Η Αθηνά Κακούρη, με μισόν αιώνα στα γράμματα, αντιμετωπίζει με αυτοσαρκασμό τη σχέση της με τη λογοτεχνία. Ξεκίνησε να γράφει έχοντας στο μυαλό της την Αγκαθα Κρίστι: «Φαντάστηκα πως θα αποκτούσα πλούτο και φήμη γράφοντας αστυνομικά». Καθώς το βιβλίο της είναι αυτοβιογραφικό γίνονται ελαφρές περικοπές σε ζητήματα που για δικούς της λόγους θέλει να αποσιωπήσει, να περιφρονήσει, να προσπεράσει. Το πρώτο δείγμα της στρατηγικής το αντιλαμβανόμαστε στο βιογραφικό σημείωμα. Αναφέρει ότι το μυθιστόρημά της Θέκλη τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά δεν γράφει ότι το ίδιο βιβλίο την ίδια χρονιά έλαβε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Δικές της είναι οι αναμνήσεις, ό,τι θέλει θυμάται…
Η Αθηνά Κακούρη ανήκει στην κατηγορία των γυναικών που δεν σταματούν να καταπιάνονται με κάτι. Ξεκίνησε δουλεύοντας σε ναυτικό πρακτορείο από μικρή ηλικία, αργότερα έγινε δημοσιογράφος, ταυτόχρονα μετέφραζε ασταμάτητα αισθηματικά μυθιστορήματα, τις «Νόρες». Ηταν αεικίνητη σαν τους γονείς της που δεν έμεναν ούτε λεπτό σε σταθερή θέση. Ακόμη και όταν κάθονταν, έπρεπε κάπως να απασχολούν τα χέρια, πλέκοντας π.χ. κάλτσες για τους στρατιώτες στο Μέτωπο. Ηταν ανεπίτρεπτο στην οικογένεια Κακούρη της Πάτρας να μένει κανείς… Με τα χέρια σταυρωμένα, και τούτο ακριβώς δίνει τον τίτλο και τον τόνο στην αφήγηση. Θυμάται ότι σε ηλικία πέντε ετών πήγε για πρώτη φορά στο γραφείο του πατέρα της, που πρακτόρευε πλοία και πετρέλαιο. Από μια φράση μπορεί κανείς να αντιληφθεί το πνεύμα της αφήγησης, όπου το προσωπικό εμπλέκεται με το δημόσιο και το καθετί μπορεί να δώσει ευκαιρία για μια μπηχτή: «Το πρακτορείο του Χαρίλαου Κακούρη βρισκόταν, όπως ήταν φυσικό, πάνω στην παραλιακή οδό, η οποία στην Πάτρα είχε ευτυχώς διασώσει το όνομά της, Οθωνος και Αμαλίας, εις πείσμα των αλλεπάλληλων εθνοσωτήριων επαναστάσεων και μεταπολιτεύσεων».
Ο βομβαρδισμός
Το πρώτο ιστορικό γεγονός που καταγράφεται ξεκάθαρα στη μνήμη της είναι ο βομβαρδισμός της Πάτρας: Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, δεύτερη ώρα του μαθήματος. Η Αθηνά Κακούρη είναι 12 ετών και τρέχει πανικόβλητη στο προαύλιο του Αρσακείου. Το βιβλίο αναπτύσσεται λοιπόν με την περιγραφή βιωμάτων, τα οποία ανακαλούνται για να αξιολογηθούν εκ νέου, βάσει όσων διάβασε η συγγραφέας αργότερα, μέσα από ένα συντηρητικό πολιτικό πρίσμα. Αναφερόμενη στον πατέρα της κάνει υποθέσεις για το πώς αξιολογούσε εκείνος, ένας βενιζελικός, τον Ιωάννη Μεταξά. Γράφει: «Δεν ξέρω αν μπόρεσε να δει στο πρόσωπό του τον εξέχοντα επιτελικό αξιωματικό, με τις διπλωματικές ικανότητες, αυτόν που είχε διαπραγματευτεί με τη Βουλγαρία την είσοδό μας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, που είχε εν πολλοίς διοικήσει τον στρατό μας μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννινα, τον Αυλώνα και τα περίχωρα της Σόφιας στα 1912 και 1913». Ο πατέρας της είχε ωστόσο διαβάσει τα Ημερολόγια του Μεταξά, όπως τις Αναμνήσεις του Ζαβιτσιάνου, την Ιστορία του Γερακάρη. Σημειώνει λοιπόν για τα βιβλία: «Μου έδωσαν να καταλάβω ότι πρέπει να τον σκεφτόταν τον Διχασμό και να πάσχιζε να καταλάβει αν είχε τότε σταθεί στη σωστή πλευρά ή όχι».
