Ενας τεράστιος σάλος έχει προκληθεί από τον χείμαρρο των αποκαλύψεων από το περιώνυμο WikiLeaks. Οχι τόσο για αυτά τα οποία αποκαλύπτονται (τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αφορούν ευαίσθητα θέματα στρατηγικής και πολιτικής αλλά μια μορφή πικάντικου κουτσομπολιού) όσο για τον ρόλο των συντακτών των επίμαχων σημειωμάτων. Ετσι μετά τις αποκαλύψεις αυτές τίθεται πλέον το ερώτημα για τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν οι διπλωμάτες και γενικότερα για τη λειτουργία της διπλωματίας στη σημερινή εποχή. Μια εποχή όπου η έκρηξη της πληροφόρησης και των διαρροών- ηθελημένων ή όχι- μέσω του Ιnternet εκ των πραγμάτων καθιστά αδύνατη τη διατήρηση απόρρητων πληροφοριών, στο μέτρο τουλάχιστον που αυτό ίσχυε στο παρελθόν. Με άλλα λόγια, αν οι πέντε σοβαρές εφημερίδες δεν δημοσίευαν με τρόπο δημοσιογραφικά υπεύθυνο τις πληροφορίες που τους περιήλθαν (έχοντας μάλιστα διαβουλευθεί προηγουμένως με τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές για να απαλειφθούν ορισμένα κρίσιμα σημεία), σίγουρα κάπου αλλού θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, χωρίς όμως να διασφαλίζεται ότι δεν θα προκαλούνταν ζημιά σε θέματα εθνικής ασφάλειας.
Ποια περιθώρια έχουν λοιπόν οι διπλωμάτες, με τα σημερινά δεδομένα, να συνεχίσουν να δρουν όπως δρούσαν στο παρελθόν; Διότι αναμφισβήτητα ο κύριος ρόλος τους ήταν και είναι η συλλογή πληροφοριών, η εκτίμηση και ο σχολιασμός τους και η μετάδοσή τους στην κεντρική υπηρεσία για την κατάλληλη αξιοποίηση και την τελική διαμόρφωση της πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί. Χιλιάδες τηλεγραφήματα κατακλύζουν καθημερινά τις κεντρικές υπηρεσίες των υπουργείων Εξωτερικών όλου του κόσμου και δεν είναι περίεργο το περιεχόμενό τους να χαρακτηρίζεται συχνά από κυνισμό και ωμή παρουσίαση των γεγονότων σύμφωνα με την αντίληψη των συντακτών των τηλεγραφημάτων, εφόσον υποτίθεται ότι τηρείται το απόρρητο της διαδικασίας. Δεν υπάρχει δηλαδή η διπλωματικότητα των εκφράσεων που συνήθως χρησιμοποιείται στις δημόσιες και επίσημες επαφές. Οι εκτιμήσεις που μεταδίδονται δεν σημαίνει ότι γίνονται πάντοτε αποδεκτές από την πολιτική ηγεσία, βοηθούν όμως (μαζί με πληροφορίες από άλλες πηγές) στη γενικότερη κατανόηση των τεκταινομένων σε κάθε χώρα και τελικά στην εκπόνηση της αρμόζουσας πολιτικής. Οι διπλωμάτες όμως δεν είναι κατάσκοποι, ή δεν πρέπει να είναι κατάσκοποι, ούτε να τους ζητείται κάτι τέτοιο, όπως φάνηκε τουλάχιστον από ορισμένα τηλεγραφήματα που δημοσιεύθηκαν. Υπάρχουν άλλες πολύ γνωστές υπηρεσίες για τη δουλειά αυτή και ασφαλώς θα πρέπει να τηρούνται τα απαραίτητα διακριτά όρια. Οπως και δεν πρέπει να προβαίνουν σε διαρροές για ίδιον όφελος ή για να εξυπηρετήσουν πολιτικά παιχνίδια, όπως συχνά έχει συμβεί στο παρελθόν.
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι, ανεξάρτητα από τις τελευταίες αποκαλύψεις του WikiLeaks, το όλο οικοδόμημα της συλλογής διπλωματικών πληροφοριών πάσχει. Σε τι, αλήθεια, χρησιμεύει όλη αυτή η ακατάσχετη ροή πληροφοριών, όταν στη σημερινή εποχή οι ηγέτες έχουν τη δυνατότητα να συναντώνται πολύ συχνά και να ανταλλάσσουν απευθείας τις ιδέες και τις εκτιμήσεις τους; Στο παρελθόν, όταν οι μετακινήσεις ήταν πολύ δυσκολότερες, τα τηλεγραφήματα είχαν ασφαλώς μεγαλύτερη αξία απ΄ ό,τι σήμερα, καθώς μάλιστα ελλοχεύει ολοένα αυξανόμενος ο κίνδυνος των διαρροών- ηθελημένων ή μη. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότερες χώρες έχουν καθιερώσει μια περίοδο τριάντα ετών και άνω για το άνοιγμα των διπλωματικών αρχείων τους, ακριβώς για να προλάβουν αντιδράσεις όπως αυτές που ακολούθησαν τις αποκαλύψεις του WikiLeaks. Σήμερα όμως είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή καταργείται στην πράξη. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν οι διπλωμάτες (και όχι μόνον οι Αμερικανοί) θα πάψουν να εκθέτουν τις πληροφορίες και τις απόψεις που έχουν διαμορφώσει με τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν ως τώρα. Και αν τελικά συμβεί αυτό, ποιος θα είναι στο μέλλον ο ρόλος τους.