Στις 27 Φεβρουαρίου του 1869 ο τότε ατμοκίνητος αστικός σιδηρόδρομος εκτέλεσε το πρώτο δρομολόγιο από το Θησείο στον Πειραιά. Ενάμιση αιώνα μετά, μια ανακαίνιση στις σιδηροτροχιές υπόσχεται να ελαττώσει στο μισό τον χρόνο μετακίνησης.

Σάββατο απόγευμα. Στον σταθμό Μοναστηράκι πλήθος νεαρών συνωστίζεται στις αποβάθρες που έχουν γεμίσει από μουσικές και φωνές, ενώ οι παρακλήσεις των καθαριστριών να μην πατάνε στα φρεσκοσφουγγαρισμένα πλακάκια πέφτουν στο κενό. Λίγο πιο κάτω, στο Θησείο, ο Σάββας έχει αναλάβει την έκδοση εισιτηρίων και την παροχή κάθε λογής πληροφοριών στους επιβάτες. Με περισσότερα από 30 χρόνια προϋπηρεσία στην ίδια θέση, συνεχίζει να διατηρεί το χαμόγελό του, το οποίο, όπως λέει, «είναι το γιατρικό ενάντια στην καθημερινή φθορά». Καθώς νυχτώνει, η κίνηση μεταφέρεται νοτιότερα, στον σταθμό της Καλλιθέας. Παγέτες, σκισμένα τζιν και ψηλοτάκουνα, επάνω στα οποία ισορροπούν νεαρές έφηβες, συνθέτουν το σκηνικό. Σε λίγο οι παρέες θα λικνίζονται σε κάποιο μπαράκι στο Γκάζι ή στου Ψυρρή. Τα νυχτερινά μαγαζιά γεμίζουν, οι συρμοί αποσύρονται και λίγο πριν από τις 2.00 τα ξημερώματα ο Αθανάσιος Τσατσαρώνης, σταθμάρχης Α΄, ετοιμάζεται να συντάξει την ημερήσια αναφορά του μέσα στη μοναξιά του γραφείου του στον Πειραιά. Ακούγοντας την αναγγελία των μεταρρυθμιστικών μέτρων στο Ασφαλιστικό από το μεταμεσονύχτιο δελτίο, μονολογεί: «Ετοιμάζομαι για τη σύνταξη και εγώ. Μια ζωή βλέπεις στα τρένα, μια ζωή…».

Ομόνοια, Δευτέρα, ώρα 8.30 το πρωί. Ανθρωποι από κάθε γωνιά της Αθήνας, με διαφορετικό σκοπό και προορισμό, ξεχύνονται προς κάθε κατεύθυνση στον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας. Δερμάτινοι χαρτοφύλακες διασταυρώνονται με πλαστικές σακούλες και πρόσωπα σκαμμένα από τις ουσίες και τη νύχτα με κοστουμαρισμένα στελέχη. Τα βήματα επιταχύνονται, καθώς ο ήχος από τις ράγες δυναμώνει. Λίγο πριν από το τελευταίο σκαλί ο καθένας πρέπει να κάνει την επιλογή του. Πειραιάς ή Κηφισιά; Οι Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών Πειραιώς (ΗΣΑΠ) αποτελούν το πρώτο και μοναδικό ως σήμερα αστικό μέσο μαζικής μεταφοράς το οποίο συνδέει μέσω μιας διπλής γραμμής τον Πειραιά με το κέντρο της Αθήνας και τα βόρεια προάστια. Η διαδρομή υπολογίζεται στα 25,6 χιλιόμετρα, ενώ οι περίπου 490.000 επιβάτες (σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων του ΗΣΑΠ) που τον χρησιμοποιούν καθημερινά συνθέτουν το πορτρέτο μιας πόλης η οποία, αν και δεν έχει καταφέρει ακόμη να γίνει κοσμοπολίτικη, είναι όμως σίγουρα πολύχρωμη. Σε λίγα μόλις λεπτά δεκάδες άνθρωποι έχουν παραταχθεί κατά μήκος των σιδηρογραμμών δεξιά και αριστερά, ατενίζοντας το κενό. Από τα μεγάφωνα ακούγεται η μουσική του Νίνο Ρότα από την ταινία «O Nονός», αλλά κανείς δεν δείχνει να την απολαμβάνει. Ποδοβολητά, ο ήχος των μηχανών και πόρτες που ανοιγοκλείνουν ρυθμικά συνθέτουν τη δική τους ηλεκτρική συμφωνία. Το σύστημα συμπιεσμένου αέρα των θυρών δοκιμάζει τις αντοχές τους, καθώς αγκωνιές και σκουντήματα από επιβάτες που διεκδικούν μία θέση στο βαγόνι δίνουν και παίρνουν.

