Αιφνιδιάστηκαν οι τράπεζες από τη νομοθεσία που προώθησε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, με την οποία αυξάνονται οι αρμοδιότητες των κρατικών επιτρόπων στα διοικητικά τους συμβούλια.
Ο λόγος γίνεται για τους εκπροσώπους του δημοσίου στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν ενισχυθεί από τα πακέτα στήριξης μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι οποίοι ως και σήμερα είχαν δικαίωμα βέτο μόνο σε θέματα διανομής μερισμάτων και πολιτικής παροχών προς τα διοικητικά στελέχη των τραπεζών.
Με τη νέα τροπολογία, οι επίτροποι θα έχουν το δικαίωμα αρνησικυρίας και στις αποφάσεις που αφορούν τη νομική ή χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος που εποπτεύουν, που σημαίνει ότι θα μπορούν να μπλοκάρουν ένα προτεινόμενο deal, όπως μία συγχώνευση ή μία εξαγορά. Παράλληλα, παρέχεται πρόσβαση εκτός από τα βιβλία και στοιχεία, στις εκθέσεις αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας, καθώς και στα σχέδια για μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης.
Οι τραπεζίτες τονίζουν ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως ενημέρωση από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, για την οποία εκτιμούν ότι πραγματοποιήθηκε στην παρούσα φάση για επικοινωνιακούς λόγους, με στόχο να «χρυσώσει το χάπι» των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου που εξέφρασαν αντιρρήσεις για το νέο πακέτο κρατικών εγγυήσεων ύψους 30 δισ. ευρώ που θα είναι διαθέσιμο προς χρήση το επόμενο διάστημα.
Λένε ότι δεν διαφωνούν
Αν και δεν διαφωνούν με την ουσία της ρύθμισης, που αφορά την προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τον έλεγχο των τραπεζών που έχουν λάβει βοήθεια από το κράτος, σημειώνουν ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η δυνατότητα παρέμβασης για μικροπολιτικούς σκοπούς. Λόγου χάρη, εάν θεωρείται η αναδιάρθρωση του δικτύου μίας τράπεζας απόφαση στρατηγικής σημασίας, τι θα συμβεί αν το υπουργείο Οικονομικών θέσει βέτο στο κλείσιμο ζημιογόνων μονάδων με στόχο την προστασία της απασχόλησης στον κλάδο.
Τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι με τον νέο νόμο το κράτος θα μπορεί να παίρνει θέση για όλες τις σοβαρές αποφάσεις που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος και την προοπτική συγκέντρωσής του. Εάν η νομοθεσία ίσχυε από πέρυσι, θα μπορούσαν για παράδειγμα οι επίτροποι να σταματήσουν την πώληση της πολωνικής Polbank από την Eurobank ή να μην επιτρέψουν την κατάθεση πρότασης συγχώνευσης από την Εθνική Τράπεζα προς την Alpha Bank.
Με τη νέα παρέμβαση της κυβέρνησης, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή μίας τράπεζας στα κρατικά προγράμματα ενίσχυσης, συνιστούν μία πιο light εκδοχή του καθεστώτος ένταξης στο νέο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τη σύσταση του οποίου επέβαλε η τρόικα για τη στήριξη όσων ιδρυμάτων δεν μπορούν να ενισχυθούν κεφαλαιακά με άλλο τρόπο.
Εξάλλου, η κυβέρνηση συνδέει τη χρήση των νέων εγγυήσεων με την κατάθεση ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου για την επανασύνδεση των τραπεζών με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη σταδιακή απεξάρτηση από την ΕΚΤ. Η συγκεκριμένη απαίτηση υπάρχει ήδη από την τρόικα των δανειστών του δημοσίου, καθώς έχει ζητήσει παράλληλα με τη διενέργεια των νέων τεστ αντοχής που διενεργούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, την παρουσίαση ενός πλάνου για την επιστροφή τους στις αγορές, το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί από την ευρωπαϊκή νομισματική αρχή και την Τράπεζα της Ελλάδος.
«Οι εγγυήσεις δεν είναι λεφτά»
Οι τράπεζες το τελευταίο διάστημα δέχονται επίθεση για το γεγονός ότι παρά τη στήριξή τους δεν χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι διοικήσεις τους χαρακτηρίζουν παράλογη την κριτική που δέχονται, εξηγώντας ότι η μείωση της νέας ρευστότητας που διοχετεύεται στην αγορά είναι αποτέλεσμα και του περιορισμού της ζήτησης για δανεικά. Επιπρόσθετα τονίζουν ότι τα πακέτα στήριξης έως σήμερα όχι μόνο δεν έχουν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και το χρέος, αλλά έχουν αποφέρει έσοδα στα κρατικά ταμεία μέσω των προμηθειών που έχουν καταβληθεί.
Αναλυτικότερα, έως σήμερα το Δημόσιο έχει παράσχει εγγυήσεις ύψους 51,3 δισ. ευρώ και ειδικά κρατικά ομόλογα 7,1 δισ. ευρώ για λόγους άντλησης ρευστότητας από την ΕΚΤ. Έναντι αυτών οι τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί με 46,7 δισ. ευρώ περίπου από το Ευρωσύστημα. Ταυτόχρονα, έχει ενισχυθεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με έκδοση και παράδοση ειδικών ομολόγων αξίας 3,8 δισ. ευρώ έναντι των οποίων το κράτος έχει προνομιούχες μετοχές με ετήσιο κόστος 10% για τις τράπεζες.
Σύμφωνα με τις τράπεζες, τα πρόσθετα 30 δισ. ευρώ των εγγυήσεων προορίζονται για την στήριξη της αξίας των εξασφαλίσεων που δίνουν οι τράπεζες στην ΕΚΤ για την χρηματοδότησή τους, καθώς οι υποβαθμίσεις από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας απομειώνουν την πραγματική χρηματική αξία των εξασφαλίσεων που προέρχονται είτε από τιτλοποιήσεις στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, είτε από κρατικές εγγυήσεις τραπεζικών ομολόγων.
Ως εκ τούτου, προκύπτει η ανάγκη αναπλήρωσης των ενεχύρων με τραπεζικά ομόλογα εγγυημένα από το Δημόσιο, έτσι ώστε να μη μειωθεί η συνολική χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ.