Για «άριστα οργανωμένη δολοφονική επίθεση που δεν θα σταμάταγε αν δεν υπήρχαν νεκροί» κάνει λόγο ο Ανδρέας Βγενόπουλος σε επιστολή του προς τους εργαζόμενους της Marfin ενώ τονίζει ότι το κατάστημα, που δεν θα λειτουργήσει ποτέ ξανά, τηρούσε όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας.
Επιπλέον, ο μη εκτελεστικός πρόεδρος της Marfin Popular Bank μιλά για επίθεση λάσπης που δέχτηκε η εταιρεία με ανώνυμες ή δήθεν επώνυμες καταγγελίες τις οποίες αναπαρήγαγαν μέσα ενημέρωσης. Ζητά ακόμη να εξεταστεί σε βάθος η ενεργητική ή παθητική συμμετοχή όλων των κατά νόμο εμπλεκομένων ενώ κάνει λόγο και για τους «κομματικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς» που συντηρούν τους ηθικούς αυτουργούς.
Αναλυτικότερα, ο κ.Βγενόπουλος σημειώνει ότι «προτού καν κηδεύσουμε τους νεκρούς μας συναδέλφους, δεχθήκαμε μια απίστευτη επίθεση λάσπης κυρίως μέσα από blogs που δημοσίευαν ανώνυμες ή ‘επώνυμες’ επιστολές ανύπαρκτων συναδέλφων μας. Τα ασύστολα ψεύδη των ανώνυμων ή ‘επώνυμων’ δήθεν συναδέλφων υιοθετήθηκαν χωρίς κανέναν έλεγχο αλλά, αντίθετα, με ενθουσιασμό, από όλους αυτούς που ψάχνουν αφορμή για να τα βάλουν με το κεφάλαιο και την ‘κακή εργοδοσία’, από αυτούς που τα κομματικά τους στελέχη και οι θιασώτες τους φώναζαν έξω από κατάστημα ‘κάψτε τους’ και πετούσαν πέτρες σ’αυτούς που προσπαθούσαν να διασωθούν.»
Χαρακτηρίζει την Marfin-Εγνατία «παράδειγμα εργοδοσίας που έχει άριστες σχέσεις με τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων της» και όπως προσθέτει «δεν έχουν υπάρξει οποιασδήποτε μορφής εμπόδια για όποιον εργαζόμενο θέλει να απεργήσει. Ποτέ δεν έχει υπάρξει επίπτωση σε έναν εργαζόμενο που έχει απεργήσει ούτε για την προαγωγή του, ούτε για τη μισθολογική του εξέλιξη, ούτε για το bonus του».
Για τους εργαζόμενους στο κατάστημα της Σταδίου σημειώνει ότι «δέχθηκαν επίσκεψη από εκπροσώπους του Συλλόγου και στις 4 Μαΐου αλλά και στις 5 Μαΐου το πρωί για να ενημερωθούν για την απεργία». Το ίδιο κατάστημα «έχοντας πολλές προηγούμενες εμπειρίες όπου ακόμα και επίθεση με βόμβες μολότοφ έχει αντιμετωπισθεί και η φωτιά έχει σβήσει με τη χρήση πυροσβεστήρων, δεν ανησύχησε από τη μεγάλη ειρηνική πορεία που εξελισσόταν υπό τη φρούρηση των ΜΑΤ. Εάν ανησυχούσαν, δεν θα τους εμπόδιζε κανείς να κλείσουν το κατάστημα και να φύγουν. […] Το κατάστημα Σταδίου είχε όλα τα από το νόμο προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, πυρανίχνευση, πυρασφάλεια με 16 πυροσβεστήρες, έξοδο κινδύνου, ενισχυμένα τζάμια, με τους περιορισμούς όμως ενός διατηρητέου κτιρίου που δεν μπορούσε από την υφιστάμενη νομοθεσία να μετατραπεί σε φρούριο».
Σχετικά με την επίθεση στο κατάστημα ο Ανδρέας Βγενόπουλος σημειώνει ότι «πετάχτηκαν ειδικές μη συνηθισμένες βόμβες μολότοφ και αδειάστηκε το περιεχόμενο ενός μπιτονιού που περιείχε ένα ειδικό εύφλεκτο υλικό που προκαλεί άμεσα πυκνό καπνό και συνθήκες ασφυξίας. Οι διασωθέντες το παρομοιάζουν με ‘βόμβες napalm’».
» Την ώρα όπου εξελισσόταν το δράμα», αναφέρει η επιστολή, «οι συνάδελφοι μας που προσπαθούσαν να διαφύγουν δεχόντουσαν επίθεση με πέτρες και φραστικές επιθέσεις από ένα τμήμα των διαδηλωτών που φώναζαν «κάψτε τους» και «να πεθάνουν οι απεργοσπάστες τα γουρούνια». Ένας συνάδελφος που διέφυγε από την κυρία είσοδο, που σύμφωνα με τη λάσπη ήταν κλειδωμένη, κινδύνεψε να λιντσαριστεί δια λιθοβολισμού».
Για το καταλόγισμό ευθυνών στην επιστολή σημειώνεται ότι: «Για να μην ξαναθρηνήσουμε θύματα ούτε εμείς, ούτε άλλοι εργοδότες, ούτε η κοινωνία, η υπόθεση της δολοφονίας των συναδέλφων μας πρέπει να εξετασθεί με ηρεμία, ειλικρίνεια και σε βάθος από όλες τις αρμόδιες Αρχές ως προς την ενεργητική ή παθητική συμμετοχή όλων των κατά νόμο εμπλεκομένων, Αστυνομία, Πυροσβεστική, Πολεοδομία, Επιθεώρηση Εργασίας, Εργοδοσία και για την απόδοση τυχόν ευθυνών αλλά και για προληπτικούς λόγους για το μέλλον.
» Ως προς την ουσία όμως του τραγικού περιστατικού σας διαβεβαιώνω και προσωπικά ότι δεν πρόκειται να ησυχάσουμε ποτέ αν δεν βρεθούν και τιμωρηθούν οι δολοφόνοι των συναδέλφων μας. Όσο για τους ηθικούς αυτουργούς και τους κομματικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς που τους συντηρούν και τους φανατίζουν ας λογοδοτήσουν στην οικογένειά τους, στην κοινωνία και στο Θεό.»
Καταλήγοντας στην επιστολή του ο Ανδρέας Βγενόπουλος υπογραμμίζει ότι «το τραγικό κατάστημα στην Σταδίου δεν θα λειτουργήσει ποτέ ξανά. Η 5η Μαΐου θα είναι πάντα για μας μέρα αργίας και μνήμης των συναδέλφων μας και οι οικογένειές τους έχουν γίνει ήδη και δικές μας. Η λάσπη δεν μας αγγίζει. Η οδύνη μας βαραίνει, αλλά και μας δυναμώνει για τη κρίσιμη περίοδο που διανύουμε. Αναπάντητο όμως μένει το ερωτηματικό σε ποια Πολιτεία και σε τι κοινωνία ζούμε επιτέλους».