Πέραν της διατροφικής τους απαξίας, οι μεγάλες junk αλυσίδες προσφέρουν ένα μέγιστο κοινωνικό έργο, μια παράλληλη πραγματικότητα που εξελίσσεται κάτω ακριβώς από το σπίτι μου, στα άφθονα τετραγωνικά της μεγάλης αμερικάνικης αλυσίδας με burgers. Από το πρωί στο άνοιγμα μέχρι το βράδυ στο κλείσιμο, όλα τα τραπέζια κατακλύζονται από χαρούμενους εκπροσώπους της τρίτης ηλικίας.

Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή ίσως η γειτονιά μας να στερείται το Κ.Α.Π.Η. της, αυτό που ξέρω είναι ότι τα γεροντάκια το γλεντάνε, σε βαθμό που έχουν εξορίσει τα νιάτα σε άλλο υποκατάστημα. Φοράνε τα καλά τους και δίνουν εκεί τα ραντεβού τους προς πάσα χρήση: καφέ το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ, φαγητό μεσημέρι, βράδυ.

Δεν ξέρω αν είναι τα χρώματα ή η νεανική αύρα του χώρου, αλλά η συμπεριφορά τους έχει δανειστεί όλη την εφηβική σημειολογία: γελάνε ηχηρά, διηγούνται σόκιν ανέκδοτα, φλερτάρουν, απλώνονται σε τεράστιες παρέες-εφιάλτη για τις υπαλλήλους του μαγαζιού που πρέπει κάθε τρεις και λίγο να ανασυντάσσουν τα τραπεζοκαθίσματα. Μιλούν με πονηρά υπονοούμενα, ξεκαρδίζονται στα γέλια, πειράζουν τις κυρίες της παρέας που γελούν με συστολή κάτω από τις φρεσκοσενιαρισμένες κουπ από το κομμωτήριο. Σφυρίζουν μόρτικα στον περαστικό φίλο που τους έχει ξεφύγει στο απέναντι πεζοδρόμιο και γενικώς επιδεικνύουν μια ασυνήθιστη ζωντάνια, ενίοτε και εριστικότητα, εν γένη ένα διαολεμένο κέφι για ζωή.

Στη μέση, βουνό τα περιτυλίγματα από τις καταναλώσεις και τα κυπελλάκια του καφέ. Ούτε την πίεση λογαριάζουν, ούτε την αυξημένη χοληστερόλη. Η συγκεκριμένη αλυσίδα, με τόσο φανατικούς οπαδούς θα έπρεπε να θεσπίσει στο μενού της και παξιμαδάκι μνημοσύνου για την κακή στιγμή των αναπόφευκτων απωλειών.

Με μεγάλη ικανοποίηση ρουφούν ηχηρά το αμερικάνικο νερόπλυμα στο πλαστικό, χάρτινο κυπελλάκι, αυτοί οι ίδιοι τύποι που επιμένουν στον ακριβή αριθμό από φουσκάλες στον ελληνικό τους, στο ακριβές χύλωμα, στη σωστή δόση της ζάχαρης «πολλά βαρύ και όχι», στο σωστό φλιτζανάκι με το παχύ στόμιο, όταν έχουν να κάνουν με τον καφετζή της γειτονιάς. Με μάτια λαίμαργα αδειάζουν φακελάκια με μαγιονέζες και κέτσαπ πάνω στις ψεύτικες πατάτες αυτοί οι ίδιοι που στο σπίτι έχουν άποψη-ο καθένας και τη δική του-για τη σωστή τηγανητή πατάτα, όταν πρόκειται να τη φάνε από τα χεράκια της γυναίκας τους: στρογγυλή, χοντρή αλλά όχι και πολύ, ροδοκόκκινη αλλά όχι ξεροψημένη και μόνο με ελαιόλαδο από το χωριό.

Με μεγάλη όρεξη καταβροχθίζουν τα τετραγωνισμένα burgers, αυτοί οι ίδιοι που κάνουν κόλαση τη ζωή του χασάπη τους για μια ίνα λίπους παραπάνω στον κιμά τους που απαιτούν να κόβεται «μπροστά στα μάτια τους», που δεν αγοράζουν αν δεν τους ορκιστεί ο χασάπης σε ότι ιερότερο έχει ότι το χοιρινό είναι ελληνικό με τη βούλα και έχει γνωριστεί προσωπικά με το γουρούνι πριν τη σφαγή.

Ροκανίζουν απολαυστικά τις προπαρασκευασμένες σαλάτες, εκείνοι που στη λαϊκή ξεφυλλίζουν το μαρούλι σαν να είναι ευαγγέλιο, και το πετάνε στη μούρη του μανάβη έτσι και διαπιστώσουν ένα τόνο φρεσκάδας λιγότερο από το ιδανικό τους. Γιατί όλοι αυτοί που σας λέω, θεματοφύλακες της μεσογειακής μας δίαιτας-οι μόνοι γνώστες, αυτοί που έζησαν την Κατοχή- συναντιούνται κάθε Παρασκευή στη λαϊκή, για να σπάσουν τα νεύρα του κάθε οπωροπώλη, ρωτώντας για την ποιότητα.

Βγάλτε το δικό σας συμπέρασμα, εγώ αδυνατώ. Αλλά το διασκεδάζω.