Mια αποτυχία της ηθοποιού Κάτιας Γκουλιώνη στο νηπιαγωγείο στάθηκε αρκετή για να της ανοίξει την πόρτα της υποκριτικής. «Με συμπαθούσε πάρα πολύ η νηπιαγωγός και μου έδωσε να μάθω απέξω δύο τεράστια ποιήματα» μας λέει η πρωταγωνίστρια της τελευταίας ταινίας του Αγγελου Φραντζή «Μέσα στο δάσος» και του «Μοναχικού αστακού» του Γιώργου Μπακόλα, που βρίσκεται στο στάδιο του μοντάζ. «Τελικά δεν κατάφερα να πω ούτε το ένα. Οταν αργότερα έψαξα το γιατί,κατάλαβα ότι είχα φοβηθεί την έκθεση στον κόσμο. Ηταν το μεγαλύτερο παιδικό τραύμα μου». Ακούγεται ψυχαναλυτικό και έτσι ακριβώς είναι.

Στην αρχή βέβαια η 29χρονη ηθοποιός, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα και μοίρασε τα παιδικά της χρόνια ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στην Εύβοια, ήθελε να σπουδάσει ενδυματολόγος. Αργότερα η ηθοποιία τής κέντρισε το ενδιαφέρον περισσότερο. Γιατί; «Διότι η ηθοποιία είναι ένα παιχνίδι για μεγάλους» λέει η αριστούχος της Δραματικής Σχολής του Δημητριάδη. «Οταν ήμουν μικρή δεν έπαιζα και αργότερα κατάλαβα ότι περνούσα καλά όταν υποκρινόμουν. Η ηθοποιία είναι μια συνεννόηση μεγάλων που έχει να κάνει με μικρότερη ηλικία». Ενα παράδειγμα; Στην πρώτη παράστασή της, το «Προσεχώς», που ανέβηκε το 2005 σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, η ηθοποιός έπειτα από δέκα ώρες πρόβα, στις τέσσερις το πρωί, έπιανε τον εαυτό της να συζητεί με τους συνεργάτες της για το χρώμα των… κύβων που θα χρησιμοποιούνταν στη σκηνή. Ηταν η πρώτη παράστασή της ενώ έκανε τη διπλωματική της. «Από κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνω ότι η δουλειά αυτή έχει να κάνει με παιδικά βιώματα» σχολιάζει.

Γ υρισμένο με το βίντεο μιας ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής, γεμάτο έντονα χρώματα και βίαιες φόρμες, το «Μέσα στο δάσος», παραγωγής Πάνου Παπαχατζή , είναι ένα άγριο υπαρξιακό λυρικό παραμύθι, σύμφωνα με το οποίο δύο αγόρια και ένα κορίτσι προσπαθούν να «ενωθούν», να γίνουν ένα. Γύρω τους μεγάλοι κορμοί δέντρων, διάφανα ποτάμια, μια απομονωμένη παραλία, τα βουνά και ένα παράξενο κόκκινο σπίτι βαθιά κρυμμένο στην καρδιά του δάσους. Το ταξίδι τους μοιάζει με μύηση, ενώ το ταξίδι της ίδιας της ταινίας στο εξωτερικό είναι αξιοζήλευτο: ως τώρα έχει προβληθεί στα φεστιβάλ του Ρότερνταμ, του Χονγκ Κονγκ και του Μονάχου και θα ακολουθήσουν τα Νew Ηorizon της Πολωνίας, της Κολονίας, οι αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας- όπου θα γίνει η πανελλήνια πρώτη του-, αλλά και το Φεστιβάλ του Τορίνο.

«Αυτή η ταινία άλλαξε όλο τον χρόνο και τον χώρο μου» λέει η Γκουλιώνη, που αποκαλεί την πρώτη ταινία της «τρομερή εμπειρία». Οι πρόβες διήρκεσαν τέσσερις μήνες και οι ρόλοι, έπειτα από ατελείωτες συζητήσεις, προέκυψαν από τον χαρακτήρα του κάθε ηθοποιού. Το σενάριο συνυπογράφει ο Φραντζής μαζί με τους τρεις ηθοποιούς- την Γκουλιώνη, τον Ιάκωβο Καμχή και τον Νέιθαν Πισούρτ. «Χωρίς την κατανόηση, την υπομονή και τη γενναιοδωρία του Αγγελου Φραντζή αυτή η ταινία δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ». Μάλιστα, μια σκηνή γυμνού της Γκουλιώνη στην μπανιέρα, που επρόκειτο να γυριστεί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ολοκληρώθηκε μετά το τέλος τους. «Μου ήταν αδύνατον να τη γυρίσω γιατί ντρεπόμουν» λέει με γενναιότητα.

«Πάντα ανοιχτοί είναι οι δρόμοι» απαντά όταν τη ρωτώ αν η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει το επάγγελμά της. «Μόνοι μας τους ανοίγουμε. Είναι δική μας η απόφαση. Υπάρχει μεν κατάθλιψη με όλα αυτά που γίνονται στην Ελλάδα, αλλά δεν πιστεύω ότι σε κλείνει κάποιος σε έναν χώρο. Αν θες, θα βρεις τον χώρο και τον χρόνο για να δουλέψεις με αυτά που ξέρεις».

Η ίδια πάντως δεν νιώθει ότι έχει προχωρήσει. « Φ οβάμαι κάθε φορά το ίδιο. Χαίρομαι πολύ που κάνω πρόβα,αλλά αρχίζω να θυμώνω όταν γίνεται η πρεμιέρα. Θυμώνω γιατί νιώθω ότι τελειώνει η ωραία διαδικασία,που είναι των προβών. Εμένα αυτό μου αρέσει, όχι η παράσταση. Δεν μου αρέσει να παίζω,αλλά να κάνω πρόβα». Και αυτό ακριβώς πρόκειται να ξανακάνει σε λίγο καιρό, αφού το επόμενο σχέδιό της είναι η «Επανασύνδεση» του Ντέιβιντ Μάμετ που θα ανεβεί τον Οκτώβριο στο Τόπος Αλλού.