Δύο μήνες μετά τον θάνατο του Στρατή Τσίρκα (Ιανουάριος 1980) σε σχετικό Αφιέρωμα του Αντί ο Γιάννης Ρίτσος γράφει «Λίγα λόγια για τον Τσίρκα». Λίγα αλλά αρκετά για να επιβάλει σιωπή στα απύλωτα στόματα των «Κομμένων Κεφαλών», εκείνων που προπηλάκισαν τον μεγάλο συγγραφέα και τον διέγραψαν για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά πάνω στον τάφο του. Ο Τσίρκας, λέει ο Ρίτσος, είναι δικός μας σύντροφος, «Ελληνας, γνήσιο τέκνο της πολυτάραχης εποχής μας, σε άμεση ανταπόκριση με τον αγωνιζόμενο ελληνισμό, με τους αγωνιζόμενους λαούς όλου του κόσμου». Θαυμάζει την «κοσμοπολιτική» παιδεία του («με την καλή σημασία της λέξης») και εκθειάζει την Τριλογία. Η Τριλογία «γίνεται (υπογραμμίζει) κατά τη γραφή της με διαδοχικές θέσεις και άρσεις, με ανακαλύψεις και απαρνήσεις, με αισθητικές επιλογές και εφευρέσεις, ώσπου όλα αυτά αφομοιώνονται κατά τη ροή του λόγου, απλοποιούνται και αποκτούν αυτή την εξαίσια φυσικότητα του Τρίτου Τόμου». Και παρακάτω: «Οι αναιρέσεις δεν είναι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις, αλλά εμβανθύσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή του Τσίρκα».
Ηγοητεία της Τριλογίας
Αυτή η «μεγάλη ηθική και αισθητική αρετή» του Τσίρκα έχει αναπτυχθεί ποικιλοτρόπως από νεότερους μελετητές. Εχει επιπλέον συζητηθεί η εν πολλοίς αδιερεύνητη ακόμη γοητεία της Τριλογίας, ενός έργου που κατέχει μοναδική θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία για πολλούς λόγους: για τη λαμπρή «επιφάνειά» της, δηλαδή τον ιστορικο-πραγματολογικό πλούτο, την αφηγηματική αρχοντιά και την περίτεχνη σύνθεση, αλλά και για το «βάθος» της, με τους πρωτογενείς μύθους του Παραδείσου και της Πτώσης να τη διατρέχουν (δεν είναι τυχαίος ο χώρος των συμβάντων) και με τον οδυνηρότατα υπαρξιακό χαρακτήρα της. Κυρίως επειδή ο συγγραφέας φωτίζει, ως πολυόμματος προβολέας «το ελληνικό προβλημα»: τον πόλεμο, το κίνημα τον Απρίλη του 1944, την αιματηρή καταστολή, τον αρχινημένο εμφύλιο, τις πολιτικές ραδιουργίες, τις κομματικές αμαρτίες. Δείχνει μέσα από το έργο του την τύχη ενός ακατάπαυστα κλυδωνιζόμενου ελληνισμού. Το έθνος μια ζαριά στο τραπέζι των άλλων, όχι απλώς με την ανοχή μας, αλλά με την άδειά μας. Η Χρύσα Προκοπάκη ( Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική 1960-1966 ) ορίζει εύστοχα τι περιλαμβάνει η Τριλογία: «Η λαίλαπα του φασισμού δημιουργεί μια κατάσταση κατακλυσμιαία. Διάσπαση των μετώπων, διάσπαση των συνειδήσεων, ένας κόσμος καταρρέει, “ακυβέρνητος”, σχετικοποίηση της αλήθειας […] Και μέσα σ΄ όλα αυτά, η προβολή σ΄ ένα μέλλον, το όνειρο και το όραμα».
