Το 2010 αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσχερές για την Ελληνική οικονομία. Η χώρα κατέγραψε ύφεση της τάξης του 4%, πληθωρισμό 5% και ποσοστό ανεργίας που ξεπέρασε το 12%. Την ίδια στιγμή σημειώθηκε μείωση των μέσων πραγματικών αποδοχών κατά 17% στο δημόσιο τομέα και κατά 8% στο σύνολο της οικονομίας και έπεται συνέχεια με μεγάλες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και περαιτέρω μειώσεις σε μισθούς και εισοδήματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορούμε να ελπίζουμε ότι η χώρα θα επανέλθει σύντομα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης; Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνουν λόγο για ύφεση της τάξης του 3% για το 2011 και επιστροφή σε αναιμική ανάπτυξη της τάξης του 1% από το 2012 και μετά. Η ανεργία εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 15% στο τέλος του 2012 προτού αρχίσει να μειώνεται με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς από το 2013 και μετά. Κατά τη γνώμη μας οι παραπάνω προβλέψεις της ανεργίας είναι μάλλον αισιόδοξες καθώς αγνοούν τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες στην εξεύρεση εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό ανεργίας των Ελλήνων τρία χρόνια μετά την αποφοίτηση τους από το Πανεπιστήμιο ξεπερνά το 30%, τη στιγμή που άλλες χώρες της περιφέρειας όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία εμφανίζουν ποσοστά της τάξης του 19%.
Παρά τις παραπάνω δυσοίωνες προβλέψεις, πιστεύουμε ότι η Ελλάδα έχει τη δανατότητα να ανακάμψει με γρήγορους ρυθμούς. Δύο λόγοι συνηγορούν σε αυτό. Πρώτον, σύμφωνα με στοιχεία της World Bank, η παραοικονομία στην Ελλάδα πλησιάζει το 30% του ΑΕΠ, σημειώνοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά το Μεξικό. Γίνεται επομένως φανερό ότι προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου για το 2011 θα πρέπει να καταστεί η αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος κάτι το οποίο θα αυξήσει τα κρατικά φορολογικά έσοδα και θα διευκολύνει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Δεύτερον, επιστημονικές μελέτες εκτιμούν ότι η μείωση του ασφάλιστρου κινδύνου (risk premium) της Ελλάδας κατά 100 τιμές βάσεις είναι ικανή να αυξήσει το Ελληνικό ΑΕΠ κατά περίπου 1,5% εντός του ιδίου έτους. Η παραπάνω μείωση θα λειτουργήσει ως δείκτης αύξησης της εμπιστοσύνης στην Ελληνική οικονομία η οποία αφενός θα βοηθήσει τις Ελληνικές τράπεζες να δανειστούν με χαμηλότερους όρους, μετακυλίοντας επομένως το χαμηλότερο κόστος στα καταναλωτικά και επενδυτικά δάνεια και αυξάνοντας κατά συνέπεια την εγχώρια ρευστότητα, και αφετέρου θα βοηθήσει το Ελληνικό κράτος να κάνει ανανέωση λήγοντων δανείων με περισσότερο ευνοϊκούς όρους. Εκτιμούμε ότι τα δυσάρεστα οικονομικά μέτρα τα οποία προωθεί αυτές τις ημέρες η κυβέρνηση έχουν τη δυνατότητα να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τις διεθνείς αγορές οδηγώντας σε μεγάλη πτώση του κόστους δανεισμού και επιταχύνοντας την οικονομική ανάκαμψη.
*Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Keele και ο Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης Research Fellow στο Hellenic Observatory του London School of Economics