Αν ο μουσαφίρης σας αισθανθεί καλοδεχούμενος, επιθυμητός, περιζήτητος, η γιορτή σας ξεκινά με κέφι. Εχετε δύο λεπτά για να το πετύχετε.

Την πάτησα χθες. Και μάλιστα στο θέμα της υποδοχής, που τόσο πάντα με απασχολεί. Περιμέναμε φίλους για το δείπνο. Ζαμάνια δεν είχαμε ανταμώσει. Ε! είπα κι εγώ να έρθουν νωρουλά. Στις 8.30. Στις 8.25 εκκρεμούσαν ακόμη κάτι ψιλά: Να ανοίξουμε τα κρασιά να αναπνεύσουν λίγο – κόκκινα γαρ –, να ανάψω τα κεριά, να γεμίσω ένα μπολ με φιστίκια, να φορέσω παπούτσια και άρωμα. Ο Θάνος άφαντος. Επαιζε χαρτιά με τους φίλους του, άλλο παρεάκι.

Η Νανού, η βοηθός μας και ιδιοφυΐα του timing, διάλεξε πάλι τη σωστή στιγμή για να πάει στην τουαλέτα ή να βάλει κραγιόν. Τρέχοντας, προλαβαίνω τα κρασιά, ξηρούς καρπούς και ντριιιν… Τι να πρωτοκάνω, να κρατήσω τον σκύλο τουλάχιστον, γιατί οι διαχύσεις του τρομάζουν, και ανοίγω ξυπόλητη. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν τα σκαλιά, θυμάμαι πως δεν φορώ άρωμα και τι είναι μια γυναίκα δίχως άρωμα; Ενα μηδενικό δεν έχει μέλλον, το ‘χε πει κάποιος, αλλά ποιος; Ο Οσκαρ Γουάιλντ; Πάντως gay, ε πώς αλλιώς, αλλά δεν θα ‘ρθει ο Θάνος; Θα του κάνω μούτρα! Τώρα το ζευγάρι στέκεται μπρος μου και του λόγου μου αλλού. «Καλώς τους!», αυτό θυμάμαι, το είπα και σώπασα.

«Συμβαίνει κάτι; Οκτώμισι δεν μας ήθελες ή κάναμε λάθος;». Πόσο, μα πόσο ντράπηκα. Πάει, κουρελιάστηκε το καλό μου όνομα ως οικοδέσποινας. Τους πετάω στον καναπέ και αφήνω τον Felix ελεύθερο, τους αγκαλιάζω, τους καλωσορίζω και προσπαθώ να μπαλώσω την αφηρημάδα μου. Φέρνω και το parfum de toilette και πσσστ, ψεκάζομαι μπροστά τους. Ηρέμησα, μα είχα λεκιάσει τη βραδιά μου μαζί με την καλούτσικη γνώμη για τον εαυτό μου.

Διότι, παιδιά, έχουμε 90’’-120’’, δηλαδή ένα δίλεπτο για να καλοδεχτούμε τους μουσαφιραίους στο κατώφλι μας. Σε εκείνα τα δευτερόλεπτα παίζεται η επιτυχία της γιορτής μας. Στην υποδοχή τα δίνουμε όλα. Ολο μας το μυαλό – όσο τέλος πάντων –, όλα μας τα καλά αισθήματα, όλα, και τα πιο ειλικρινή μας χαμόγελα. Δείχνουμε χαρά που οι καλεσμένοι μας μας τίμησαν, χαρά που τους ξαναβλέπουμε. Παίρνουμε τα πανωφόρια τους, ρωτάμε για την υγεία τους και τη φαμίλια τους. Οι περαιτέρω ερωτήσεις μπορούν να περιμένουν. Τους φιλοφρονούμε για την καλή τους όψη ή, αν δεν φαίνονται σε φόρμα, διακριτικά και απαλά τους τονώνουμε. Και εν συνεχεία τους παρουσιάζουμε στους άλλους. Η υποδοχή = το ήμισυ του παντός.

Θα έχετε άλλωστε προσέξει πως στα πάρτι των πρεσβειών ο πρέσβης και η συμβία του, όρθιοι στην πόρτα, υποδέχονται προσωπικώς τους προσκεκλημένους τους, ευχαριστώντας για την παρουσία τους. Κάτι που άλλοτε συνέβαινε σε όλα τα επίσημα δεξίματα. Ισως να το θυμάστε από ταινίες εποχής. Το πρωτόκολλο ερείδεται στην ψυχολογία και στην αρμονία των ανθρώπινων πραγμάτων. Δεν προέκυψε αυθαιρέτως. Ο καλεσμένος, ιερό πρόσωπο σε πολλές κουλτούρες όπως και στη δική μας αρχαιοελληνική, πρέπει να αισθανθεί ζεστασιά, ευμένεια, την ευαρέσκεια του καλούντος. Ετσι ώστε να εξατμισθεί η εύλογη, αρχική αμηχανία του. Ενίοτε, η οικοδέσποινα εμφανίζεται αργότερα. Για να πραγματοποιήσει θεαματική είσοδο. Πόζες. Αλλά ακόμη και έτσι, ο οικοδεσπότης, ομορφοντυμένος και τριζάτος, οφείλει να εκτελέσει την αποστολή της υποδοχής ενδελεχώς.

Και ω! Η σημασία της πόρτας. Που πρέπει να μοσχοβολάει, να αστράφτει από φως και πάστρα και από κάτι το ελκυστικό. Να μαγνητίζει και όχι να διώχνει τους ανθρώπους. Στο καλοριφέρ και στις λάμπες, δίπλα στην εξώθυρά μας, βάζω πήλινους κρίκους βρεγμένους με αρωματικά χώρων. Πάντα τα ίδια για να τα αναγνωρίζουν και να τα περιμένουν όσοι ξανάρχονται. Εχω ακόμη πάντα γλάστρες με πρασινάδες και τεράστια φυτά στην είσοδο. Τα Χριστούγεννα η πόρτα μας στολίζεται πρώτη με φρέσκο έλατο μυρωδάτο, με λαμπιόνια και το απαραίτητο κλαδί γκι. Για να φιλιόμαστε και να ευχόμαστε και να ελπίζουμε. Χαρούμενες γιορτές, αγαπημένοι μου αναγνώστες.

Δημοσιεύθηκε στο BHMΑDECO, τεύχος 39, σελ. 24, Δεκέμβριος 2010