Ηρθαν στη χώρα μας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Ως τεκμήριο της προκοπής τους, φορούν τα καλά τους και απαθανατίζονται από τον φακό, στέλνοντας τις φωτογραφίες στις οικογένειες που άφησαν πίσω, σε μακρινές πατρίδες.

Ο20χρονος Μαχμούτ, από τo Μουλτάν του Ανατολικού Πακιστάν, κρυμμένος πίσω από μια κολόνα πολυκατοικίας, έτριβε νευρικά στα δόντια του δυόσμο, ώσπου να τα νιώσει καθαρά. Επειτα, κρατούσε ένα κόκκινο, στρογγυλό καθρεφτάκι και, περιστρέφοντας το κεφάλι του με αργές κινήσεις, προσπαθούσε να διαπιστώσει αν αστράφτουν. Μάλιστα είχε κόψει το κάπνισμα πριν από δύο εβδομάδες, για να μη φαίνονται πολύ κίτρινα. Αφού έφτυσε τα πράσινα φυλλαράκια στο πεζοδρόμιο, έκανε μπουκώματα με νερό και κατευθύνθηκε προς τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Τζαουάντ, ο οποίος τον περίμενε λίγο πιο κάτω. Και οι δύο, φανερά αγχωμένοι, πιασμένοι χέρι χέρι, μπήκαν στο φωτογραφείο του Αχμέτ, στην οδό Μενάνδρου (βρίσκεται στην «ήσυχη» περιοχή, από τα δεξιά της Αγίου Κωνσταντίνου). Ηταν η πρώτη φορά που θα έβγαζαν φωτογραφίες, εκτός από τις ατομικές του διαβατηρίου, για να τις στείλουν στους γονείς τους, οι οποίοι ζουν ακόμη στην πατρίδα, και είχαν κυριευτεί από έναν διάχυτο, ασυγκράτητο εκνευρισμό – ο μικρός είχε τικ στο αριστερό μάτι, το οποίο δοκίμασε να τιθασεύσει λέγοντας μια προσευχή.

Μαζί με τον Σάτζι, τον φωτογράφο, ανέβηκαν στο μικροσκοπικό, χαμηλοτάβανο, στρωμένο με άσπρο πλακάκι στούντιο που δεν ξεπερνά τα δέκα τετραγωνικά. Προτού ξεκινήσουν, ο Τζαουάντ έβγαλε μια χτένα για να περιποιηθεί τη χωρίστρα του, ενώ ο αδελφός του έφτιαχνε τις μπροστινές, παστωμένες με τζελ, «περικοκλάδες» των μαλλιών του (είναι η τελευταία μόδα στο Πακιστάν), που είχε ήδη φτιάξει από το σπίτι. Φυσικά, το πρωί που ξύπνησαν δεν παρέλειψαν να ασχοληθούν και με το μούσι τους – πλήρωσαν 2 ευρώ έκαστος στον Τζαμάλ, έναν ινδό μπαρμπέρη που διατηρεί κουρείο στη γειτονιά τους, την Παλαιά Κοκκινιά. Την ώρα που διάλεγαν φόντο (τέσσερις διαφορετικές εικόνες σε μορφή ρολό, που τις έφερε μαζί του ο Αχμέτ από το Πακιστάν), ο Σάτζι τούς έλεγε αστεία για να χαλαρώσουν. Δεν άργησαν να αποφασίσουν. Συμφώνησαν σε ένα σκηνικό που παρέπεμπε στα μεγαλοπρεπή παλάτια της χώρας τους.

Η αποπνικτική ζέστη διόγκωνε την αμηχανία τους μπροστά στον φακό και δυσκολεύονταν να βρουν μια πόζα για να «στηθούν». Αγκαλιάζονταν, στέκονταν δίπλα δίπλα, δοκίμαζαν και οι δύο προφίλ, τίποτε όμως δεν τους άρεσε. Σταμάτησαν προς στιγμήν για να σκουπίσουν το πρόσωπό τους με μια σομόν πετσέτα. Βέβαια είχαν προνοήσει να αλλάξουν ρούχα ώστε να δείχνουν φρέσκοι και όχι ταλαιπωρημένοι, διότι στη διαδρομή με το λεωφορείο είχαν ιδρώσει πάρα πολύ. «Ελα, χαμογέλασε να φανούν τα δόντια σου, τσάμπα τα καθάριζες τόση ώρα;» λέει ο Τζαουάντ στον αδελφό του, σκουντώντας τον περιπαικτικά στον ώμο. «Δίκιο έχεις, η μαμά και ο μπαμπάς θα θέλουν να μας δουν ευτυχισμένους» του αποκρίνεται. Αμέσως μετά, αρκετά πιο χαλαρός, κόμπαζε σαν παγόνι και χαμογελούσε σαν πρωταγωνιστής σε διαφήμιση για οδοντόπαστα. Οι δυο τους ξέσπασαν σε δυνατά γέλια, ξεχνώντας τον λόγο που τους οδήγησε ως εκεί.

