Ωραία τα λέει ο κ. Γιάννης Ραγκούσης. Δεν μπορεί ο πρωτοδιόριστος πτυχιούχος στο υπουργείο Αμυνας να παίρνει 1.260 ευρώ αλλά στο υπουργείο Οικονομικών να παίρνει 2.309. Τα υπουργεία θα αποκτήσουν ενιαίο μισθολόγιο. Από εδώ και κάτω ξινίζει ο σχεδιασμός. Κανονικά ο υπουργός Εσωτερικών θα έπρεπε να πει: «1.260 συν 2.309 μας κάνουν 3.569, άρα θα λάβει έκαστος 1.784,5». Τα λεφτά στη μέση και αποδίδεται δικαιοσύνη. Αμ δε. Ολοι θα πάνε στον μισθολογικό πάτο, θα πέσουν στα 1.000. Ο κ. Ραγκούσης καίγεται να βάλει μια τάξη στον δημόσιο τομέα και προχωρεί τις μεταρρυθμίσεις ταχύτατα. Περισσότερο όμως καίγεται η κυβέρνηση να υλοποιήσει το μνημόνιο. Από κουτσούρεμα σε κουτσούρεμα ευελπιστεί να πιάσει τον στόχο: να μειώσει τη μισθολογική δαπάνη του Δημοσίου κατά 3,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2013 σμικραίνοντας ακόμη περισσότερο τις αποδοχές των εργαζομένων, «παγώνοντας» ταυτόχρονα τις προσλήψεις.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε κάτι: η διασπαστική τακτική της κυβέρνησης λειτουργεί περίφημα μεταξύ των εργαζομένων. Κατ΄ αρχάς τέθηκαν οι δημόσιοι απέναντι από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους.

Μάθαμε λοιπόν πριν από κανένα δίμηνο ότι ο εργαζόμενος στο Δημόσιο έχει ετήσιες αποδοχές (κατά μέσον όρο) κάπου 26.000 ευρώ, ενώ στον ιδιωτικό τομέα με το ζόρι ξεπερνά τις 19.000. Μια πρώτης τάξεως αντιπαλότητα γεννιέται ανάμεσα σε χαμηλόμισθους που έχουν και τον φόβο της απόλυσης και σε εκείνους που σάλιωσαν βουλευτές, διορίστηκαν με δήλωση κομματικής υποτέλειας και δεν τους κουνάει κανείς από τη θέση τους. Είναι πραγματικά αντίπαλοι; Μάλλον όχι, καθώς οι μισθοί που παρουσιάζονται ως εξωφρενικοί έχουν αγοραστική δύναμη της πλάκας. Ωσπου να πληρωθούν οι λογαριασμοί, να γίνει το σουπερμάρκετ, να καλυφθούν κάτι έκτακτα σαν τα τέλη κυκλοφορίας, το ποσό εξαφανίστηκε. Οι μικρότεροι μισθοί θυμίζουν τσιγαρόχαρτα σε βρεγμένα χέρια: τα χαρτονομίσματα λιώνουν μόλις τα αγγίξεις.

Η προοπτική της μισθολογικής εξομοίωσης διευκολύνει τις μετατάξεις που έχει προγραμματίσει ο κ. Ραγκούσης. Η γενική ιδέα είναι ότι, όπου και να τοποθετηθεί κανείς, σε οποιαδήποτε υπηρεσία και να αποσπαστεί, θα λαμβάνει τις ίδιες λιλιπούτειες αποδοχές. Σε αυτό θα συμβάλει και η περικοπή των διαφόρων επιδομάτων που φουσκώνουν τη μισθολογική δαπάνη του κράτους κατά 40%. Και εδώ δίδεται έμφαση στα προνόμια που καθιερώθηκαν σε συγκεκριμένα υπουργεία, με πιο χαϊδεμένο το υπουργείο Οικονομικών. Γίνεται μάλιστα λόγος για υπάλληλο που έπαιρνε σε επιδόματα το 135% του μισθού του. Και σε αυτή την παράμετρο θα βρούμε τη δικαιοσύνη μικρής κλίμακας που θέλει να απονείμει η κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστική η κατάργηση του επιδόματος που επινόησε ο κ. Στέφανος Μάνος το 1992 για τους ελεγκτές εφοριακούς. Τους έδινε το 3% των εσόδων που υπερέβαιναν τους στόχους του προϋπολογισμού. Επειδή δεν υπερέβαιναν τον στόχο αποφασίστηκε να λαμβάνουν το επίδομα παρακρατώντας ένα ποσοστό από τον φόρο υπέρ τρίτων που καταβάλλεται στις ΔΟΥ (ονομάστηκε «Δικαίωμα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων»). Γιατί όμως να παίρνουν μόνο οι ελεγκτές το επίδομα; Σταδιακά άρχισαν να το εισπράττουν στο Λογιστήριο του Κράτους, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, στη Στατιστική Υπηρεσία.

Τα επιδόματα στο υπουργείο Οικονομικών μπορούν να αυξήσουν τον μισθό ως 1.200 ευρώ. Στα υπόλοιπα υπουργεία τα διάφορα μπόνους είναι πολύ χαμηλότερα. Στο υπουργείο Γεωργίας δεν ξεπερνούν τα 150 ευρώ, στο Εσωτερικών τα 400, στο Δικαιοσύνης τα 380, στο Πολιτισμού τα 230.

Προφανέστατα τα μηνιάτικα των υπαλλήλων στα υπουργεία δεν είναι ούτε προκλητικά ούτε φουσκωμένα. Δεν είναι μεγάλοι μισθοί αν υπολογίσουμε το κόστος ζωής. Πλην όμως η συνεχής υπενθύμιση ότι ο βασικός μισθός θα πατηθεί στα 650 ευρώ φτιάχνει ένα σύμπαν ψευδαισθήσεων στο οποίο οικειοθελώς εισέρχονται οι περισσότεροι μισθοσυντήρητοι.