Μέσα επικρατεί εκνευρισμός και μια ελαφριά αγωνία για την ημέρα που ξεκινάει. Η ανθρωπογεωγραφία του ΗΣΑΠ θα σκανδάλιζε και τον πιο ευφάνταστο φυσιολόγο του 19ου αιώνα. Ενας κύριος, μάλλον τραπεζίτης ή πωλητής, μιλά στον αέρα δίνοντας οδηγίες για μια επικείμενη διαπραγμάτευση, με το Βluetooth κολλημένο στο αφτί. Δίπλα του υπάρχει μία κενή θέση – πραγματική ευκαιρία τις πρωινές ώρες στον ηλεκτρικό – αλλά ο ίδιος δεν κάθεται για να μην τσαλακώσει το καλοσιδερωμένο κοστούμι του. Τυχαίες ματιές ανταλλάσσονται αμήχανα από τους επιβάτες. «Oποιος βλέπει χωρίς να ακούει είναι πολύ πιο ανήσυχος από όποιον ακούει χωρίς να βλέπει» είχε επισημάνει ο κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμελ, θέλοντας να περιγράψει την όχι και τόσο ευχάριστη θέση στην οποία βρέθηκαν oι πρώτοι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων οι οποίοι, καθισμένοι για αρκετή ώρα ο ένας απέναντι από τον άλλον στα μέσα μαζικής μεταφοράς, βρέθηκαν «γυμνοί» μπροστά στην εξεταστική ματιά δεκάδων αγνώστων. Τα αδιαπέραστα μαύρα γυαλιά των επιβατών στο σκοτεινό βαγόνι επιβεβαιώνουν την παρατήρηση.

Συνηθισμένοι στην πρωινή κοσμοσυρροή, οι επιβάτες προσπαθούν να βολέψουν με συγχρονισμένες κινήσεις την τσάντα τους καθώς άλλοι μπαινοβγαίνουν από τον συρμό. Δύο στάσεις μετά την Αττική ο κόσμος αραιώνει και ξεδιπλώνονται οι πρωινές εφημερίδες. Στα πρωτοσέλιδα κυριαρχούν οι τίτλοι για την ελληνική οικονομία και την κρίση και οι γύρω ρίχνουν κλεφτές ματιές για να ενημερωθούν. Αρνούμενη οποιαδήποτε ενασχόληση με τα εγκόσμια, μία ηλικιωμένη κυρία με αυστηρό παρουσιαστικό διαβάζει το ψαλτήριο. Στη διαδρομή προς Κηφισιά το παράθυρο του τρένου μοιάζει με φωτογραφικό κάδρο που απαθανατίζει τις εναλλαγές του αστικού τοπίου. Απλωμένες μπουγάδες ανάμεσα σε παλιές στριμωγμένες πολυκατοικίες στα Πατήσια δίνουν τη θέση τους στο πράσινο, καθώς ο συρμός κατευθύνεται βορειότερα. Μετά τον Αγιο Ελευθέριο, από τις 10.00 το πρωί και μετά, οι περισσότεροι επιβάτες είναι ηλικιωμένοι οι οποίοι επισκέπτονται τα παιδιά τους, που μεγάλωσαν, έπιασαν δουλειά και σπίτι στα προάστια. Οπως η κυρία Μαρία, η οποία πηγαίνει στο Νέο Ηράκλειο γεμάτη χαρά να νταντέψει την εγγονή της. Πλησιάζοντας τον τερματικό σταθμό της Κηφισιάς, οι αστικοί μύθοι ζωντανεύουν. Το άρωμα από τον ανθισμένο πάγκο του Θεόδωρου Κοντού, που εδώ και 45 χρόνια έχει… παρκάρει έξω από τον σταθμό, θυμίζει την εποχή που η περιοχή αποτελούσε τουριστικό θέρετρο των αθηναίων μεγαλοαστών.

Στην επιστροφή, από τη Νέα Ιωνία και μετά, το επιβατικό κοινό γίνεται πολυπολιτισμικό. Μετανάστες με αραβική προφορά και αφρικανοί μικροπωλητές φορτωμένοι με την πραμάτεια τους γεμίζουν τα βαγόνια με προορισμό την Ομόνοια. Καθώς ο κόσμος συνωστίζεται πάλι, κάθε σταθμός αποκτά το δικό του οσφρητικό και ηχητικό τοπίο. Η μυρωδιά ανατολίτικων μπαχαρικών μπλέκεται με αυτήν της βαριάς κολόνιας και οι γλώσσες μπερδεύονται, δημιουργώντας μια μικρή Βαβέλ. Τα πρώτα αντισηπτικά τζελ κάνουν την εμφάνισή τους και ο ήχος από τη μουσική των mp3 players δυναμώνει. Στη Βικτώρια επικρατεί αναστάτωση. «Κλέφτης, κλέφτης» φωνάζει μια κυρία στα αγγλικά και οι σεκιουριτάδες τρέχουν να τσακώσουν τους πορτοφολάδες, που είναι διαβόητοι για τη δράση τους σε σταθμούς μετεπιβίβασης τουριστών όπως η Βικτώρια, η Ομόνοια και ο Πειραιάς. Απαθέστατοι κάποιοι φωνάζουν: «Κλείστε, ρε, τις πόρτες να φύγουμε!».

Λόγω των έργων της πρόσφατης ανακαίνισης, αρκετοί σταθμοί έχουν διακόψει κατά διαστήματα τη λειτουργία τους.«Τα παράπονα είναι πολλά από τον χειμώνα του 2009 που άρχισαν τα έργα», λέει η υπεύθυνη ασφαλείας Φανού Αθανασία, «αλλά εμείς προσπαθούμε να τους ακούμε και να τους προτρέπουμε να κάνουν υπομονή». Η υπομονή αυτή θα ανταμειφθεί, όπως διαβεβαιώνει ο πολιτικός μηχανικός και γενικός επιβλέπων του έργου αναβάθμισης του ΗΣΑΠ Βασίλης Λιάπης: «Τα έργα περιλαμβάνουν την εγκατάσταση νέων σιδηροτροχιών και την αντικατάσταση τμημάτων της ηλεκτροφόρου σιδηροτροχιάς, που ξεπερνούν τα 10.000 μέτρα. Η ολοκλήρωση της ανακαίνισης αναμένεται στις 20.12.2010. Τότε το δρομολόγιο Πειραιάς – Κηφισιά θα διαρκεί 45-50 λεπτά, δηλαδή περίπου όσο διαρκεί σήμερα το δρομολόγιο Ομόνοια – Κηφισιά» τονίζει χαρακτηριστικά.

Οι δυσκολίες μετακίνησης δεν πτόησαν μερικούς τολμηρούς ευρωπαίους τουρίστες που επισκέφτηκαν τη χώρα μας. Στον τερματικό σταθμό του Πειραιά, η Ξουάν και ο Ανρί από τη Γαλλία ανταλλάσσουν εμπειρίες από την ολιγόωρη παραμονή τους στην Αθήνα με ένα ζευγάρι Σουηδών οι οποίοι έπεσαν θύματα κλοπής λίγες στάσεις νωρίτερα. Mία αναμνηστική φωτογραφία θα επισφραγίσει τη γνωριμία τους, καθώς ο υπεύθυνος ασφαλείας προειδοποιεί «μίστερ, μίστερ, νόου φώτος!». Με τις βαλίτσες ανά χείρας καταφθάνει και η οικογένεια Γκούναρσον από τη Σουηδία. Προορισμός τους, εδώ και δέκα χρόνια, η Ικαρία. Στο πρόσωπό τους είναι χαραγμένο το ξαναμμένο – σχεδόν εκδικητικό για όσους μένουν πίσω – χαμόγελο του τουρίστα ο οποίος γεμάτος ενθουσιασμό θα αναζητήσει νέες πιθανότητες. Ο ήχος του συρμού που πλησιάζει είναι αρκετός για την προσγείωση στην πραγματικότητα, και ας προσποιούμαστε ότι μπορούμε να είμαστε πλάνητες της πόλης που τόσο πολύ αγαπάμε να αποχωριζόμαστε.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 520, σελ. 42-45, 3/10/2010.