Κλείνοντας την πρώτη δεκαετία από τη δημιουργία του, το ευρώ συνταράσσεται από μια βίαιη κρίση και ένα πρωτοφανές κύμα αμφισβήτησης. Αμφισβητείται ουσιαστικά από ορισμένους- αγνοώντας προς στιγμή τα όποια κίνητρα- η βιωσιμότητα του πρωτοποριακού εγχειρήματος της οικονομικής και νομισματικής ένωσης της Ευρώπης, καθώς ορισμένες οικονομίες περιήλθαν σε κατάσταση σοβαρής δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε τον καταλύτη ώστε για την ΕΕ η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση να μετεξελιχθεί σε εν δυνάμει κρίση χρέους. Για μια οικονομική ένωση όπως η ευρωζώνη μέλη δημοσιονομικά «ασθενή» και ασυνεπή αποτελούν τον αδύναμο κρίκο και συστημική απειλή για τη σταθερότητα και την ανάπτυξή της.
Βεβαίως, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός σε ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα είναι κυρίως αποτέλεσμα χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων τα οποία δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως και αποτελεσματικά, αλλά και αδυναμίας συμμόρφωσης με τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως ανέδειξε αφενός μεν την ανεπάρκεια των μηχανισμών της ΕΕ να λειτουργούν προληπτικά περιορίζοντας τις παραβατικές συμπεριφορές, αφετέρου δε αδυναμίες στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο δομήθηκαν εξ αρχής η ευρωζώνη και το ενιαίο νόμισμα, χωρίς επαρκή σύγκλιση και συμβατότητα μεταξύ των επί μέρους οικονομικών πολιτικών.
Σήμερα, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έντονες ανισορροπίες, είναι σαφές ότι η μόνη εγγύηση για το μέλλον της ΕΕ είναι η δημοσιονομική σταθερότητα και πειθαρχία, η μεγαλύτερη σύγκλιση στην οικονομική πολιτική των χωρών-μελών και η περισσότερη αλληλεγγύη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης. Οι «θεωρίες» περί αποχώρησης από την ΟΝΕ είναι τελείως ανεδαφικές και ανεφάρμοστες και θα ήταν καταστρεπτικές τόσο για τη χώρα που θα αποτολμούσε ένα τέτοιο εγχείρημα όσο και για το σύνολο της ΕΕ, λόγω του ντόμινο των αρνητικών εξελίξεων. Ταυτοχρόνως, οι ευρωπαίοι ηγέτες, σε συνεργασία και με άλλα θεσμικά όργανα όπως η ΕΚΤ, θα πρέπει να πείσουν ότι έχουν και τη βούληση, και την ικανότητα, και τα μέσα να υπερασπιστούν την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική των κρατών τους και να θωρακίσουν το κοινό τους νόμισμα, εφαρμόζοντας μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά και διαρθρωτικών αλλαγών. Παράλληλα, θα πρέπει να προχωρήσουν σε μέτρα ισχυρότερης θωράκισης της ΕΕ από πιθανές μελλοντικές δημοσιονομικές εκτροπές, αλλά και σε πρωτοβουλίες που οδηγούν σε εναρμόνιση πολιτικών και σε μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική σύγκλιση.
Η κρίση της Ιρλανδίας και η ένταξή της στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Διάσωσης είχε για την Ελλάδα θετικές επιπτώσεις, καθώς διευκόλυνε την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου της βοήθειας των 110 δισ. ευρώ. Αυτό αποτελεί την έμπρακτη κατανόηση ότι η σταθεροποίηση είναι μια μακρόχρονη διαδικασία και τα κράτη πρέπει να υποστηριχθούν στην προσπάθεια που καταβάλλουν, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι επιδεικνύουν συνέπεια και αποφασιστικότητα. Για πρώτη φορά εκφράζεται, ακόμα και από μέρους της γερμανικής πλευράς, «σεβασμός» προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι χώρες της περιφέρειας για να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες τους, διατυπώνονται σκέψεις για μεγαλύτερη οικονομική σύγκλιση και συζητείται ευρέως η εξεύρεση «συνολικής λύσης». Ετσι μπαίνει στο τραπέζι προς σοβαρή συζήτηση- παρ΄ ότι αυτή τη στιγμή απορρίπτεται ως λύση- η δυνατότητα διεύρυνσης του Μόνιμου Μηχανισμού Διάσωσης μέχρι του ύψους των 1,5 τρισ. ευρώ ή των 2 τρισ. ευρώ, ή ακόμη και η έκδοση ευρωομολόγου. Είναι εύλογο, σε αυτή την πρώιμη φάση, που η προσπάθεια προσαρμογής των χωρών που έχουν εκτραπεί είναι ακόμα στο αρχικό της στάδιο, τέτοιες ιδέες να μη γίνονται αποδεκτές. Αυτό όμως δεν προδικάζει αναγκαστικά ότι τέτοιες προτάσεις δεν θα έχουν, ακόμα και εν μέρει, μεγαλύτερη απήχηση στο μέλλον.
Εν τούτοις, είναι εξαιρετικά θετικό ότι οι διαβουλεύσεις έγιναν σε χαμηλότερους τόνους και με διακριτή τη διάθεση για σοβαρή συζήτηση πάνω σε νέες ιδέες και λύσεις οι οποίες θα διασφαλίζουν την κοινή πορεία των κρατών-μελών σε πείσμα των φυγόκεντρων τάσεων.
Σήμερα μπορούμε να πούμε βάσιμα ότι η Ευρώπη φαίνεται να έχει κατανοήσει απόλυτα τα προβλήματα και είναι αποφασισμένη να ξεπεράσει ενωμένη την κρίση, ενεργοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, με στήριγμα τη μεγαλύτερη αλληλοκατανόηση, τον καλύτερο συντονισμό και την έμπρακτη αλληλεγγύη.
Διευθύνων σύμβουλος της Εurobank ΕFG.