Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση και η ύφεση που επακολούθησε δημιούργησαν νέες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής, στις οποίες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανταποκρίθηκαν αποτελεσματικά. Μέσω μαζικής παροχής ρευστότητος στην οικονομία και δημοσιονομικής ενισχύσεως της ζητήσεως επεδίωξαν να στηρίξουν την ανάκαμψη και διασφάλισαν ταυτόχρονα τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Η Ελλάς, μάλιστα, ήταν μία από τις πρώτες χώρες που ανέλαβε δράση για τη διασφάλιση της ρευστότητος της οικονομίας, με την Τράπεζα της Ελλάδος να παίζει καθοριστικό ρόλο. Προς το τέλος του 2009, η ευρωπαϊκή οικονομία είχε αρχίσει ήδη να ανακάμπτει, με τις αγορές όμως να εκφράζουν νευρικότητα για την επιβεβλημένη επικείμενη αντιστροφή της επεκτατικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Σε αυτό το περιβάλλον, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός στην Ελλάδα και η ανεπαρκής αντιμετώπισή του μέσω των κοινοτικών διαδικασιών περί υπερβολικού ελλείμματος ανέδειξαν το θεσμικό κενό και την ουσιαστική ανυπαρξία μηχανισμών αντιμετωπίσεως κρίσεων στη ζώνη του ευρώ.

Η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη μία φορά σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Η Ευρώπη καλείται να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η οικονομική και νομισματική ενοποίηση είναι μια μη αναστρέψιμη διαδικασία. Καλείται να δημιουργήσει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τη σταθερότητα όχι μόνο του ευρώ αλλά και της κάθε οικονομίας χωριστά.

Η άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ βασίζεται στη δημοσιονομική πειθαρχία έτσι ώστε να μην τίθεται εν αμφιβόλω η επιδίωξη της σταθερότητος των τιμών. Αυτό απαιτεί τον αποτελεσματικό συντονισμό της οικονομικής πολιτικής μέσω εφαρμογής κοινά αποδεκτών κατευθυντηρίων γραμμών στην άσκηση διαρθρωτικής και μακροοικονομικής πολιτικής. Η διαδικασία αυτή απεδείχθη ανεπαρκής στην πράξη εν σχέσει με τον σκοπό που εκαλείτο να εξυπηρετήσει. Πολλοί πιστεύουν, βασίμως, ότι η τελική λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την άσκηση ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο με κατάληξη την πολιτική ένωση, δηλαδή μια ομοσπονδιακή Ευ ρώπη. Η Ευρώπη, πάντως, δεν φαίνεται να είναι ώριμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς οι ηγεσίες της δεν έχουν θέσει μακροχρόνιους στόχους για το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ικανούς να εμπνεύσουν τους ευρωπαίους πολίτες. Ετσι, δυστυχώς, η έλλειψη πνεύματος αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της σε κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό επίπεδο δεν επιτρέπει ένα εγχείρημα τέτοιας εμβέλειας. Η μόνη επιλογή σήμερα είναι η περαιτέρω ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στα επί μέρους κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ.

Προτάσεις όπως αυτή για την έκδοση ευρωομολόγων του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ (αριστερά) ή εκείνη για την ενίσχυση του Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητος και τη χρήση των πόρων του για την αγορά κρατικών ομολόγων του Ζαν-Κλοντ Τρισέ θα οδηγούσαν στην εκτόνωση των αποσταθεροποιητικών τάσεων

Προς την κατεύθυνση αυτή στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου ελήφθη απόφαση να δημιουργηθεί από τα μέσα του 2013 ένας μόνιμος μηχανισμός αποφυγής κρίσεων, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητος, που θα διαδεχθεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητος των 440 δισ. ευρώ. Ο μηχανισμός αυτός, που βασίζεται στην τριμερή σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα ενεργοποιείται όταν μια χώρα αντιμετωπίζει κίνδυνο ρευστότητος και η παροχή βοηθείας θα συνοδεύεται από την εφαρμογή ενός σταθεροποιητικού προγράμματος λιτότητος.

Μια τέτοια απόφαση πάντως δεν πρόκειται να καθησυχάσει τις αγορές, καθώς δεν αίρεται η αβεβαιότητα. Αυτό θα τείνει να διατηρεί τα περιθώρια σε υψηλότερο επίπεδο και να κάνει έτσι πιο δύσκολη τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αντιθέτως, πιο ευέλικτες προτάσεις, όπως για την έκδοση ευρωομολόγων ( Jean-Claude Juncker Giulio Τremonti ), ή για την ενίσχυση του Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητος και τη χρήση των πόρων του για την αγορά κρατικών ομολόγων ( Jean-Claude Τrichet ), θα οδηγούσαν σε αύξηση της ρευστότητος, και σε εκτόνωση των αποσταθεροποιητικών τάσεων λόγω ακραίων «επενδυτικών» συμπεριφορών, στην αγορά κρατικών ομολόγων. Ο συνδυασμός της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ανεξάρτητης αρχής αξιολογήσεως πιστοληπτικής ικανότητος με τις ανωτέρω προτάσεις θα συνέβαλλε καθοριστικά στην προσπάθεια που καταβάλλουν οι διάφορες χώρες για την αντιμετώπιση της κρίσεως.

Ως έχουν λοιπόν τα πράγματα, είναι απαραίτητο η χώρα μας να συνεχίσει να εφαρμόζει με συνέπεια το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής ώστε να αποκτήσει έγκαιρη πρόσβαση στις αγορές για δανεισμό. Μόνον έτσι θα εισέλθει η οικονομία σε φάση ανακάμψεως, καθώς θα ενδυναμώνεται το κλίμα εμπιστοσύνης και θα βελτιώνονται οι συνθήκες τραπεζικής χρηματοδοτήσεως των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που σήμερα δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, για λόγους που δεν σχετίζονται όμως με τις τράπεζες αλλά αποκλειστικά με τη δημοσιονομική κρίση.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι ακατανόητη η εμμονή ορισμένων στην άρνηση των ωφελειών που έχει η Ελλάς από τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ. Με το ευρώ απωλέσαμε τη δυνατότητα να αφήνουμε την οικονομία μας στο έλεος του πληθωρισμού αντί να ασκούμε σώφρονα οικονομική πολιτική. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να καταστρέφουμε ανεύθυνα την αξία του νομίσματός μας μέσω περιοδικών υποτιμήσεων, καθεστώς στο οποίο προτείνουν διάφοροι να επιστρέψουμε! Φαίνεται πάντως ότι σταδιακά χάνουμε και τη δυνατότητα να μην πληρώνουμε φόρους και να δανειζόμαστε για να ξοδεύουμε χωρίς αίσθηση του μέτρου. Μερικοί ίσως να θρηνήσουν και για την απώλεια αυτή, όπως έκαναν και για τη «δραχμούλα» μας! Οι περισσότεροι πάντως πιστεύω ότι συμφωνούν με την προοπτική να νοικοκυρευθεί η χώρα μας και να γίνει σωστή εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ώστε να ορίζει τα του οίκου της. Το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που θα έπρεπε να είχε προταθεί εδώ και πολλά χρόνια από τα κόμματα εξουσίας.

Διευθύνων σύμβουλος της Αlpha Βank.