Μια κραυγή. Από τη μία ως την άλλη άκρη αυτής της ευλογημένης και καταραμένης Γης. Δεν αντέχεται άλλο. Συνέχεια καταστροφή.
Από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί. Το ίδιο τροπάρι και φτου κι από την αρχή. Ρίξτε μια ματιά πόσο πουλάνε τα κουτσομπολιά, τα ριάλιτι, τα κοσμικά και οι χαρτορίχτρες.
Κασσάνδρες οι αναλυτές, οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί. Μνημόσυνα τα talks shows. Κηδεία η τηλεοπτική ειδησεογραφία. Πολεμικά ανακοινωθέντα οι εφημερίδες. Προθάλαμοι νοσοκομείων τα καφενεία. Κάθε βράδυ να κάνεις τον σταυρό σου μπας και στραβοκοιμήθηκε ο Στρος-Καν και μας κάνει οδοντογλυφίδα να καθαρίζει τις εμφυτευμένες οδοντοστοιχίες του. Εντάξει, το καταλάβαμε. Σαν τους Πακιστανούς να πιάσουμε δουλειά. Εντάξει, θα χάσουμε τα μισά λεφτά. Εντάξει, τα παιδιά μας θα μείνουν στην ανεργία και θα φύγουν, όπως οι πρώτοι μετανάστες, για πολύ μακριά. Εντάξει, ο πατέρας μου και ο παππούς μου θα χάσουν τη σύνταξη, θα μείνουν χωρίς φάρμακα, θα καταλήξουν στη ζητιανιά. Εντάξει, θα δουλεύουμε μέχρι τα εβδομήντα εφτά. Εντάξει, οι καταθέσεις μας θα γίνουν δραχμές όπως παλιά. Εντάξει, τα εμπεδώσαμε όλα αυτά. Τι άλλο πια! Να αυτοκτονήσουμε ομαδικά. Να την κοπανήσουμε για τα χωριά. Να αρμέγουμε κατσίκες και να καλλιεργούμε ζαρζαβατικά. Οι γυναίκες να μη γεννάνε παιδιά. Οι άντρες να βγουν στους δρόμους να καθαρίζουν τζάμια, μπας και φέρουν στο σπίτι καμιά δεκάρα να φάνε μπομπότα τα μωρά. Τα κορίτσια στα πεζοδρόμια σαν τις ιερόδουλες του Πειραιά. Τα αγόρια με ντοκτορά, γκαρσόνια να κουβαλάνε στον γερμανό πελάτη ένα λαχταριστό πιάτο με μουσακά. Από τη μία οι δολοφόνοι να μπεκροπίνουν μια χαρά. Από την άλλη οι ξένοι τους τόκους να καταβροχθίζουν από τα δανεικά. Και στη μέση οι καθημερινοί μας τρομοκράτες να μας υπενθυμίζουν πως δεν είμαστε άνθρωποι αλλά λαθρομετανάστες, χωρίς ελπίδα καμιά. Ε, ρε, μπαγάσα σε ρωτάω. Προς τι όλα αυτά που ονειρεύτηκες, που μόχθησες και που μάτωσες. Μια ζωή στα σκουπίδια σαν τα αδέσποτα σκυλιά!