Η προσωπική έρευνα
Η Αθηνά Κακούρη αγαπούσε από παιδί το διάβασμα. Η αγάπη εξελίχθηκε σε έρωτα με τον γραπτό λόγο, που εκφράστηκε με κάθε δυνατό τρόπο, σε αφθονία. Διαβάζουμε για την εμμονή της με την ορθογραφία που σέβεται την ιστορία της γλώσσας, αλλά και για την επιπολαιότητα να μεταφράζει από γλώσσα που δεν γνώριζε! Λέει ότι ως δημοσιογράφος απέδιδε κείμενα από τα ιταλικά, αν και γρήγορα κατάλαβε ότι είναι καλύτερο να κάνει μια σύνθεση όσων διαβάζει και να παράγει δικό της κείμενο. Μέσα από πισωγυρίσματα του χρόνου ο αναγνώστης βλέπει τη μετάβαση της γραφής από τις μεταφράσεις και τα αστυνομικά διηγήματα ως τα ογκώδη ιστορικά μυθιστορήματα, που αγαπήθηκαν από το κοινό και επαινέθηκαν από την κριτική: Πριμαρόλια,Θέκλη,Χαρταετός,Ξιφίρ Φαλέρ. Από τις εκδοτικές περιπέτειες στέκεται στη δυσκολία να εκδώσει το παιδικό ιστορικό της μυθιστόρημα με θέμα το παιδομάζωμα. Ο δραπέτης της Αυλώνας γράφτηκε έπειτα από προσωπική έρευνα. «Μπορούσα να πω με βεβαιότητα και με αποδεικτικά στοιχεία ότι το παιδομάζωμα άρχισε τον χειμώνα του 1948 και τερματίστηκε με τη συντριβή της ανταρσίας. Στο μεταξύ είχαν απαχθεί 28.000 παιδιά». Ξεσήκωσε από τον τηλεφωνικό κατάλογο όλους τους εκδότες που είχαν παιδικές σειρές, «τους επισκέφτηκα έναν έναν», όμως κανένας δεν ήθελε να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με θέμα που στην κοινωνία είχε καταγραφεί ως φαντασιοκόπημα της Φρειδερίκης. Ο εκδότης βρέθηκε τελικά απέναντι από τα γραφεία του «Ταχυδρόμου» επί της Χρήστου Λαδά. Ενας πολύ μικρός οίκος με το όνομα Κιβωτός.
Μιλώντας για τον μικρό εκδοτικό οίκο η Κακούρη αλλάζει θέμα και καταπιάνεται με το περιοδικό «Ταχυδρόμος» και τον Γιώργο Σαββίδη. Αναφέρεται στην περίοδο «χοντρικά 1954-1967». Γράφει: «Προσφάτως η Λένα Σαββίδη μου είπε πως τότε είχαν βαλθεί με τον αδελφό της και τον άντρα της να φτιάξουν ένα περιοδικό που, αν δεν το εξέδιδαν οι ίδιοι, θα τους άρεσε να το διαβάζουν». Η ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Η Αθηνά Κακούρη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1928 και έζησε στην Αθήνα,στη Βιέννη,στη Φιλαδέλφεια.Δημοσίευε αστυνομικές ιστορίες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60.Κατά την παραμονή της στις ΗΠΑ,όπου εργάστηκε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πρίνστον,ξεκίνησε την επιμέλεια ενός φωτογραφικού λευκώματος, με ανάθεση από τον Χρήστο Λαμπράκη.Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο δεν εκδόθηκε,«κάπως έγινε και χάθηκε μια σειρά φωτογραφιών,ενώ αργότερα έπεσε κι η δεύτερη σειρά θύμα πλημμύρας». Την ίδια εποχή ο Αλκης Αγγέλου παρήγγειλε στην Αθηνά Κακούρη ένα μυθιστόρημα για την εποχή του Διαφωτισμού.«Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα για τον Διαφωτισμό» εξήγησε εκείνη.«Ανάγνωση δεν ξέρετε; Να διαβάσετε και θα μάθετε».Ετσι ξεκίνησε η περιπέτεια της Αθηνάς Κακούρη για τη συγκέντρωση υλικού.Για περισσότερο από μία δεκαετία ταξινομούσε σε καρτέλες διάφορες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στις ιστορικές περιόδους όπου τοποθετείται η μυθοπλασία των βιβλίων της.