Η συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και εφαρμόζονται είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Κατά έναν τρόπο η συμφωνία αυτή προσέφερε στην ελληνική οικονομία και κοινωνία την απαραίτητη θεραπεία την οποία το πολιτικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λόγω των ποικίλων δεσμεύσεών του προς πολλές και διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Από αυτή την άποψη, η σημερινή κρίση μπορεί να θεωρηθεί και ευκαιρία διόρθωσης σοβαρών λαθών του παρελθόντος που σχετίζονται κυρίως με τη δημιουργία ενός μεγάλου, δυσκίνητου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα. Χωρίς τη συμφωνία και το δάνειο των 110 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών.
Σήμερα η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να μπορεί να αγωνίζεται για την οικονομική ανόρθωσή της, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Ηδη είναι πλέον σχεδόν βέβαιον ότι, αν η Ελλάδα επιτύχει τους στόχους στο τέλος της τριετίας και οι αγορές δεν παρέχουν επαρκή χρηματοδότηση, τότε η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ θα επιμηκυνθεί στα 11 αντί για πέντε χρόνια. Επιπλέον φαίνεται ότι οι ηγέτιδες δυνάμεις της ευρωζώνης αντιλαμβάνονται- και έχει αρχίσει η σχετική συζήτηση- πως η επιβίωση της ευρωζώνης απαιτεί ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση, αν και είναι νωρίς να εξαχθούν συμπεράσματα για τη μορφή που αυτή θα λάβει. Σε πρώτη φάση προκρίνεται η μετατροπή του προσωρινού Ευρωπαϊκού Οχήματος Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF) σε ένα μόνιμο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Η συζήτηση που έχει ανοίξει για τη δημιουργία μιας περισσότερο ομοσπονδιακής ευρωζώνης περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους και την έκδοση ευρωομολόγων.
Σε κάθε περίπτωση, η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί την αποκατάσταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και την εφαρμογή μιας σειράς μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Στο πλαίσιο αυτό τα μέτρα που ήδη εφαρμόζονται είναι απολύτως αναγκαία. Δεν μπορούν όμως να θεωρηθούν επαρκή για την οικονομική ανόρθωση της χώρας.
1. Διότι η συμφωνία δεν καλύπτει μέτρα με σημαντικές δυνητικές ωφέλειες για την ανάπτυξη, είτε σε βραχυπρόθεσμο είτε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
2. Διότι δεν ασχολείται με το βέλτιστο αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή τη δομή της συνολικής ζήτησης και της συνολικής προσφοράς σε μια δεκαετία από σήμερα και κυρίως με το πώς θα φτάσουμε σ΄ αυτό.
3. Διότι τα ήδη ληφθέντα σταθεροποιητικά και διαρθρωτικά μέτρα έχουν σημαντικά κενά (π.χ., το Ασφαλιστικό).
4. Διότι δεν έχει εξηγηθεί κατά πόσο το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι επιτεύξιμο.
5. Διότι ακόμη και τα πλέον επαρκή μέτρα χρειάζονται το κατάλληλο όραμα για να επιτύχουν.
Η μετάβαση από το τρέχον στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή στη νέα δομή της ζήτησης και της προσφοράς (με πιο ανταγωνιστικά και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες), ασφαλώς και διευκολύνεται από τα σταθεροποιητικά και διαρθρωτικά μέτρα της συμφωνίας. Αυτά όμως δεν είναι επαρκή:
* Η αγορά εργασίας πρέπει να «μεταφέρει» εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους (περίπου το 10% του εργατικού δυναμικού) από κλάδους μη εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών σε κλάδους εξωστρεφείς. Η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών προσδίδει στο σύστημα ευελιξία αλλά αυτή δεν επαρκεί.
* Απαιτούνται και ενεργές πολιτικές απασχόλησης κατά το σκανδιναβικό ή γερμανικό πρότυπο και κυρίως νέες επενδύσεις στους κλάδους που το νέο αναπτυξιακό πρότυπο ευνοεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα επόμενα τρία χρόνια μπορεί να επενδυθούν 50 δισ. ευρώ σε οδικούς άξονες, λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, λοιπές τουριστικές εγκαταστάσεις, πράσινη ενέργεια, ορυκτό πλούτο, τηλεπικοινωνίες κτλ. Αυτό όμως προϋποθέτει πρακτική και κυρίως νοοτροπία «fast track» από τις αρχές.
Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει στο πλαίσιο αυτό να προβούν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου όπως έπραξε προσφάτως η Εθνική Τράπεζα κάνοντας χρήση των 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αν οι αγορές κεφαλαίου δεν ανταποκριθούν. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε περιόδους κρίσης είναι απαραίτητη η ενισχυμένη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Εμφαση σε εξαγωγές και επενδύσεις
Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και οι εξαγωγές μπορούν να γίνουν το αναπτυξιακό αντίβαρο στη μείωση της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, που αναπόφευκτα προκαλείται από τη δημοσιονομική προσαρμογή. Λύσεις για τα προβλήματα υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων υπάρχουν, όπως:
1. Η θέσπιση γενικών πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κανονισμών για τους όρους και τις προϋποθέσεις χωροθέτησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ισχύ στο σύνολο της χώρας.
2. Η περισσότερο ευέλικτη χρήση των συμβάσεων παραχώρησης υποδομών (οδικοί άξονες, αεροδρόμια, λιμένες, μαρίνες), π.χ. με χρονική επέκταση των υπαρχουσών συμβάσεων, με τη δυνατότητα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι υποχρεώσεις του Δημοσίου προς κατασκευαστικές εταιρείες ως τίμημα για την απαίτηση νέων παραχωρήσεων κτλ.
3. Η εισαγωγή συστημάτων ανταγωνισμού σε τομείς που δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί, όπως η παροχή υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις με συμβάσεις παραχώρησης και με υπεργολαβίες εκτέλεσης συγκεκριμένου μεταφορικού έργου (αστικές συγκοινωνίες, σιδηρόδρομος κτλ.).
Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.