Την ολική επαναφορά μιας άτοπης υποψηφιότητας επιχειρεί η εφημερίδα Financial Times, φιλοξενώντας μια μακροσκελέστατη συνέντευξη του επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι. Διότι ο Ντράγκι θεωρείτο μέχρι τον περασμένο χειμώνα ως υποψήφιος διάδοχος του προέδρου της Ευρωτράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Έως τον περασμένο χειμώνα που ανακοινώθηκε η διαδοχή του αντιπροέδρου Λουκά Παπαδήμου από τον πορτογάλο κεντρικού τραπεζίτη Βιτόρ Κονστάνσιο. Για λόγους ισορροπιών, ένας αντιπρόεδρος από τον ευρωπαϊκό Νότο θεωρείται εξαίρετος συνεργάτης ενός προέδρου από το Βορρά. Άρα οι πιθανότητες να αναλάβει ο Ντράγκι την προεδρία με αντιπρόεδρο τον Κονστάνσιο είναι μηδαμινές έως ανύπαρκτες.
Βεβαίως στην πολιτική – διότι ο διορισμός ευρωτραπεζίτη αποτελεί μια αμιγώς πολιτική απόφαση που αποτελεί μάλιστα το προϊόν μιας διελκυστίνδας αντιτιθέμενων συμφερόντων – ποτέ δεν μπορεί κανείς να πει ποτέ. Διότι εδώ και ένα τουλάχιστον ένα εξάμηνο άρχισε να κλονίζεται η θεωρούμενη ως βεβαία μεταπήδηση του προέδρου της Bundesbank Αξελ Βέμπερ στην προεδρία της Ευρωτράπεζας. Τουλάχιστον για τρεις λόγους ο «τραπεζίτης με το μεγάλο στόμα» έχει προκαλέσει αντιπάθειες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Για την κατηγορηματική αντίθεσή του στην αγορά από την ΕΚΤ κρατικών ομολόγων της Ελλάδας και άλλων υπερχρεωμένων κρατών, για την επιεικώς άκομψη προαναγγελία ότι η ΕΚΤ θα επεκτείνει και το 2011 τις δανειακές ευκολίες που παρέχει προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και για την καθυστερημένη αντίδραση στις ρατσιστικές θέσεις για τους εβραίους, τους μουσουλμάνους και τους μετανάστες που διατύπωσε στο βιβλίο του ο υφιστάμενός του στην Bundesbank Τίλο Ζαρατσίν.
Φαίνεται πως τα ατοπήματα του Βέμπερ είναι πιο σοβαρά από όσο αρχικώς είχε εκτιμηθεί. Μέχρι του σημείου να αναθερμαίνεται η υποψηφιότητα για την ΕΚΤ ενός τραπεζίτη του οποίου τα φτερά είχε βαλθεί επανειλημμένως να ψαλιδίσει ο ξένος τύπος. Οι αμερικανικοί New York Times, το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel και η γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Echos είχαν συνδέσει προ μηνών το όνομα του Μάριο Ντράγκι ακόμη και με τις «διευκολύνσεις» που είχε παράσχει η Goldman Sachs προς την Ελλάδα το 2001 (το γνωστό swap των 5 δισ. ευρώ) για να «διορθώσει» τη δημοσιονομική εικόνα της. Ο ιταλός τραπεζίτης ήταν τότε στέλεχος της αμερικανικής τράπεζας…
Υπέρμαχος του ευρώ
Εν πάση περιπτώσει, νεκραναστηθείς ο ιταλός τραπεζίτης εμφανίστηκε με τις δηλώσεις του ως η ιταλική ενσάρκωση του Βέμπερ. Ακόμη και οι ίδιοι οι Financial Times διακηρύσσουν ευθέως ότι πρόκειται για έναν τραπεζίτη που μοιάζει συντηρητικός συγκρινόμενος ακόμη και με τους συναδέλφους του της Bundesbank. Στην πρώτη κι όλας παράγραφο του δημοσιεύματος η εφημερίδα πιστώνει στον ιταλό τραπεζίτη την εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας που εφάρμοσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κυβέρνηση του Τζουλιάνο Αμάτο – ο Ντράγκι ήταν τότε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών της χώρας του. Οι FT προτάσσουν, βεβαίως, από όλη τη συνέντευξη του Ντράγκι τη δήλωσή του ότι «το ευρώ δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση», καθώς «αποτελεί μια από τις κολόνες της οικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης» και «όλες ανεξαιρέτως οι χώρες ανεξαιρέτως έχουν αντλήσει μεγάλα ωφέλη από αυτό».
