Αν οJohn Locke (1632-1704) με τις γνωσιολογικές και ψυχολογικές απόψεις του έδωσε καινούργια τροπή στην κριτική της ανθρώπινης γνώσης, η Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως (1690) αποκρυσταλλώνει τον πολιτικό του στοχασμό και συνάμαθεμελιώνει τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλελεύθερη παράδοση. Το έργο αυτό διαμόρφωσε τις δυτικές κοινωνίες ανοίγοντας τους δρόμους απ΄ όπου επρόκειτο να διαβούν η σκέψη του Διαφωτισμού και ο πολιτικός φιλελευθερισμός στην ηπειρωτική Ευρώπη και στην Αμερική. Το κορυφαίο αυτό σύγγραμμα συνεπώς συγκαταλέγεται στα κλασικά κείμενα της πολιτικής σκέψης, πλάι στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, τον Μachiavelli και τον Ηobbes, και καθιστά τον Locke πνευματικό πρόδρομο των Μontesquieu, Rousseau, John Stuart Μill και John Rawls.
Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγική μελέτη του καθηγητή της πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη με τον τίτλο «Η πολιτική σκέψη του John Locke ως ερμηνευτικό πρόβλημα» εξετάζονται με τρόπο εμπεριστατωμένο το ιστορικό της συγγραφής του έργου, η υποδοχή του και οι αντιφατικές ερμηνείες που προκάλεσε το πολιτικό πρόσωπο του άγγλου φιλοσόφου. Ο Π. Κιτρομηλίδης προεκτείνει τις προσεγγίσεις της σύγχρονης έρευνας γύρω από τον Locke, ιδίως των ιστορικών της σχολής του Κέιμπριτζ Ρeter Laslett και John Dunn με τη θεωρία τους του ιστορικού πλαισίου. Τη μέθοδο αυτή άλλωστε ενστερνίζεται ο ίδιος ο Π. Κιτρομηλίδης· διαπιστώνει ότι οι λοκιανές ιδέες κάτω από κοινωνικές και πολιτικές διαπλοκές υπέστησαν μεταμορφώσεις που μπορούν να ανιχνευθούν σε θυλάκους ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης και πράξης: επισημαίνονται κατά τον 18ο αιώνα σε αντιμοναρχικά αγγλικά φυλλάδια αλλά και σε γαλλικά κείμενα τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης.
Αυστηρό πρότυπο
Εχοντας βιώσει τον εμφύλιο θρησκευτικό σπαραγμό της χώρας του, ο Locke αναγνωρίζει το 1667, με το Δοκίμιο περί ανοχής, ότι η ανοχή των θρησκευτικών διαφορών είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και αναθέτει στον ηγεμόνα τη ρύθμιση της θρησκευτικής πολιτικής. Θέλοντας να ανασκευάσει τις θέσεις υπέρ της ελεώ Θεού μοναρχίας τις οποίες υποστηρίζει το 1680 σε φιλομοναρχικά φυλλάδια ο αυλικός Sir Robert Filmer, ο άγγλος φιλόσοφος αρχίζει το 1681 την επεξεργασία της Πρώτης Πραγματείας, ένα μέρος της οποίας αργότερα θα απολεσθεί. Χωρίς να αναπληρώσει το χαμένο αυτό τμήμα του έργου, ο Locke θα συνεχίσει τη συγγραφή του με τη Δεύτερη Πραγματεία, η οποία μαζί με την πρώτη θα συναποτελέσει ένα ενιαίο ανατρεπτικό σύγγραμμα με τον τίτλο Δύο Πραγματείες περί Κυβερνήσεως που εκδόθηκε ανώνυμα το 1690· άλλες δύο εκδόσεις θα ακολουθήσουν το 1694 και το 1698, πάντοτε ανώνυμες· την πατρότητα του έργου τελικά θα αναγνωρίσει ο Locke στη διαθήκη του και το 1714 θα συμπεριληφθεί στην έκδοση των Απάντων του. Το 1764 έχουμε από τον Τhomas Ηollis (1720-1774) καινούργια έκδοση της Δεύτερης Πραγματείας με βάση ένα διορθωμένο αντίτυπο του συγγράμματος από τον ίδιο τον Locke· πάνω σε αυτό επίσης στηρίχθηκε το 1960 η κριτική έκδοση του Ρeter Laslett και εν συνεχεία η πρώτη ελληνική της μετάφραση από τον Π. Μ. Κιτρομηλίδη, που κυκλοφόρησε αρχικά το 1990 από τον εκδοτικό οίκο Γνώση και σε δεύτερη έκδοση, είκοσι χρόνια αργότερα, από τις εκδόσεις Πόλις.
Ανοχή και ελευθερία
Με κύριους άξονες τις θεωρίες του φυσικού δικαίου, της συμβολαιακής προέλευσης της πολιτικής κοινωνίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αναλύοντας την υφή των πολιτευμάτων και τη διάκριση των εξουσιών, καθώς και την περιστολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων του μονάρχη, ο Locke κατόρθωσε να διασφαλίσει την ανοχή και την πολιτική ελευθερία ως αυτόνομες αξίες, οι οποίες βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Στο προλογικό κείμενό του στην ελληνική μετάφραση ο Ρeter Laslett επισημαίνει ότι ο Locke, όταν διατύπωνε το δικαίωμα ενός λαού για πολιτική ελευθερία, ανέφερε ρητά και τους Ελληνες.
Στη Δεύτερη πραγματεία ανακαλύπτουμε τον «πολιτικό» Locke και, μέσα από τις διαφορετικές ερμηνείες που δέχθηκε το λοκιανό έργο, ο Π. Κιτρομηλίδης αναλύει την επίδραση του Locke στην επανάσταση του 1688, επακόλουθο της οποίας υπήρξε η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού στη Βρετανία, και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα που προκύπτουν από τις θεωρίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καθηκόντων, του νόμου της φύσης, του ορθού λόγου και της πολιτικής νομιμότητας. Η εικόνα του ανθρώπου όπως αναδύεται από τη Δεύτερη πραγματεία, υπογραμμίζει ο Π. Κιτρομηλίδης, ανταποκρίνεται στο αυστηρό πρότυπο του προτεσταντισμού με τη βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ταπεινοφροσύνης και του ανθρωπίνου καθήκοντος. Τα εκτενή σχόλια στα θέματα που ανακύπτουν από τη μελέτη του έργου αποτελούν μια σημαντική συμβολή στην παρουσίασητης μετάφρασης αυτής που έγινε με ιδιαίτερη φροντίδα και γνώση.