Είκοσι έξι δίσκοι, τρεις και πλέον δεκαετίες στον χώρο του ελληνικού – και όχι μόνο – πενταγράμμου, ένα πραγματικό brand του κόσμου της διασκέδασης. Η λαμπερή Αννα Βίσση σε μια εκ βαθέων συζήτηση, η οποία ανατρέπει, εκπλήσσει και τελικά επιβεβαιώνει γιατί αυτή η γυναίκα είναι κάτι τόσο ιδιαίτερο.

Πρέπει να πιστεύουμε πάνω από όλα ό,τι μας λέει το δικό μας αίσθημα, σε πείσμα όλων των αναλύσεων, των συζητήσεων και των εισαγωγών. Δεν έχω αγοράσει ποτέ δίσκο της ή CD και δεν έχω σταματήσει το ραδιόφωνο σε σταθμό που παίζει τραγούδι της. Πηγαίνοντας να συναντήσω την Αννα Βίσση, στο σπίτι της στα Βόρεια Προάστια, είχα αποφασίσει να το κάνω χωρίς καμία προκατάληψη. Μια μεγάλη «άσκηση» για εμένα, οφείλω να ομολογήσω. Oμως τελικά το αληθινό, το ολοκληρωμένο αίσθημα για έναν άνθρωπο το διαμορφώνεις μόνο αφού τον συναντήσεις.

Θα αρχίσω με μια εικόνα, αν δεν σας πειράζει: Σε όλους μας έχει τύχει να γυρίζουμε πολύ αργά το βράδυ σπίτι μας και στον καθρέφτη του ασανσέρ ή του σπιτιού να κοιταζόμαστε και να μονολογούμε μεγαλόφωνα μια αλήθεια για τον εαυτό μας, που δεν παραδεχόμαστε καθόλου εύκολα.
«Δεν ξέρω αν ποτέ κατάφερα να με κοιτάξω για πολλή ώρα μέσα στα μάτια σε έναν καθρέφτη. Δεν το έχω κάνει ίσως γιατί όταν το προσπάθησα, η πρώτη σκέψη που μου ερχόταν ήταν “ποια είμαι;”. Η πρώτη ερώτηση που κάνω μεγαλόφωνα πάντα είναι “ποια είμαι;”. Δεν ξέρω αν η ερώτηση γίνεται από χαρά, στενοχώρια ή ανησυχία. Δεν έχω καταφέρει ακόμη να το καταλάβω και μακάρι να μην το καταφέρω μέχρι να πεθάνω. Δεν θέλω να απαντήσω στην ερώτηση, άλλωστε νομίζω ότι αυτό το άγνωστο για μένα είναι που με κάνει και προχωρώ ακόμη χωρίς να έχω φόβο για τον θάνατο. Ούτε και αναρωτιέμαι υπερβολικά, μη νομίζετε. Αναρωτιέμαι τι κάνω σαν καλλιτέχνις και ψάχνομαι, αλλά στη ζωή μου τα πράγματα τα κάνω πολύ παρορμητικά. Οχι παρόρμηση με την έννοια της αφέλειας, αλλά με το “χρώμα” της παρόρμησης.

Για να σας πω και κάτι ακόμη, το σκέφτομαι πάρα πολλές φορές σαν καλλιτέχνις ύστερα από 40 χρόνια: Απευθύνομαι τελικά στη νεολαία; Οχι μόνο σε αυτή που έρχεται να με ακούσει, γιατί υπάρχουν πολλών ειδών νεολαίες, όπως, για παράδειγμα, άλλη πιο “σκεπτόμενη” και άλλη που δεν έχει ανακαλύψει ακόμη ούτε το σεξ. Σαν καλλιτέχνις, όταν βγαίνω στη σκηνή, ξέρω ότι κάπου εκεί στο κοινό υπάρχουν, προφανώς σε διαφορετικό ποσοστό, όλων των ειδών οι νεολαίες, και ψάχνω έναν τρόπο να απευθυνθώ σε όλους. Δεν ξέρω αν το καταφέρνω μέσα από το ρεπερτόριο των τραγουδιών μου αλλά νομίζω ότι μπορεί να το καταφέρνω μέσα από τη γενικότερη στάση μου. Αν ρωτήσεις ένα νέο αγόρι ή ένα κορίτσι, ανεξάρτητα από το πόσο του αρέσει ή όχι αυτό που κάνω στη σκηνή, αυτό που θα σου πουν όλοι είναι “αυτή είναι άνετη”. Οταν ένα νέο παιδί 16-18 ετών εισπράττει από μια γυναικά 50 ετών και βάλε ένα συναίσθημα άνεσης και ότι είμαι προσγειωμένη, είναι κάτι και αυτό, δεν είναι; Χωρίς να το θεωρώ κάτι τρομερό, νομίζω ότι, έστω κάτι μικρό, το έχω καταφέρει
».

