Η Ευρώπη στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα βρίσκεται μπροστά σε ένα οικονομικό δίλημμα εξόχως πολιτικό: να ακολουθήσει τις επιταγές των αγορών, που κατά κάποιον τρόπο βλέπουν τη χρεοκοπία ως μέσο εξυγίανσης των ασθενέστερων δημοσιονομικά οικονομιών και του ευρώ, ή να ακολουθήσει τον δρόμο της δημοσιονομικής αλληλεγγύης και συνοχής των χωρών της ευρωζώνης, τουλάχιστον, ακολουθώντας τις επιταγές του κοινού μέλλοντος που έχουν επιλέξει.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη δεν είναι δημιούργημα συγκυριακών οικονομικών συμφερόντων. Ηταν προϊόν πολιτικής βούλησης και επιλογής των ευρωπαϊκών κρατών για να εξισορροπήσουν με συλλογικό τρόπο την αδυναμία τους απέναντι στις μεγάλες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Η διαφορετικότητα που υπήρχε, κυρίως στην οικονομία, ενοποιήθηκε στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων, συμβιβασμών και εκχωρήσεων εξουσιών.
Τι ήταν για παράδειγμα η επιλογή του κοινού νομίσματος παρά μια απόφαση εκχώρησης- για κάθε χώραμέλος- της νομισματικής της πολιτικής σε μια κοινή υπερεθνική οντότητα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Ως, τουλάχιστον, την εκδήλωση της κρίσης η Ευρώπη προχωρούσε με επιλογές ενοποίησης που προοιωνίζονταν τη δημοσιονομική σύγκλιση και ασφαλώς τη δημοσιονομική πειθαρχία των μελών της Ενωσης στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ). Το ότι οι μεγάλες χώρες της ευρωζώνης, οι κινητήριοι μοχλοί της ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν συμφώνησαν ακόμη ή συστηματικά καθυστερούν την προώθηση ενός σχεδίου οικονομικής ενοποίησης (συμπληρωματικών πολιτικών ολοκλήρωσης της νομισματικής πολιτικής), με πρώτο αυτό της δημοσιονομικής σύγκλισης, αλλά παρέμειναν προσκολλημένοι στο δεύτερο σκέλος της ΟΝΕ, δεν είναι ευθύνη των νεότερων ή ασθενέστερων οικονομικά χωρών. Ευθύνη των τελευταίων θα ήταν αν με το κοινό νόμισμα και την κοινή νομισματική πολιτική διέθεταν και ένα κοινό πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής στο οποίο θα όφειλαν να πειθαρχούν. Η έλλειψη της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής τις οδήγησε να χρησιμοποιούν, άστοχα όπως αποδεικνύεται, τα εθνικά δημοσιονομικά μέσα που διέθεταν αλλά και ευρωπαϊκούς πόρους για να εξισορροπήσουν τις αδυναμίες του σκληρού νομίσματος.
Η κρίση της Ευρώπης είναι συνεπώς, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται σήμερα, κρίση έλλειψης κοινής πολιτικής αλλά και έλλειψης ευθύνης των μελών της Ενωσης. Των ασθενέστερων κρατών, γιατί επί χρόνια τόσο με τα χρηματοδοτικά προγράμματα «οικονομικής σύγκλισης» όσο και με τα φθηνά λόγω ευρώ δάνεια βολεύονταν να εξυπηρετούν εισοδηματικούς συχνά σκοπούς παρά επενδύσεις. Αλλά και των ηγέτιδων ευρωπαϊκών χωρών γιατί επαναπαύονταν στα οφέλη που βραχυχρόνια προσπορίζονταν από την αδυναμία των υπολοίπων δημιουργώντας αγορές για τη βιομηχανία τους και όχι για να εκβιομηχανισθεί η περιφέρεια που υπέφερε από την πίεση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Αυτό που δείχνουν να αγνοούν ακόμη και σήμερα οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης, καθυστερώντας την προώθηση κοινών δημοσιονομικών παρεμβάσεων (π.χ., eurobonds) ή στρεβλώνοντάς τες (π.χ., με τη συμμετοχή του ΔΝΤ ήδη στον μηχανισμό στήριξης και την επιδιωκόμενη συμμετοχή ιδιωτών στον μόνιμο μηχανισμό στήριξης), είναι ότι οι αγορές έχουν ανάγκη την πολιτική και όχι η πολιτική τις αγορές. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που κανείς δεν αμφισβητεί. Οπως δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει το μέγεθος να τα βάλει μόνη με τις αγορές που διακινούν τρισεκατομμύρια ευρώ ημερησίως, ούτε αυτή η Γερμανία με τα 2,4 τρισ. ευρώ ΑΕΠ (2009). Οπως καμία τύχη δεν θα είχαν οι αγορές αν δοκίμαζαν να τα βάλουν με τα 9 τρισ. ευρώ ΑΕΠ της ευρωζώνης και πολύ περισσότερο με τα 11,8 τρισ. ευρώ ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή είναι μια άλλη πραγματικότητα που θα τείνει να ενοποιεί την ευρωπαϊκή πολιτική.
Πράγματι, εδώ που φθάσαμε, η κρίση στην Ευρώπη αποκαλύπτεται ως παράγωγο της διελκυστίνδας μεταξύ πολιτικής και αγορών, με τις δεύτερες να έχουν το πάνω χέρι. Οι αγορές διαρκώς διογκώνονται αντλώντας όλο και περισσότερη δύναμη από την παγκόσμια συσσώρευση του χρηματιστικού κεφαλαίου που συγκεντρώνεται από όλα πλέον τα μήκη και πλάτη της γης, ενώ η πολιτική της Ευρώπης, αντί να ενοποιείται και να ισχυροποιείται, μοιάζει να αποδυναμώνεται.
Η κρίση στην Ευρώπη, για να μη συνεχισθεί τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει η ΕΕ και η ευρωζώνη ειδικότερα να τοποθετηθούν με αποφασιστικό τρόπο στο αρχικό ερώτημα. Η χρεοκοπία που επιζητούν οι αγορές θα πρέπει να αποκλεισθεί ως μέσο εξυγίανσης αδυνάτων χωρών και να υποχρεωθούν οι αγορές να συμβιβαστούν με την πολιτική θέληση των κρατών της Ευρώπης. Αυτό είναι εφικτό και ήδη υπάρχουν προβληματισμοί και συζητούνται μέτρα για μεγαλύτερο έλεγχο και διαφάνεια των αγορών.
Αυτό όμως δεν αρκεί. Η πολιτική στην Ευρώπη θα πρέπει να επιβάλει την κυριαρχία της τα χρόνια που έρχονται. Να επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού όσο είναι καιρός, γεγονός που θα σημάνει και την οριστική λήξη της κρίσης. Και αυτό δεν θα συμβεί από καμιά μεμονωμένη χώρα, θα συμβεί απλώς από την ανάγκη επιβίωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής. Θα συμβεί από μια Ευρώπη και μια κοινή οικονομική πολιτική η οποία θα υποχρεωθεί σε αυτό για να διαφυλάξει τη μεγαλύτερη κατάκτησή της, το ευρώ. Η κοινή- όχι ενιαία- δημοσιονομική πολιτική είναι προοπτικά η καλύτερη άμυνα του κάθε κράτους και όλης της Ευρώπης απέναντι στην αυξανόμενη δύναμη των αγορών.
Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς.