Ηταν η πιο εύγλωττη αποτύπωση του κακού που έχει χτυπήσει την Ευρώπη: ο τρόπος που χειρίστηκε χθες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη στήριξη των στοχοποιημένων οικονομιών της ευρωζώνης. Σε ένα είδος παιγνίου «της γάτας με το ποντίκι», η τράπεζα αγόρασε τίτλους των χωρών αυτών, περίπου ενεργώντας «εν κρυπτώ», ως εάν να μη βλέπουν οι πάντες _ και ιδίως οι κερδοσκόποι _ ανά πάσα στιγμή τι γίνεται. Το έκανε, λοιπόν, αλλά δεν το είπε, παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι την ώρα που αγόραζε ο κ. Τρισέ έδινε την πολυαναμενόμενη συνέντευξη Τύπου του… Και δεν το είπε για να μην το ακούσει το Βερολίνο, το οποίο βολεύτηκε και εκείνο σε αυτή την ισορροπία και έκανε ότι δεν το άκουσε, αγοράζοντας χρόνο…
Μπορεί σήμερα να διανύει τη μεγαλύτερη κρίση της μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ευρώπη όμως ήταν και εξακολουθεί να παραμένει ένας από τους ισχυρότερους πυλώνες στο «παγκόσμιο χωριό». Δύναμη τεράστια: πνευματική, επιστημονική, οικονομική, κοινωνική, μήτρα αμέτρητων και απόλυτα καθοριστικών διεργασιών και εξελίξεων σε όλους τους τομείς της ζωής που δεν αφορούν μόνο την ίδια αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Οπως πάντα και παντού, όμως, συμβαίνει μαζί με τα θετικά να υπάρχουν και τα αρνητικά. Και το αρνητικό που εν προκειμένω βρίσκεται στη ρίζα του κακού είναι ένα άλλο βαθύτατο πολιτισμικό χαρακτηριστικό της Γηραιάς Ηπείρου: η υποκρισία.
Η Ευρώπη υποκρίνεται. Υποκρίνεται ότι είναι μια ένωση, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Εχει κάνει πράγματι πολύ μεγάλα βήματα για να γίνει, αλλά όχι τα καθοριστικά για να το πετύχει.
Πριν από οκτώ χρόνια εξέδωσε ένα κοινό νόμισμα και μάλιστα πολύ ισχυρό. Είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που το νόμισμα προηγείται του κράτους. Ως το ευρώ, πρώτα γεννιόταν το ενιαίο κράτος, δηλαδή η εκπεφρασμένη βούληση ενός χώρου να ενοποιήσει πραγματικά την τύχη του, και έπειτα ακολουθούσε το νόμισμα. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το παράδειγμα του δολαρίου, το οποίο, λ.χ., η Πολιτεία της Νέας Υόρκης υιοθέτησε (ή, από άλλη οπτική γωνία, έγινε δεκτή σε αυτό) μόλις το 1898!
Το νόμισμα και η στρατιωτική ισχύς αποτελούν τις δύο θεμελιώδεις εκφράσεις του σκληρού πυρήνα μιας ενιαίας οντότητας _ κανόνας που είναι διατυπωμένος και εν ισχύι ήδη από τα χρόνια του Μαξ Βέμπερ. Κράτος χωρίς αυτά δεν υπάρχει. Στην ουσία, λοιπόν, η Ευρώπη πρέπει πια να αποφασίσει αν θέλει ή δεν θέλει να γίνει κράτος. Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα και του οποίου σήμερα ζούμε τις προσεισμικές δονήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει. Εκείνο που δοκιμάζεται είναι το υβρίδιο με το οποίο έχει φτάσει ως εδώ που έφτασε: το δημιούργημα μιας πολύ βαθιάς και ταυτόχρονα πολύ χαλαρής ένωσης. Αυτά τα δύο δεν πάνε άλλο μαζί.
