Περί το 1,2 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι έχει απολέσει η ελληνική οικονομία, τα τελευταία 10 χρόνια, λόγω της τακτικής της Τουρκίας να διατηρεί την επιβολή δασμών αλλά και διοικητικών εμποδίων σε μια σειρά προϊόντα, παρά την τελωνειακή της ένωση με την ΕΕ από το 1996. Το θέμα, το οποίο καθίσταται επίκαιρο λόγω της επίσκεψης στην Ελλάδα του τούρκου πρωθυπουργού κ. Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν, κινείται στα «ρηχά νερά» της ευρωπαϊκής και ελληνικής διπλωματίας και δεν έχει παρουσιάσει καμία πρόοδο, παρ΄ όλες τις ετήσιες συναντήσεις μεταξύ των τεχνοκρατών της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Γραμματείας Εξωτερικού Εμπορίου της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα- μεταξύ άλλων – είναι η θεαματική ανατροπή του εμπορικού ισοζυγίου ΕλλάδαςΤουρκίας υπέρ της δεύτερης.
Η Συμφωνία Τελωνειακής Ενωσης μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας αποφασίστηκε το 1995 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996. Η συμφωνία προέβλεπε- μεταξύ άλλων- την ελεύθερη κυκλοφορία εμπoρευμάτων με κατάργηση των τελωνειακών δασμών και φόρων, απαγόρευε την επιβολή εσωτερικών φόρων οποιασδήποτε φύσεως στα εισαγόμενα προϊόντα- πέραν εκείνων που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στα ομοειδή εγχώρια προϊόντα-, εξαιρούσε την ελεύθερη κυκλοφορία γεωργικών προϊόντων με περίοδο προσαρμογής και καταργούσε κάθε τεχνικό εμπόδιο σε βάθος πενταετίας, δηλαδή ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.
Ηδη όμως από το 2004, οι προξενικές αρχές μας στην Κωνσταντινούπολη προειδοποιούσαν τους αρμοδίους για τις τουρκικές πρακτικές, επισημαίνοντας τις απώλειες για την ελληνική οικονομία. «Με μετριοπαθή υπολογισμό, εκτιμάται ότι η απώλεια για τη χώρα μας λόγω μη πραγματοποιούμενων εξαγωγών ανέρχεται σε τουλάχιστον 125 εκατ. ευρώ ετησίως» αναφερόταν σε σχετικό σημείωμα.
Δυστυχώς η ερμηνεία και η εφαρμογή της συμφωνίας από τουρκικής πλευράς παραμένει επιεικώς παρεξηγήσιμη. Ειδικότερα, οι τουρκικές αρχές έχουν επιμηκύνει την περίοδο προσαρμογής για τα γεωργικά προϊόντα (δηλαδή την εξαίρεσή τους από το καθεστώς ελεύθερης διακίνησης) και εξακολουθούν αυθαιρέτως να θεωρούν γεωργικά προϊόντα τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα (τρόφιμα, αναψυκτικά, ποτά), «μπλοκάροντας» την είσοδό τους στην αγορά.
Ακόμη, πέραν των προβλεπομένων δασμών επιβάλλονται πρόσθετες επιβαρύνσεις, όπως εισφορά υπέρ σεισμοπαθών ή υπέρ του στρατού, οι οποίες είναι πολλαπλάσιες της δασμολογικής επιβαρύνσεως και υπερβαίνουν συχνά το 100% της συνολικής αξίας του προϊόντος. Επίσης, η Τουρκία παραβιάζει την υποχρέωση σεβασμού των προστατευομένων επωνυμιών, παράγοντας και εξάγοντας συστηματικά προϊόντα προέλευσης, όπως ελιές Καλαμάτας, φέτα κτλ.,
ιδίως σε τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ.
Για την εισαγωγή τροφίμων απαιτούνται χρονοβόρες διαδικασίες, όπως η εξασφάλιση άδειας εισαγωγής ανά παρτίδα και η αναγραφή του αριθμού αδείας επί της συσκευασίας του προϊόντος. Ακόμη, το καθεστώς εισαγωγής και διακίνησης αλκοολούχων είναι τόσο δεσμευτικό που στην ουσία την καθιστά απαγορευτική. Επιπροσθέτως, παρ΄ όλο που από το 2004 το σήμα CΕ είναι αποδεκτό, ο εισαγωγέας οφείλει να καταθέτει τεχνικό φάκελο προς έγκριση στον τουρκικό ΕΛΟΤ ώστε να εξασφαλίσει πιστοποιητικό καταλληλότητας, μια διαδικασία ακριβή και χρονοβόρα.
Οι συνέπειες για την Ελλάδα
Πρακτικά, η εξαγωγή ελληνικών γεωργικών και μεταποιημένων προϊόντων προς την Τουρκία καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Ενώ η ελληνική (και η ευρωπαϊκή) αγορά είναι ανοικτή για τα τουρκικά προϊόντα, δεν συμβαίνει και το αντίστροφο.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο κλάδος των ποτών και τροφίμων ο οποίος αντιπροσωπεύει το 20% των ελληνικών εξαγωγών, ωστόσο προς την Τουρκία πραγματοποιεί πολύ χαμηλές εξαγωγές, λόγω της προβληματικής εφαρμογής της Συμφωνίας Τελωνειακής Ενωσης.
Αλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι η εξαγωγή αναψυκτικών και ποτών προς την Τουρκία. Η ετήσια κατανάλωση ρακής στην Τουρκία ξεπερνά τα 70 εκατ. λίτρα, αλλά οι έλληνες παραγωγοί ούζου και συναφών ποτών δεν μπορούν εύκολα να προσεγγίσουν τα ράφια των τουρκικών σουπερμάρκετ, όσο διαρκεί το σημερινό απαγορευτικό καθεστώς.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από το 1998 και μετά το ως τότε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδας- Τουρκίας ανετράπη εις βάρος της χώρας μας και παραμένει ελλειμματικό.
«Οι τουρκικές αρχές, την περίοδο 2001-2003, δήλωναν ανεπισήμως ότι θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της Συμφωνίας εάν και όταν λάβουν ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Πλέον, θα δηλώνουν ότι θα ανταποκριθούν εάν και όταν εξασφαλίσουν ότι θα γίνει η χώρα τους πλήρες μέλος της ΕΕ. Είναι προφανές ότι δεν πιέζονται από καμία πλευρά για να προσαρμοσθούν. Η Τουρκία θα επιδιώξει τη σημερινή τακτική για τουλάχιστον άλλη μία δεκαετία» αναφέρουν διπλωματικοί κύκλοι.