Αν δεν υπήρχε ο Ρίσαρντ Καπισίνσκι, θα ήταν αδύνατον να πιστέψει κανείς πως ένας από τους πέντε σημαντικότερους πολεμικούς ρεπόρτερ του 20ού αιώνα και εκ των κορυφαίων της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας θα προερχόταν από την Πολωνία, μια μεσαίου μεγέθους φτωχή ευρωπαϊκή χώρα. Από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού είχαμε βεβαίως δύο κορυφαίους ρεπόρτερ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ερεμπουργκ και τον Γκρόσμαν- αλλά δεν υπάρχει θέμα σύγκρισης. Ο Καπισίνσκι κατάφερε να διευρύνει το θεματικό περιεχόμενο του ρεπορτάζ ξεπερνώντας συχνά το θέμα του και κυρίως να το προεκτείνει στην ιστορική προοπτική που καθιστά τα κείμενά του προσδιοριστικά του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο- ιδίως αυτόν που δεν γνωρίζουμε. Ουδείς έγραψε για την Αφρική την περίοδο που τελείωνε η αποικιοκρατία, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄50 και εξής, όπως ο Καπισίνσκι. Και τα βιβλία του για την πτώση του Χαϊλέ Σελασιέ της Αιθιοπίας, όπως και του σάχη Ρεζά Παχλεβί, παραμένουν αξεπέραστα. Βιβλία για σεμινάριο και ταυτόχρονα αναγνώσματα που διαβάζεις απνευστί.
Ετσι, λοιπόν, η έκδοση μιας επιλογής από τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του μάς προσφέρει το πορτρέτο του ρεπόρτερ πίσω από τα γεγονότα, του συγγραφέα που αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες του ρεπορτάζ, του ανθρώπου ο οποίος ζει την Ιστορία τη στιγμή που δημιουργείται αλλά και του ευαίσθητου παρατηρητή που μέσα σε ένα μικροπεριστατικό προβάλλει έναν ολόκληρο κόσμο.
Δεν πρόκειται για το γνωστό είδος συνεντεύξεων όπου περιγράφονται στόχοι, προθέσεις και τα συμπαρομαρτούντα. Εχουμε τις εξομολογήσεις ενός ανθρώπου που έζησε τα γεγονότα σαν να ήταν μέρος του εσωτερικού του κόσμου, που πέρασε άπειρες φορές δίπλα στον θάνατο, έζησε πάνω από είκοσι πραξικοπήματα, φυλακίστηκε σε διάφορες χώρες του Τρίτου Κόσμου και ομολογεί πως αυτά που κατάφερε να καταθέσει δεν υπερβαίνουν το 10% των όσων έζησε.
Μια σύνθετη εικόνα του κόσμου
Το δημοσιογραφικό κείμενο είναι κείμενο ανοιχτό, κείμενο της στιγμής, το οποίο προϋποθέτει τη συνέχειά του και αυτούς που παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον ιστορικό χρόνο θα τον προεκτείνουν στο δικό τους παρόν αλλά και στον μέλλοντα χρόνο. Τα γεγονότα αλλάζουν τις αναμνήσεις όταν μεσολαβεί κάποιο διάστημα ανάμεσα στη στιγμή που τα ζεις και σε αυτήν που τα καταγράφεις. Τίποτε επομένως δεν είναι απολύτως ακριβές ως καταγραφή σε σχέση με το πραγματικό συμβάν, υποστηρίζει ο Καπισίνσκι. Αλλά η μεγάλη πρόκληση είναι να βρει κανείς την ουσία κάτω από το περίβλημα, το είδος και το μέγεθος της διαδικασίας μέσα στην ιστορική μεταβολή.
«Δεν έγραψα το “Ο σάχης των σάχηδων” για να περιγράψω την ιρανική επανάσταση» μας λέει. «Με ενδιέφερε το φαινόμενο, το πώς μια παλιά, παραδοσιακή κουλτούρα, ένας αρχαίος πολιτισμός,αποκρούει την προσπάθεια να του επιβληθεί ένα άλλο πολιτισμικό μοτίβο,μια πιο προοδευτική κατάσταση». Εκείνο λοιπόν που προέχει και αποτελεί το βασικό κίνητρο είναι η δύναμη των αναλογιών, το πώς δηλαδή από ένα φαινόμενο αντλούμε συμπεράσματα για κάποιο άλλο και κατά συνέπεια διαμορφώνουμε μια πιο σύνθετη εικόνα του κόσμου γύρω μας και πέρα από μας.