Πίσω από όλο αυτό το κακό δεν κρύβεται παρά η απουσία μιας ενιαίας φωνής, μιας κοινής κεντρικής βούλησης. Αν αυτή δεν κατακτηθεί και δεν αποδείξει την αποφασιστικότητα και τη δύναμή της, το κοινό νόμισμα δεν μπορεί παρά να παραμείνει εξαιρετικά ευάλωτο και μάλιστα σε συνθήκες πολύ δυσμενούς, για αυτό, διεθνούς ανταγωνισμού.
Λάθη έκαναν όλοι και παρεκκλίσεις σημειώθηκαν από πολλούς ως προς τους στόχους που τέθηκαν στη διαδικασία γένεσης του κοινού νομίσματος μετά τη γερμανική ενοποίηση _ γιατί αυτή ήταν η ιστορική διαδικασία που άνοιξε τον δρόμο του κοινού νομίσματος. Τώρα, όμως, έχει ήδη συσσωρευθεί μεγάλο εμπειρικό κεφάλαιο που επιτρέπει _ επιβάλλει _ το πέρασμα στο επόμενο στάδιο μιας πραγματικής ένωσης. Σε όλα αυτά τα χρόνια η πράξη απέδειξε το αυτονόητο: ότι χωρίς πολιτική ένωση και κοινή πολιτική στόχευση οικονομική ένωση δεν μπορεί να υπάρξει. Πήγαμε ανάποδα, γιατί αυτό επέβαλαν οι συγκυρίες.
Η μεταπολεμική Ευρώπη δεν ήταν δυνατόν να ενωθεί πολιτικά με τόσα εκατομμύρια νεκρούς πίσω της. Και έτσι γεννήθηκε αυτό το υβρίδιο που σιγά σιγά μάς έφερε ως εδώ, κάτι που, έτσι κι αλλιώς, συνιστά αδιανόητα μεγάλη επιτυχία. Τώρα πια, όμως, οι προκλήσεις καθιστούν το σχήμα αυτό ανεπαρκές να ανταποκριθεί στην πολύ σύνθετη και γεμάτη κινδύνους πραγματικότητα. Αυτή η συνταγή πέτυχε όσα πέτυχε, αλλά δεν αποδίδει πια.
Οπως στη δεκαετία του 1950 υπήρξε η τόλμη που οδήγησε στη γένεση των τριών ευρωπαϊκών κοινοτήτων, αμέσως μετά τον φοβερότερο πόλεμο της Ιστορίας, έτσι και τώρα χρειάζεται ξανά μια νέα τόλμη, ώστε η Ευρώπη να ενωθεί πλέον πραγματικά, πολιτικά, με εθνικές θυσίες και υποχωρήσεις όλων των μερών: η Γερμανία πρέπει να κάνει στην άκρη τον απόλυτο ηγεμονισμό της _ γιατί άραγε δεν μίλησε κανείς για τη δημοσιονομική πορεία των κρατιδίων της που προέκυψαν από την επανένωση _ δηλαδή της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας; Επειδή τα τεράστια ελλείμματά τους βρήκαν εγγυητή το συνολικό γερμανικό κράτος.
Την ίδια στιγμή, στον αντίποδα, χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να τις ζουν οι άλλοι. Οτι πρέπει να παράγουν, πρέπει να εξάγουν, πρέπει να είναι ανταγωνιστικές, και όχι να χτίζουν τερατόμορφα κράτη που γύρω από αυτά βολεύεται μια ολόκληρη κοινωνία, κοροϊδεύοντας τους πάντες. Ολα αυτά έχουν τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα.
Μόνο έτσι, παρακάμπτοντας το βόλεμα στις ιδιομορφίες των εθνικών εγωισμών της, θα μπορέσει η Ευρώπη να στηρίξει όσα έχει πετύχει ως σήμερα. Αν δεν το κάνει, θα πρέπει τότε να αποφασίσει ότι το πείραμά της έφτασε στα όριά του. Και θα πρέπει να το εγκαταλείψει σταδιακά και ελεγχόμενα, τουλάχιστον αποφεύγοντας τις καταρρεύσεις. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
gmalouchos@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