Ποια είναι η μεγαλύτερη πλάνη που έχουν οι θαυμαστές σας για εσάς;
«Οτι με έχουν στο μυαλό τους να ζω και να υπάρχω με έναν τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητά μου».

Οι πιο «άδειες» και «αδιάφορες» ώρες της ημέρας μας, δείχνουν αυτό που πραγματικά είμαστε. Περιγράψτε μου μια δική σας άδεια και αδιάφορη ώρα.
«Θα ήθελα να διαβάζω συνεχώς βιβλία που θα φανούν σημαντικά για τον εαυτό μου και συνήθως αυτό κάνω. Ομως οφείλω να ομολογήσω, και ντρέπομαι κάπως για αυτό, ότι εδώ και λίγο καιρό έχω κολλήσει με ένα παιχνίδι που λέγεται Zuma. Είναι φοβερό κόλλημα, κρύβομαι για να παίξω χωρίς να με βλέπουν. Φοβερό κόλλημα αλλά θα το ξεπεράσω».

Θέλω να σκεφτείτε το εξής: Οτι σταματάτε για λίγο σε μια δεκαεξάχρονη που χοροπηδάει μπροστά σας στην πίστα και σας θαυμάζει και μέσα στη φασαρία να την πιάσετε με τα δυο σας χέρια από τα μάγουλά για να της πείτε κάτι που μπορεί να τη βοηθήσει στη ζωή της. Μπορείτε να αναλάβετε αυτήν την ευθύνη;
«Νομίζω ναι. Μιλάτε για ένα κορίτσι που σίγουρα έχει πολλές ανασφάλειες, έτσι δεν είναι;Παίζει ρόλο αυτό, γιατί εμένα με βλέπει να είμαι μέσα σε μια λάμψη και σε μια ασφάλεια. Θα της έλεγα λοιπόν: “Να σέβεσαι τους γονείς σου, να τους φέρεσαι με ευγένεια αλλά όταν θα έρθει η στιγμή να πάρεις μια κρίσιμη απόφαση για τη ζωή σου, μην τους ακούσεις απαραίτητα”».

Και σε ένα αγόρι το ίδιο θα λέγατε;
«Οχι. Στο αγόρι παίζει κάτι άλλο. Για τα αγόρια παίζει στο μυαλό μου το πώς πρέπει να φέρεται ένας άνδρας σε μια γυναίκα, ενώ στα κορίτσια το πιο βασικό είναι ότι συνήθως συναντούν πολύ μεγαλύτερη καταπίεση σε αυτό που θέλουν να κάνουν από το σπίτι τους. Ενα κορίτσι είναι συνήθως πιο βασανισμένο από το σπίτι του, ενώ το αγόρι ό,τι και να κουβαλάει από την οικογένειά του τελικά θα το πληρώσει το κορίτσι. Στο αγόρι, λοιπόν, θα έλεγα “μη φερθείς στο κορίτσι σου όπως ίσως θα ήθελες να έχεις εκδικηθεί τους γονείς σου”».

Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φανερώνεται σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι, σε ένα σοβαρό δίλημμα. Ποιο ήταν αυτό το σταυροδρόμι που έδειξε τον δικό σας χαρακτήρα;
«Είναι κάτι που έχει να κάνει με την κόρη μου. Θα σας απαντήσω χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες. Ηταν κάποια στιγμή που με είχε ανάγκη σαν μαμά και όχι σαν φίλη. Αφότου έγινα μητέρα προσπαθούσα να μην είμαι μαμά αλλά φίλη με την κόρη μου, όμως κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι περνούσε ένα σοβαρό πρόβλημα που εγώ δεν ήθελα να το παραδεχτώ. “Το δικό μου παιδί έχει πρόβλημα; Αποκλείεται! ” έλεγα. Επρεπε, όμως, τελικά να το δω και να το παραδεχτώ και να γίνω δέκα φορές μαμά και όχι μία, και το έκανα. Αυτό το τόσο απλό για εσάς ήταν το κομβικό σημείο που μου φανέρωσε ένα άγνωστο κομμάτι του χαρακτήρα μου. Την “επόμενη μέρα” με βοήθησε εκείνη να δώσω λύση σε ένα δικό μου πρόβλημα που δεν αποφάσιζα να το λύσω. Ηταν μαγικό αυτό που συνέβη μεταξύ μας τότε».

