Ο συγγραφέας ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ στο τελευταίο μυθιστόρημά του γράφει για την ιστορία του «δράκου» του Σέιχ-Σου και μιλάει για τις παράξενες ατραπούς της έμπνευσης.
Ακουσα πρώτη φορά για τα εγκλήματα του δράκου της Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1963, όταν συνέλαβαν τον Αριστείδη Παγκρατίδη ως ύποπτο και πιθανότερο ένοχο. Ημουν μαθητής του δημοτικού και είχα συγκλονιστεί από την εικόνα αυτού του ανυπεράσπιστου αγριμιού που φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και από την αντίδραση του κόσμου στις γειτονιές και στα καφενεία που πίστευε στην αθωότητά του ή είχε σοβαρές αμφιβολίες, κάτι που ισχύει και σήμερα, 42 χρόνια μετά την εκτέλεσή του, το 1968. Ενας καραβοτσακισμένος αλητάκος, θύμα πολλαπλών βιασμών από παιδεραστές της εποχής, θύμα εκβιασμού από διάφορους συμπολίτες του, ορφανός από βρέφος, πολυτεχνίτης, εθισμένος στο χασίς και στις μικροκλοπές, βουτηγμένος στον πληρωμένο έρωτα με γυναίκες και με άντρες, ένας νεαρός περιθωριακός απόλυτα ευάλωτος, με τον περιπετειώδη και δραματικό βίο του να χρωματίζεται με τα κοινωνικά στίγματα μιας ολόκληρης εποχής, έγινε κεντρικός στόχος της Ασφάλειας, οι μηχανισμοί της οποίας σκηνοθέτησαν, μαζί με άλλους καθεστωτικούς παράγοντες, μια παρωδία δίκης για να τον οδηγήσει στο απόσπασμα ξεμπερδεύοντας μια για πάντα με την υπόθεση του «δράκου του Σέιχ-Σου», κουκουλώνοντας συνάμα και την ταραχή που θα προκαλούσε η δίκη των παρακρατικών συνωμοτών που δολοφόνησαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ο Αριστείδης όλα αυτά τα χρόνια με ακολουθούσε και έτρεφα έναν βαθύ καημό – σαν να το χρωστούσα στην ψυχή του – να γράψω για την ιστορία της ζωής του. Οχι τόσο για τα σχετικά με τα εγκλήματα αλλά για όλα όσα προηγήθηκαν μέσα στο βαρύ μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό κλίμα της κοινωνικής αδικίας και των πολιτικών διώξεων, καθώς και για την αδυσώπητη μοίρα που τον καταδίωκε από παιδί ως τη στερνή του ανάσα, κυνηγώντας τον όπως η μοτοσικλέτα που κάνει τον γύρο του θανάτου στο γνωστό επικίνδυνο θέαμα των πανηγυριών.
Ασχολήθηκα δύο χρόνια με τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Στο πεδίο της μυθοπλασίας ανήκουν τα εννέα πρόσωπα που έχω επινοήσει και μιλούν για τα δικά τους πάθη αλλά και για τον ίδιο: ένας παιδικός φίλος του, μια φιλενάδα της παραδουλεύτρας μάνας του, ένας επαγγελματίας που παρακολουθεί τις εφηβικές του ασέλγειες στο λιμάνι, ένας δημοκρατικός χωροφύλακας που μιλάει για τους βασανισμούς του στην Ασφάλεια, ένας περιπτεράς, ρουφιάνος της Αστυνομίας, που τον καταδιώκει, ένας αστός της παραλίας που τον καταδίδει, το αφεντικό του στον «γύρο του θανάτου», μια τραβεστί και μια λαϊκή τραγουδίστρια με τις οποίες έχει ερωτική σχέση. Τα πρόσωπα που εξομολογούνται τη ζωή τους θα μπορούσαν να είναι αληθινά, ενώ η ζωή τους διαπλέκεται με διάφορες πτυχές της ιστορίας του Παγκρατίδη.
Η ιστορία του απώτερου παρελθόντος δεν με απασχολεί ως στόχος ή ανάγκη, αν εξαιρέσω τις περιπτώσεις που με υποχρέωσαν να τη μελετήσω για να στηρίξω την έρευνά μου πάνω στα δύο θέματα εθνογραφικού χαρακτήρα. Αντίθετα, είμαι παθιασμένος με την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας καθώς και με τη ζώσα ιστορία. Δεν με ενδιαφέρει να αφηγηθώ μια πραγματική ή επινοημένη ιστορία για να σκανδαλίσω ή να πουλήσω. Αν κάποιος που δεν έχει διαβάσει τίποτε δικό μου με ρωτούσε για το ύφος των βιβλίων μου, θα του έλεγα να τα προτιμήσει αν του κεντρίζουν το ενδιαφέρον πρόσωπα που δεν πρωταγωνιστούν στην επίσημη σκηνή, αλλά πίσω από το παραβάν, που όμως χωρίς εκείνα η καταγραφή της αληθινής ζωής είναι κολοβή. Ολα τα θέματα με τα οποία καταγίνομαι μου έχουν γεννήσει ένα εκστατικό αίσθημα που προκύπτει από μια βαθύτερη σχέση.
Τη στιγμή που παραδίδω κάποιο βιβλίο, νιώθω ότι έχω ξεμπερδέψει με κάτι που με παίδευε κατά τρόπο βασανιστικό αλλά και γόνιμο, και αυτομάτως με κυριεύει η αγωνία να αφοσιωθώ σε ένα νέο θέμα, μέχρι να μου πει η ίδια δουλειά μου «έχουμε τελειώσει, φίλε μου». «Αφότου εγεννήθηκα, φωτιά με τριγυρίζει» λέει ο Βαμβακάρης.
Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 57, σελ. 42, Δεκέμβριος 2010.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