Μετά τη «φούσκα» των commodities του 2007-2008, που είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευθούν οι τιμές των αγροδιατροφικών προϊόντων με τεχνητό και συντονισμένο τρόπο από τους κερδοσκόπους στις παγκόσμιες αγορές, ακολούθησαν δύο χρόνια απαξιωτικών τιμών που έχουν οδηγήσει τους αγρότες της υφηλίου σε απόγνωση…
Το τίμημα για τους έλληνες γεωργούς ήταν δυσβάστακτο καθώς δημιουργήθηκαν προσδοκίες που διαψεύστηκαν και ταυτόχρονα χρέη από την επέκταση των καλλιεργειών στα σιτηρά και στο καλαμπόκι. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δημιουργήθηκε ένα στοκ δεκάδων χιλιάδων τόνων στις αποθήκες των παραγωγών που αναμένεται σε δύο εβδομάδες στα αλώνια να συμπιέσει περισσότερο τις τιμές σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 40 έως και τα 60 λεπτά που έφτασε το κιλό το σκληρό σιτάρι το 2007, πέρυσι κατρακύλησε κάτω από τα 20 λεπτά, με τρέχοντα επίπεδα τιμών στα 13 λεπτά το κιλό, ενώ κυκλοφορούν φήμες από τους εμπόρους ότι η αγορά στα αλώνια θα «ανοίξει» με τιμές κάτω από τα 10 λεπτά! Πρόκειται για την κλασική κίνηση πίεσης που ασκείται από τους εμπόρους προς τους παραγωγούς που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, λόγω έλλειψης ρευστότητας και έλλειψης αποθηκευτικών χώρων. Υπολογίζεται ότι πανελλαδικά παραμένουν αποθηκευμένες ποσότητες 150.000
τόνων σκληρού σίτου, εκ των οποίων οι 80.000 τόνοι στη Θεσσαλία.
Τον ρόλο της προστασίας του εισοδήματος των παραγωγών έχουν αναλάβει οι Ενώσεις Συνεταιρισμών, οι οποίες όμως εμφανίζονται εξουθενωμένες από το «μπραντεφέρ» με τους εμπόρους και τους μεσίτες τα προηγούμενα δύο χρόνια και κυρίως από την αρκετά μεγάλη έκθεση σε δανεισμό, που τις καθιστά ευάλωτες και στο τραπεζικό σύστημα και στους πιστωτές τους. Για το βαμβάκι οι προοπτικές εφέτος είναι ευοίωνες, αφού και η εμπορική του τιμή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, πάνω από 80 σεντς ανά λίμπρα, και η ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ ευνοεί την εμπορία του προϊόντος.
Ωστόσο οι συνεταιριστές εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι θα διαμορφωθούν καλύτερες προοπτικές στα επίπεδα τιμών και για τα σιτηρά. Την αισιοδοξία τους αυτή τη στηρίζουν στο γεγονός ότι το ακριβό δολάριο καθιστά απαγορευτικές τις εισαγωγές από ΗΠΑ και Καναδά προς την Ευρώπη, ενώ και το σιτάρι (το μαλακό) είναι χρηματιστηριακό προϊόν και η διεθνής τιμή του (μπούσελ) διαμορφώνεται σε δολάρια στο χρηματιστήριο του Σικάγου. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι ως πλεονασματική σε σκληρό σιτάρι αναζητεί διαρκώς αγορές στο εξωτερικό χωρίς να υπάρχει οργανωμένο σχέδιο. Αυτό βέβαια είναι και το γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας που «έμαθε» να παράγει, αλλά δεν έμαθε να πουλάει!
Ο κ. Ι. Κολλάτος είναι μηχανολόγος, με μεταπτυχιακό στη Βιοτεχνολογία.