Ιδού που για άλλη μια φορά το έργο τέχνης αποδεικνύεται φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον από την ιστορία. Αυτή η ιδέα μιας χώρας που συνεχώς κινδυνεύει να αφανισθεί (από εσωτερικές αμαρτίες και έξωθεν επιβουλές) δεν είναι καινούργια, ούτε ανήκει στο σύνδρομο της συνωμοσιολογίας. Υπάρχει ως κύριο θέμα (με διάφορες παραλλαγές) σε όλους τους μεγάλους συγγραφείς μας, είτε έζησαν στην περιφέρεια του ελληνισμού, τέκνα μιας ιδιότυπης διασποράς, όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης ή ο Σεφέρης, είτε περιπλανήθηκαν, εσωτερικοί εξόριστοι, μέσα σε μια ιδιότυπη, πάλι, ενδοχώρα, όπως ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος και άλλοι. Ολοι, πιστεύω, πραγματεύονται ένα θέμα, που εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει με την τραγωδία. Ο Τσίρκας ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Τέκνο της ελληνικής διασποράς (γιατί, άραγε, ο Ρίτσος τον αποκαλεί αίφνης «Ελληνα»;), συγγενής εξ αίματος με τον Καβάφη και τον Σεφέρη, βρέθηκε όμως να βιώνει και αυτός μια παραλλαγή του «ελληνικού προβλήματος». Με την εξαίρεση του Καζαντζάκη, είναι ο μόνος πεζογράφος μας, αν δεν σφάλλω, που «ευτύχησε» (τρόπος τού λέγειν) να γράψει το κύριο έργο του εκτός των συνόρων, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι αυτός ο «ξένος», όπως αποκαλούνται κάποιοι ήρωες στα διηγήματά του, παρακολουθεί την ελληνική υπόθεση έξωθεν. Τουναντίον ο κοσμοπολιτισμός του (ο διεθνισμός του καλύτερα) του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα καθαρότερα και να εμβαθύνει (όπως λέει ο Ρίτσος) εκεί που οι κοντόφθαλμοι και οι περιχαρακωμένοι χάνουν και το δέντρο και το δάσος.
Ενας κόσμος σε αγώνα και αγωνία
Πενήντα τόσα χρόνια από την κυκλοφορία της Λέσχης (η αφηγηματική ύλη είναι παλαιότερη), τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Τσίρκα, πάλι ολοζώντανο το σκουλήκι της φθοράς στο σώμα της χώρας και κατ΄ επέκταση στο σαρκίο μας. Πάλι ουρλιάζουν οι «κομμένες κεφαλές» στα τηλεοπτικά παράθυρα, ολοφάνερη «η διάσπαση των συνειδήσεων» και η «σχετικοποίηση της αλήθειας». Ξανά, η ίδια εφιαλτική εικόνα ενός κόσμου που καταρρέει «ακυβέρνητος». Ξανά το έθνος στο τραπέζι με τα ζάρια κι εμείς να κοιτάζουμε χαμένοι, χωρίς συνείδηση, πίσω από τα κεφάλια των παικτών. Δικών μας και ξένων. Η Τριλογία συλλαμβάνει και σχηματοποιεί αριστοτεχνικά μια Ελλάδα που κινδυνεύει, έναν κόσμο σε αγώνα και αγωνία. Υποβάλλει όμως, μέσα από τους τραγικούς ήρωές της, το όραμα για έναν κόσμο καλύτερο. Που τελικά δεν ήρθε. Δεν ήρθε επειδή, για άλλη μια φορά, δεν διαβάσαμε σωστά τα μηνύματα των αγγελιαφόρων/ συγγραφέων του έθνους. Εξακολουθούμε να κάνουμε αυτό που περιγράφει τον Ιούλιο του 1942 ο αδελφοποιτός του Τσίρκα, Γιώργος Σεφέρης, «Gentlemen / συνεχίζουμε την περιοδεία μας/ πολλές οργιές κάτω απ΄ την επιφάνεια του Αιγαίου».