Η βρετανική οικονομική εφημερίδα, η «ευρωπαϊκή» έκδοση της οποίας κυκλοφορεί στη Φρανκφούρτη, σημειώνει ότι τα σχόλια του Ντράγκι για το ευρώ «είναι σημαντικά όχι επειδή πρόκειται για ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ με επιρροή αλλά και επειδή ο ιταλός τραπεζίτης προεδρεύει του Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, ενός οργάνου με αρμοδιότητα τον επανασχεδιασμό των κανόνων του χρηματοοικονομικού συστήματος, και επίσης επειδή θεωρείται ως πιθανός διάδοχος του Ζαν-Κλοντ Τρισέ, η θητεία του οποίου εκπνέει τον προσεχή Οκτώβριο». Και για να μην αφήνει αμφιβολίες, η εφημερίδα συμπληρώνει ότι «σε ένα έτος ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να κατέχει ένα από τα ανώτατα αξιώματα για τη διαμόρφωση των οικονομικών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο»!
Δήλωση φρονημάτων
Στη συνέντευξή του ο ιταλός τραπεζίτης φροντίζει να μην εκθέσει τον προϊστάμενό του στην ΕΚΤ (Τρισέ), αλλά υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τις θέσεις της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ για το ευρωομόλογο. Ετσι, υποστηρίζει το επιχείρημα του Τρισέ ότι «ενώ εμείς μιλάμε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ξεχωριστά κάποιες χώρες-μέλη, η διεθνής κοινότητα έχει τη συνολική δημοσιονομική κατάσταση της ευρωζώνης, η οποία είναι ισχυρότερη συγκριτικά με άλλες περιοχές του πλανήτη». Στη συνέχεια, όμως, απορρίπτει κατηγορηματικά την κοινή πρόταση που διατύπωσαν στην αρχή της εβδομάδας ο συμπατριώτης υπουργός Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι και ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου (και πρόεδρος του Eurogroup) Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ για την έκδοση ευρωομολόγου.
«Εκτός του ότι η ιδέα αυτή προσκρούει σε νομικά προβλήματα, δεν προσφέρει λύση στις δομικές αιτίες της κρίσης»
, υποστηρίζει ο Ντράγκι. «Η προσωπική μου εμπειρία έδειξε ότι μια χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της την κρίση και να την ξεπεράσει», δηλώνει ο ιταλός τραπεζίτης διατυμπανίζοντας τη… «γερμανικότητά » του. Εξηγεί, άλλωστε, ο άτεγκτος Ντράγκι ότι «το 1990 αντιμετωπίζαμε πρόβλημα αναχρηματοδότησης των χρεών της που έφθαναν τα 60 δισ. δολάρια και δεν καταφύγαμε ούτε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ούτε σε κανέναν ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης»!
Ηταν λίγο επικίνδυνο που επανέφερε επανειλημμένως ο Μάριο Ντράγκι ως παράδειγμα τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και λιτότητας που έχει ιστορικά εφαρμόσει η Ιταλία, διότι είναι γνωστή η αλγεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ανέκαθεν τα δημόσια οικονομικά της χώρας του – το δημόσιο χρέος ξεπερνά συστηματικά το 100% του ΑΕΠ, το 2009 «έκλεισε» στο 115,2% του ΑΕΠ. Δεν αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες, διότι δεν ρωτήθηκε άλλωστε. Ετσι, δεν έχασε την ευκαιρία για να πλέξει το εγκώμιο σε ένα εμβληματικό γεράκι της δημοσιονομικής σταθερότητας, το γερμανό πρώην επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ Οτμαρ Ισινγκ, ο οποίος υποστήριξε ότι τα spread και εν γένει η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ομολόγων που εκδίδουν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης πρέπει να αποτυπώνουν τη διαφορά της δημοσιονομικής τους εικόνας! Και για όσους δεν κατάλαβαν, οι FT εξηγούν ότι «πριν από την κρίση οι επενδυτές ελάχιστα διέκριναν τις διαφορές μεταξύ των ομολόγων των κρατών της ευρωζώνης, διέκριναν δηλαδή ελάχιστη διαφορά μεταξύ των ομολόγων, φερ’ ειπείν, της Γερμανίας και της Ελλάδας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