Δεν είναι παράξενο ότι αν και οι άνδρες είμαστε πιο παιδιά σε σχέση με τις γυναίκες, καταλαβαίνουμε τα παιδιά λιγότερο, ενώ οι γυναίκες έχουν περισσότερη επαφή μαζί τους;
«Οταν έρχεται το θέμα άνδρας- γυναίκα είμαι πολύ προσεκτική γιατί υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις σε αυτό. Υπάρχουν τόσο πολλοί άνδρες που έχουν “θηλυκή” ματιά στα πράγματα, αλλά και γυναίκες που έχουν “ανδρική” ματιά. Και αυτό μου αρέσει πολύ. Ετσι είμαι κι εγώ, μια ανδρικού τύπου γυναίκα. Οχι τόσο στο πώς σκέπτομαι αλλά στο πώς φέρομαι στη ζωή μου. Αυτό έχει να κάνει με αυτό που μου είπατε, ότι βγαίνω στη σκηνή με έναν φαλλικό τρόπο και συναντώ αργότερα τη γυναικεία μου φύση. Βγαίνω στη σκηνή και ίσως θέλω να προστατευτώ από το αρχικό σοκ που υπάρχει πάντα, το σοκ τού “βγήκα στη σκηνή”, και λέω “ωραία, ας δω πως είναι το κοινό σήμερα”. Δεν το κρίνω στο χειροκρότημα αλλά στη στάση που έχουν απέναντί μου. Στο πώς με κοιτάνε – γιατί τους κοιτάζω και ας μην το καταλαβαίνουν – στο αν τα κεφάλια τους έχουν σταματήσει να κινούνται και αν με “ρουφάνε” από την αρχή, αλλιώς πρέπει να τους κάνω να με “ρουφήξουν”. Είναι ένα στοίχημα και αυτό».

Πρέπει να στεκόμαστε πάντα στο ύψος του «τυχαίου» για να μπορούμε να είμαστε επαρκείς απέναντι στη ζωή. Νομίζετε ότι σοφία και εν τέλει μαγκιά είναι να στέκεσαι στο ύψος κάθε ξεχωριστής «τυχαίας» κατάστασης;
«Ναι, συμφωνώ απόλυτα. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Μου αρέσει πολύ αυτό. Νομίζετε ότι το κάνω πάνω στη σκηνή;».

Δεν έχει καμία σημασία τι λέω εγώ. Οταν το κάνεις, το νιώθεις πέρα από κάθε αμφιβολία. Εχετε στον νου σας να κάνετε κάτι άλλο στη δουλειά σας, πέρα από αυτό που κάνετε;
«Ναι, βέβαια. Και δεν το λέω διπλωματικά. Είναι απλό, δεν μπορώ άλλο αυτό που κάνω, έχω φτάσει σε έναν κορεσμό μέσα μου και νομίζω και έξω μου. Κατ’ αρχάς θέλω να αρχίσω να δουλεύω σε χώρους με πιο ανθρώπινο ωράριο και με ένα εντελώς διαφορετικό ρεπερτόριο. Αυτό σημαίνει περισσότερο “θέατρο” και άλλος τρόπος προσέλευσης του κοινού».

Ολη η ανάγκη σας είναι θέμα ωραρίου;
«Οχι, απλώς έτυχε να σας το πω πρώτο. Απλώς θέλω πλέον να κάνω άλλα πράγματα».

Είστε όμως έτοιμη για το κόστος μιας αλλαγής; Είστε διατεθειμένη να αφήσετε τη σίγουρη επιτυχία το βράδυ και τα χρήματα και να πορευτείτε στον δρόμο της «μη σιγουριάς»;
«Δεν φοβάμαι να πάω κόντρα στην εικόνα μου. Παρ’ ότι φαίνεται ότι στρατηγικά είμαι πολύ οργανωμένη σε ό,τι κάνω, αυτό δεν ισχύει. Οχι μόνο δεν φοβάμαι, αλλά με ερεθίζει τρομερά η ιδέα να τα αφήσω όλα αυτά που έχω κάνει για κάτι καινούργιο. Είμαι λίγο σαν την Εμα Τόμσον στα “Απομεινάρια μια μέρας”. Σαν άνθρωπος πιστεύω στο “σου δίνω εγώ πρώτη και δείξε μου και εσύ τι θέλεις”. Αυτό κάνω και στη ζωή και στη δουλειά μου».