Επί του προκειμένου διαπιστώνουμε ότι, πέραν του πάθους και των ενδιαφερόντων του Καπισίνσκι, υπάρχει και ένα στοιχείο ρομαντισμού που τον συνδέει με την πολωνική παράδοση, αφού, όπως τονίζει, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς της Πολωνίας υπήρξαν ρομαντικοί. Αλλωστε η λέξη roman στα γαλλικά σημαίνει περιπέτεια και, όπως ομολογεί ο ίδιος, «είναι αιχμάλωτος του εαυτού του», δηλαδή της ρομαντικής του φύσης.
Σήμερα είναι σχεδόν αυτονόητο ότι η σύγχρονη δημοσιογραφία είναι συνδυασμός ρεπορτάζ και στρατευμένων σχολίων. Ο Καπισίνσκι τα έκανε αυτά από τη δεκαετία του ΄60, προτού εμφανιστεί η λεγόμενη «νέα δημοσιογραφία» στον Νέο Κόσμο και πριν από την επιβολή της τηλεόρασης. Ταυτοχρόνως ανήγαγε το ρεπορτάζ σε υψηλή λογοτεχνία (δεν είναι άλλωστε τυχαίο που προτάθηκε τόσες φορές για το βραβείο Νομπέλ). Ο αναγνώστης των συνεντεύξεων αυτών θα νιώσει να συναρπάζεται από το πώς ο δαιμόνιος εκείνος ρεπόρτερ ήξερε να οργανώνει οριζοντίως και καθέτως το υλικό του συνδυάζοντας το βίωμα, την παρατήρηση και τη συγκίνηση. Οι νεότεροι δημοσιογράφοι έχουν επίσης να μάθουν πολλά για το τι σημαίνει πρωτότυπο και προσωπικό ρεπορτάζ. Και οι ταξιδιογράφοι επίσης, από έναν επαγγελματία που συνομιλούσε νοερά με τον Ηρόδοτο, που το παράδειγμά του τού εξηγούσε τι σημαίνει να εντάσσεσαι στον κόσμο που περιγράφεις.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Ο Καπισίνσκι γεννήθηκε το 1932 και πέθανε το 2007. Για τη δημοσιογραφία υπήρξε θρύλος. Για τη λογοτεχνία επίσης,αφού τα ρεπορτάζ του λειτουργούν ως μυθοπλασία υψηλού βολτάζ μεταφέροντας τον αναγνώστη στο κέντρο της εμπειρίας που τα προκαλεί.Μετά τον θάνατό του,όπως είναι της μόδας την σήμερον ημέρα,κατηγορήθηκε ότι υπήρξε «πληροφοριοδότης» του κομμουνιστικού καθεστώτος και μάλιστα ότι είχε καρφώσει συναδέλφους του. Οι κατηγορίες κατέπεσαν σύντομα αλλά ακολούθησαν άλλες: ότι λ.χ.πολλά από τα όσα περιγράφει στα βιβλία του δεν τα έζησε και ότι οι ανταποκρίσεις του είναι γεμάτες πραγματολογικά σφάλματα.Είναι σύμπτωμα των καιρών, όπως αντίστοιχα και οι ανυπόστατες κατηγορίες πριν από δύο χρόνια κατά του Μίλαν Κούντερα,ότι τάχα κι αυτός υπήρξε πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών.Το άλλο ερώτημα,αν όσα έγραφε ο Καπισίνσκι ήταν καθ΄ υπόδειξη των Αρχών, είναι δευτερεύον, αν όχι τριτεύον. Ο ίδιος δίνει την απάντηση άλλωστε: Ο Τρίτος Κόσμος,όπου έζησε όλα του σχεδόν τα χρόνια ως ρεπόρτερ,δεν παρουσίαζε ουσιαστικά κανένα ενδιαφέρον για το πολωνικό καθεστώς, αφού η χώρα δεν είχε δεσμούς με την Αφρική ούτε και συμφέροντα. Τότε για ποιον λόγο τον κρατούσαν ανταποκριτή στην Αφρική; Είναι πολύ απλό. Οι ανταποκρίσεις του διαβάζονταν από εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες. Δεν λογοκρίνονταν, όπως λέει, αλλά ο ίδιος λογόκρινε τον εαυτό του.Το ότι υπ΄ αυτές τις συνθήκες μας έδωσε ένα τέτοιο λαμπρό έργο είναι χωρίς αμφιβολία αξιοθαύμαστο.