Δεκάδες μετανάστες επισκέπτονται καθημερινά το μαγαζί του Αχμέτ – τις Κυριακές, που οι περισσότεροι δεν εργάζονται, η ουρά φτάνει ως την άκρη του δρόμου – για να φωτογραφηθούν και να στείλουν τις φωτογραφίες στους συγγενείς τους. Ουσιαστικά επιλέγουν αυτόν τον εύθυμο και «ζωντανό» τρόπο αφενός για να τους αποδείξουν ότι είναι υγιείς, αφετέρου για να τους επιβεβαιώσουν όσα τους λένε κάθε τόσο μέσα από τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Οτι δηλαδή είναι καλά, ότι εργάζονται, ότι τους στέλνουν χρήματα από νόμιμη εργασία, ότι δεν έχουν μπλέξει και ότι κατορθώνουν, έστω και ζόρικα, να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση – ναι, τα νέα της χώρας μας διαδόθηκαν ως τα βάθη της Ασίας. Από την άλλη πλευρά, οι συγγενείς, συνήθως οι γονείς, κορνιζάρουν τις φωτογραφίες, τις τοποθετούν στο σαλόνι (ή στα κομοδίνα τους, ειδικά αν πρόκειται για τον σύζυγο) και με την πρώτη ευκαιρία τις επιδεικνύουν στους γείτονες σαν τρόπαιο, όπως ακριβώς έκαναν οι έλληνες μετανάστες τη δεκαετία του ’50. Η πρόοδος των παιδιών τους (έστω και στημένη) αποτελεί το ισχυρότερο αντίδοτο στη μιζέρια που τους έχει κατακλύσει και η προοπτική τού να ταξιδέψουν κοντά τους αναδεικνύεται το μοναδικό τους όνειρο.

Σε γενικές γραμμές η διαδικασία της φωτογράφισης είναι συναισθηματικά φορτισμένη και έχει έναν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Ολοι είναι εξαιρετικά σχολαστικοί και επιθυμούν οι φωτογραφίες που τυπώνονται να είναι άψογες. Γι’ αυτό πολλές φορές ο Σάτζι χρειάζεται να τους υποδείξει πώς θα καθήσουν στην καρέκλα, πώς θα έχουν τους ώμους τους, πώς θα τοποθετήσουν τα χέρια τους και πώς πρέπει να κοιτούν τον φακό. Οι ίδιοι φροντίζουν να πηγαίνουν ήρεμοι και με χαρούμενη διάθεση, να μην έχουν κουραστεί προηγουμένως και φυσικά να φορούν καλά ρούχα – ορισμένοι τηλεφωνούν από την προηγούμενη ημέρα για να συμβουλευτούν τι χρώμα να φορέσουν και να ρωτήσουν για τους συνδυασμούς των χρωμάτων. Οσοι δεν διαθέτουν καλά ρούχα δανείζονται. Για παράδειγμα ο Μπατ, 38 χρόνων, από τη Μογγολία, επειδή δεν είχε μαύρο κοστούμι να φορέσει, νοίκιασε από ένα μαγαζί στο Περιστέρι πληρώνοντας 20 ευρώ, προκειμένου να φαίνεται στη φωτογραφία ότι είναι «δυνατός» (αυτό σημαίνει το όνομά του στα μογγολικά και αυτός είναι ο λόγος που στη φωτογραφία δεν χαμογελάει, για να δείχνει άτρωτος) και ευκατάστατος (επί μισή ώρα πάλευε να στρώσει τα μαλλιά του που ήταν μπερδεμένα και «πατημένα» από το κράνος). Εχει πει στην οικογένειά του (σύζυγο και πέντε παιδιά) ότι εργάζεται ως ασφαλιστής κινεζικών προϊόντων. Στην πραγματικότητα δουλεύει ως ράφτης σε μια βιοτεχνία σεντονιών και στον υπόλοιπο χρόνο του πλένει αυτοκίνητα σε ένα βενζινάδικο στην Πέτρου Ράλλη.

Ρωτάω τον Αχμέτ, την ώρα που ρύθμιζε τη γλώσσα στο κινητό ενός Νιγηριανού (το μαγαζί του λειτουργεί σαν «κέντρο εξυπηρέτησης μεταναστών», ενώ παράλληλα πουλάει από οικονομικές κάρτες διεθνών κλήσεων μέχρι φιλμ), αν έχει πει ψέματα στην οικογένειά του.«Οχι, όχι, τα ψέματα γεννούν προβλήματα». Αλλωστε, δεν τα χρειάζεται. Επειτα από δέκα χρόνια που ζει στην Ελλάδα κατόρθωσε να αποκτήσει τη δική του επιχείρηση. Την πρώτη πενταετία δούλευε ως φωτογράφος (παρόμοια δουλειά έκανε στο Πακιστάν, όπου το μοντάζ στις φωτογραφίες είναι όπως το χόκεϊ, εθνικό σπορ) και με τα χρήματα που αποταμίευσε άνοιξε ένα παντοπωλείο. Αργότερα το πούλησε και αγόρασε, με έναν έλληνα συνέταιρο, το συγκεκριμένο μαγαζί, το οποίο αποδείχθηκε χρυσωρυχείο – ο Αχμέτ ισχυρίζεται ότι κερδίζει καθημερινά κατά μέσον όρο 40 ευρώ μόνο από τις φωτοτυπίες (σε κοντινή απόσταση βρίσκονται καμιά δεκαριά δημόσιες υπηρεσίες), περίπου δύο μεροκάματα συμπατριωτών του. Η μοναδική φωτογραφία που θέλει να κάνει μοντάζ είναι ο εαυτός του με το χαρτί της ελληνικής υπηκοότητας στο χέρι. Οχι για να υπερηφανευτεί στη σύζυγό του που τον περιμένει στην πατρίδα με δύο παιδιά, αλλά για να πιστέψει ότι κάποια στιγμή θα την αποκτήσει.

Πάντως, μέχρι στιγμής, του φαίνεται πιο ρεαλιστική η φωτογραφία που είχε φτιάξει πριν από δύο εβδομάδες, με έναν φίλο του να περπατάει στη Σελήνη: «Το να γίνεις αστροναύτης είναι πιο εύκολο από το να γίνεις Ελληνας» λέει.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 515, σελ. 40-43, 29/08/2010.