Ο καλλιτέχνης πρέπει να ζει τη ζωή στα όριά της, αλλά αυτό που ζει, αν είναι πραγματικός καλλιτέχνης, δεν έχει δικαίωμα να το δημοσιοποιεί προτού το βάλει μέσα στην τέχνη του. Εκείνη είναι η πρώτη στιγμή που οφείλει να δημοσιοποιεί τα βιώματά του.
«Φυσικά, και για να το κάνει αυτό ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει μέσα του μια ιδιαίτερη γενναιότητα».

Καλλιτεχνικά, νομίζετε ότι πρέπει να ψάχνει κανείς πάντα τον «τέλειο αντίθετο» εαυτό του;
«Επειδή κάθε στιγμή μας είναι φυσική εξέλιξη της προηγούμενης δεν με φοβίζει να κάνω οτιδήποτε μοιάζει να ακυρώνει αυτό που έχει προηγηθεί».

Για να φτάσετε όμως στο «τέλειο αντίθετό» σας χρειάζεται μια δύσκολη διαδρομή. Ενόσω εσείς το ψάχνετε, στα μάτια του κοινού θα μοιάζετε απλώς αντιφατική.
«Προτιμώ να φαίνομαι αντιφατική παρά να σκέφτομαι τη λέξη “γερνάω”. Οταν ακούω τη λέξη αυτή παθαίνω αλλεργία, γιατί βγαίνει μέσα από μια διάθεση θλίψης και μελαγχολίας και εγώ δεν έχω τέτοιες τάσεις».

Ο καλλιτέχνης ό,τι κάνει το κάνει για να έρθει μέσα του σε μια «συνεννόηση» με τα πράγματα. Νιώθετε ότι έχετε κάτι μέσα σας με το οποίο πρέπει να «συνεννοηθείτε»;
«Φυσικά και έχω! Διαφορετικά, πώς θα ανήκα σε αυτόν τον κόσμο και θα ήμουν καλά; Αυτή η συνεννόηση που λέτε, είναι σαν τη φωτιά που ανάβει ένα κερί το οποίο επιπλέει μέσα στο νερό. Το κερί αυτό αποκτά νόημα αφού το ανάψεις. Αποκτά νόημα και ομορφιά και μια αίσθηση κινδύνου, επιβίωσης και ισορροπίας».

Με ποια τέχνη θα ανταλλάσσατε το τραγούδι;
«Με τη ζωγραφική».

Θα μπορούσατε να κάνετε τη στερημένη ζωή που κάνει ένας ζωγράφος ή σκέφτεστε τον εαυτό σας κατευθείαν σαν Πικάσο;
«Mα… κυρίως στερημένη ζωή έχω ζήσει! Εχω περάσει φάσεις που ήμουν πάρα πολύ πλούσια και φάσεις που ήμουν πάρα πολύ φτωχή. Τώρα είμαι σε μια κατάσταση όπου αυτό που έρχεται στη δουλειά μου είναι άγνωστο αλλά βρίσκομαι σε μια ισορροπία ξανά, αφού έχω πληρώσει όλα τα λάθη των τελευταίων χρόνων».

Ομως οι δυσκολίες είναι αυτές που φτιάχνουν το πιο ωραίο «φόντο» για να νιώσει κανείς τη μεγάλη χαρά, την απόλυτη ευτυχία και την επιτυχία.
«Ευτυχώς που μου έτυχαν όλες αυτές οι δυσκολίες των τελευταίων χρόνων. Ευτυχώς. Πριν από αυτό είχα μάθει να ζω μέσα σε μια ανούσια χαρά: Ο,τι έκανα στη δουλειά μου πετύχαινε και στη ζωή μου ήταν όλα πολύ εύκολα. Δεν πλήρωνα καν διόδια γιατί με αναγνώριζαν και μου έλεγαν “πέρνα”. Και ξαφνικά βρέθηκα να μου παίρνουν από το σπίτι τα ρούχα μου με μια νταλίκα. Εβλεπα να πετάνε τους σάκους με τα ρούχα μου μέσα σε ένα φορτηγό και έλεγα στον εαυτό μου: “Τώρα μάθε από αυτό. Ολα αυτά τα χρόνια, όλα τα έκανες για αυτούς τους μπόγους με τα ρούχα;”. Ηταν άσκηση αυτό για μένα».

