Ένα παιχνίδι πόκερ σε ένα πολυτελές βαγόνι τρένου είναι μια περίεργη υπόθεση. Καπνοί αιωρούνται, γραβάτες λύνονται, κόμποι ιδρώτα εμφανίζονται, κάποιες ατάκες και ματιές ανταλλάσσονται, όχι ακριβώς με την πιο φιλική έννοια του όρου. Στο κινηματογραφικό «Κεντρί», ο Πολ Νιούμαν παριστάνει τον μεθυσμένο – στην ουσία το μυαλό του κόβει περισσότερο από ένα ακονισμένο μαχαίρι – και αναγκάζει τον ηττημένο συμπαίκτη του να μονολογήσει: «Εκλεψε καλύτερα από μένα. Τι να κάνω; Να τον κατηγορήσω πως είναι καλύτερος κλέφτης;».

Το πόκερ, για απροσδιόριστους λόγους αντρικής μυθολογίας, πάντα ασκούσε μια έλξη στον κινηματογράφο. Ισως λόγω της ατμόσφαιρας τεστοστερόνης, ίσως λόγω της ευφυΐας που χρειάζεται για να παιχθεί σωστά μια παρτίδα, δεν αποκλείεται και λόγω μιας σκιάς παρανομίας που πάντοτε το συνόδευε. Μόνο που η ζωή δεν μοιάζει με τον κινηματογράφο.

Ο Αλέξης Ασημακόπουλος δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με το πόκερ. Του άρεσε ως περιστασιακή ενασχόληση ανάμεσα στις σπουδές οικονομικών, στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και στις μεταφράσεις, αλλά το είχε πάντα σε απόσταση, ως ένα χόμπι. Κάποια στιγμή όμως κάποια χόμπι φτάνουν να σε απασχολούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το πρώτο ελληνικό βιβλίο γύρω από το δυσκολότερο, απαιτητικότερο και μάλλον δημοφιλέστερο παιχνίδι του κόσμου: το «Texas Hold’em Poker», από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Το όνομα Chris Moneymaker μοιάζει με παρατσούκλι. Ο 36χρονος λογιστής από την Ατλάντα της Τζόρτζια ισχυρίζεται πως είναι το πραγματικό του όνομα, φορώντας μάλλον ένα από τα τυπικά poker faces, το ανέκφραστο βλέμμα του ανθρώπου που μπλοφάρει. Μέχρι το 2003 δεν τον ήξερε κανείς. Εκείνη τη χρονιά, πληρώνοντας 39 δολάρια σε ένα site πόκερ, προκρίθηκε για το μεγαλύτερο τουρνουά πόκερ στο Λας Βέγκας. Επειτα από δύο εβδομάδες ήταν ο άνθρωπος που ξόδεψε 39 δολάρια και έφυγε από το τραπέζι με 2,5 εκατομμύρια δολάρια – το έπαθλο του μεγάλου νικητή. «Κάπου εκεί όλα άλλαξαν για το πώς ο υπόλοιπος κόσμος έβλεπε το πόκερ» διαπιστώνει ο Αλέξης Ασημακόπουλος.

Το να υποστηρίξεις ότι το πόκερ είναι «το πιο δημοκρατικό άθλημα» είναι δύσκολο εγχείρημα. Πρώτον, γιατί δύσκολα χαρακτηρίζεται άθλημα και δεύτερον, γιατί η δημοκρατία είναι σχετική υπόθεση. Ο Ασημακόπουλος επιμένει πως «από τότε που ο Moneymaker έκανε τη διαφήμιση του ερασιτεχνισμού, τα τουρνουά του Λας Βέγκας λαμβάνουν αιτήσεις συμμετοχών πάνω από 1.000% σε σχέση με το παρελθόν». Αυτήν την εκδοχή του αμερικανικού ονείρου την έχει ζήσει και ο ίδιος, με 20ήμερο ταξίδι στις ΗΠΑ για ένα τουρνουά στη Νέα Υόρκη και άλλο ένα στο Λας Βέγκας. Δεν κέρδισε τίποτε, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Και ας επιμένει πως είναι (κάτι σαν) άθλημα, καθώς «η προπόνηση που απαιτείται είναι απίστευτα επίπονη – ώρες υπολογισμών, σκέψης και χαμένων παρτίδων».

Μέχρι πρόσφατα το πόκερ ήταν παράνομο στην Ελλάδα. Από τον Σεπτέμβριο του 2010 είναι νόμιμο σε συγκεκριμένα σημεία και σιγά σιγά ξεπλένει την αύρα του απαγορευμένου που το συνόδευε – μια αύρα σφαιριστηρίου όπως συνέβαινε παλαιότερα και με το (απενοχοποιημένο πλέον) μπιλιάρδο. Το βιβλίο δεν ασχολείται με το θέμα κοινωνιολογικά. Προσφέρει τρόπους, συμβουλές και πολύπλοκες πράξεις για να περιοριστούν οι χαμένες παρτίδες της ζωής. Και όχι, δεν είναι μόνο θέμα τύχης.