που έχουν συνεργαστεί επί μακρόν μαζί του, ο κ. Παπανδρέου ανέμενε ότι έπειτα από το θετικό για την κυβέρνηση αποτέλεσμα οι ρυθμοί θα εντείνονταν και η αποτελεσματικότητα της ομάδας που είχε δημιουργηθεί έπειτα από τον ανασχηματισμό του φθινοπώρου θα αυξανόταν. Αντί γι΄ αυτό, σημειώνουν τα ίδια πρόσωπα, είδε τους ρυθμούς να πέφτουν, τη συνεργασία μεταξύ των κορυφαίων να ατονεί και όλα τα κυβερνητικά όργανα να υπολειτουργούν. Αποκορύφωμα, με βάση τις ίδιες μαρτυρίες, ήταν η πρόσφατη δημόσια διαμάχη μεταξύ των κκ. Ραγκούση και Βενιζέλου για το θέμα των μεταναστών του Μεγάρου Υπατία. Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο ήταν η αλλαγή του οργανογράμματος στο Μέγαρο Μαξίμου. Η δημιουργία της νέας υπηρεσιακής δομής, με τη δημιουργία της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού υπό την κυρία Ρεγγίνα Βάρτζελη, συνάντησε την απροθυμία των περισσότερων υπουργών να αποδεχθούν τους νέους συσχετισμούς, με αποτέλεσμα τη σταδιακή «αυτονόμηση» των περισσοτέρων.

Η ανησυχία στο εσωτερικό της κυβέρνησης έδωσε και το έναυσμα για να ξαναρχίσει η συζήτηση περί (νέου) ανασχηματισμού, η οποία ωστόσο διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη του προηγούμενου καλοκαιριού. Σε αντίθεση με εκείνη την περίοδο, κανείς σήμερα δεν είναι σε θέση να αναλάβει τη διασπορά πληροφοριών σχετικά με τις διαθέσεις και τα σχέδια του κ. Παπανδρέου, ενώ ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει αναλάβει πλέον τη σύγκληση διυπουργικών συσκέψεων για όλα τα θέματα της επικαιρότητας.

ΣΕ ΕΝΑ περιβάλλον που μυρίζει μπαρούτι οι συζητήσεις περί ανασχηματισμού στο εσωτερικό της κυβέρνησης προσλαμβάνουν νέες διαστάσεις. Στις συναντήσεις μεταξύ βουλευτών και υπουργών κυριαρχούν δύο απόψεις: Από τη μία, υπάρχουν εκείνοι που επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή στις αποφάσεις του κ. Γ. Παπανδρέου και διαμηνύουν ότι πρέπει να γίνει ανασχηματισμός, ο οποίος να έχει κριτήρια κομματικά, να αναδιατάξει τις εσωκομματικές ισορροπίες και να στρέψει την κυβέρνηση προς μια άλλη πολιτική.

Από την άλλη, διατυπώνονται οι απόψεις υπουργών και στελεχών που διατηρούν επαφές με την αγορά και την οικονομία και επιμένουν ότι πρέπει επειγόντως να σχηματιστεί μια ομοιογενής ομάδα, αποτελούμενη από πρόσωπα που είναι διατεθειμένα να συνεργαστούν και να προωθήσουν χωρίς ενδοιασμούς και καθυστερήσεις τις διαρθρωτικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία και να απομακρυνθούν οι υπουργοί που προβάλλουν συνεχώς προσκόμματα προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν το κομματικό ακροατήριο. Σε αυτό το κλίμα, μερίδα βουλευτών της συμπολίτευσης που φιλοδοξούν να καταλάβουν υπουργικές καρέκλες ή να αναδειχθούν σε εσωκομματικούς παράγοντες έχουν αποδυθεί σε μια παρασκηνιακή εκστρατεία προκειμένου να πείσουν όσους θεωρούν ότι μπορούν να επηρεάσουν τον Πρωθυπουργό ότι απαιτείται ένας ανασχηματισμός με σαφή «πασοκικά» χαρακτηριστικά. Εν ολίγοις, επιμένουν ότι οι όποιες αλλαγές- αν και όποτε γίνουνθα πρέπει να περιλάβουν στελέχη με σαφή κομματική ταυτότητα, εκλεγμένους βουλευτές και όχι εξωκοινοβουλευτικούς και, όπως λένε, «φίλους του Πρωθυπουργού».
Πολλοί από όσους το υποστηρίζουν αυτό έχουν στραφεί κατά υπουργών, όπως ο κ. Γ. Παπακωνσταντίνου , η κυρία Τίνα Μπιρμπίλη, ο κ. Χ. Παμπούκης, ο κ. Δ.Δρούτσας, αλλά ακόμη και ο (βουλευτής Επικρατείας) κ. Π. Γερουλάνος, τους οποίους οι περισσότεροι βουλευτές αντιμετωπίζουν ως προνομιακούς, ειδικής κατηγορίας, συνομιλητές του κ. Παπανδρέου.

Παρά τις επικρίσεις αυτές, ελάχιστοι είναι σε θέση να γνωρίζουν τις διαθέσεις του Πρωθυπουργού και ακόμη λιγότεροι πιστεύουν ότι ο κ. Παπανδρέου θα ανατρέψει εκ βάθρων το μοντέλο κυβέρνησης που δημιούργησε αμέσως μετά τις εκλογές του 2009. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν εξάλλου ότι ακόμη και περίπτωση που ο Πρωθυπουργός αποφασίσει να προχωρήσει σε αλλαγές, πιθανότερο ενδεχόμενο θα πρέπει να θεωρείται η ανάθεση κρίσιμων θέσεων σε εξωκοινοβουλευτικά στελέχη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