Υπήρξε κάποια στιγμή που η ψυχή σας αναίρεσε κάτι που το μυαλό σας πίστευε βαθιά;
«Πολύ σπάνια. Πιστεύω ότι πέτυχα τελικά αυτό που ήθελα, παρ’ όλο που έχω κάνει λάθη. Αλλά δεν παίρνω πολύ σοβαρά τα πράγματα. Βλέπω ανθρώπους να παθαίνουν κατάθλιψη ή να αυτοκτονούν και αναρωτιέμαι “γιατί, ρε φίλε, τα πήρες τόσο σοβαρά τα πράγματα;”».

Δεν υπάρχει κάτι που να παίρνετε σοβαρά στη ζωή σας;
«Εμένα, ολόκληρη. Εμένα με παίρνω σοβαρά και το καθετί μου».

Η τέχνη πρέπει να είναι το αίσθημα του ανικανοποίητου που νιώθει ο καλλιτέχνης ώστε να δημιουργεί συνεχώς, χωρίς ποτέ να φτάνει στην «εβδόμη μέρα»;
«Η χειρότερη στιγμή μου είναι όταν κάνω διακοπές, ενώ όταν δουλεύω λέω ότι θέλω να σταματήσω για λίγο. Οταν σταματάω να δουλεύω έχω μια ανησυχία. Δεν έχω καταλάβει αν αυτό έχει να κάνει με το ότι μου αρέσει η δουλειά ή επειδή ανησυχώ πως όταν σταματώ έστω και για λίγο να δουλεύω μπορεί να “τελείωσα”».

Πώς φαντάζεστε το τέλος σας σε σχέση με τη δουλειά;
«Θα έχω πεθάνει! Πέντε λεπτά προτού σταματήσω να δουλεύω θα έχω πεθάνει. Πιστέψτε με, δεν το λέω για εντυπωσιασμό, θα έχω πεθάνει γιατί δεν θέλω να πάψω ποτέ να κάνω πράγματα. Οταν δεν κάνω πράγματα δεν είμαι καλά, δεν είμαι χαρούμενη, νιώθω γριά. Η δουλειά με ενεργοποιεί με έναν τρόπο που είναι ο οργασμός μου».

Για την αλλαγή που θέλει να κάνει κάποιος μέσα του, πρέπει αληθινά να «καίγεται» να του συμβεί. Πρέπει να την κάνει σαν να είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που του συμβαίνει. Δεν πρέπει να αντιγράφει κανέναν. Το πιστεύετε αυτό και για εσάς;
«Ναι, το ξέρω. Μπορεί, βέβαια, να έχω κάποια “πρότυπα”, αλλά πρέπει να ακολουθήσω τον δικό μου μοναχικό δρόμο. Στην Ελλάδα, βέβαια, είναι δύσκολο αυτό. Αυτή η χώρα δεν σε βοηθά να είσαι γενναίος, να τολμάς και να ρισκάρεις. Το διαφορετικό δεν γίνεται εύκολα αποδεκτό από την αρχή. Θα ήθελα η Ελλάδα να είναι πιο ανοιχτή σε νέα πράγματα».

Από αυτά που «έρχονται», ποιο είναι αυτό που σας προκαλεί τη μεγαλύτερη αμφιβολία, τη μεγαλύτερη ανασφάλεια;
«Τις περισσότερες στιγμές λέω ότι χαίρομαι που ήρθα σε αυτήν τη ζωή και έζησα τη ζωή που διάλεξα εγώ και όχι κάποιος άλλος για εμένα. Ομως υπάρχουν και στιγμές που αμφιβάλλω. Σκέπτομαι ότι το να ζει κάποιος στη πόλη, κάτω από μια κυβέρνηση, κάτω από μια θρησκεία, με τόσες επιρροές και με όσα κόμπλεξ μπορεί να κουβαλάει, τελικά ζει τη ζωή που ήθελε ή το συνονθύλευμα όλων αυτών των πραγμάτων; Η ανησυχία μου, λοιπόν, είναι αν θα κατορθώσω από εδώ και πέρα να είμαι ευτυχισμένη και να ζω την κάθε μέρα μου χαρούμενα και με αξιοπρέπεια».

Η «εξωτερική» με την «εσωτερική» σας ζωή ξεμακραίνουν ή έρχονται πιο κοντά όσο περνούν τα χρόνια;
«Ερχονται πιο κοντά. Σίγουρα. Η ζωή μου, σε σχέση με αυτό που συμβαίνει μέσα μου αρχίζουν να συναντιούνται. Πάω πιο πολύ προς το μέσα μου. Ετσι νιώθω».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 528, σελ. 32-38, 5/12/2010.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