Ρητά ή σιωπηρά, όλοι το έχουμε πάρει απόφαση: η κρίση που ενέσκηψε ήλθε για να μείνει. Για τους περισσότερους ανάμεσά μας το μέλλον προβάλλει μουγκό και αβέβαιο, ίσως και ζοφερό. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι νέοι δεν νιώθουν πια νέοι και οι λιγότερο νέοι αισθάνονται ξεπερασμένοι από τα γεγονότα και ανήμποροι να σκεφθούν για το μέλλον τους. Το σήμερα είναι ήδη χειρότερο από το χθες και το αύριο προοιωνίζεται χειρότερο από το σήμερα. Ελάχιστα χρόνια μετά την αυτάρεσκη ολυμπιακο-ποδοσφαιρική εθνεγερσία, το ξεχασμένο φάντασμα της εθνικής μας «Ψωροκώσταινας» θα εμφανισθεί και πάλι στο προσκήνιο. Με τη διαφορά ότι η νέα μικρά Ελλάς δεν θα μπορεί καν πλέον να επαναπαύεται στην εντιμότητά της. Η απειλούμενη υλική υποβάθμιση εμφανίζεται ως θεία δίκη.
Επειδή όμως δεν νοείται συλλογική ανεντιμότητα ή ευθύνη, οι πολίτες βρίσκονται υπό το κράτος όχι μόνο απόγνωσης αλλά και οργής. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ερωτήματα «ποιος φταίει» και «γιατί φθάσαμε εδώ» πλανιόνται στα χείλη όλων. Κανείς δεν θα μπορούσε να έχει φαντασθεί πως μέσα σε λίγους μήνες ένας ολόκληρος κόσμος θα απειλούνταν με άμεση κατάρρευση και αποσύνθεση. Και στο μέτρο ακριβώς που κανείς δεν ξέρει πώς, ποτέ και αν θα αρχίσουν να αμβλύνονται οι παρενέργειες της κρίσης, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ποιος θα αντιδράσει πώς, πότε και προς ποια κατεύθυνση. Σε τέτοιες στιγμές, συνετοί οικογενειάρχες μπορεί να μετατραπούν σε βίαιους ταραξίες και πειθήνιοι αμνοί σε φλογερούς δημεγέρτες. Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει αν η γενικευμένη δυσανεξία προαναγγέλλει ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις και αποφασιστικές μεταλλαγές στη λειτουργία του δικομματικού δημοκρατικού μας συστήματος. Ενα όμως φαίνεται βέβαιο. Η «αναγκαία» υποταγή στα κελεύσματα του ΔΝΤ και της ΕΕ σηματοδοτεί το τέλος ή ίσως και την ολοκλήρωση της «μεταβατικής» περιόδου που, είτε βιαστικά είτε προφητικά, είχαμε σπεύσει να ονομάσουμε μετα-πολίτευση. Αν δεν μας πεθάνει και δεν πεθάνει και η ίδια, η χώρα στην οποία θα ζήσουμε θα είναι διαφορετική από εκείνη που γνωρίζαμε. Τριάντα έξι χρόνια μετά τη «μετάβαση προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία» του 1974 η χώρα φαίνεται πλέον να μετα-βαίνει πλησίστια προς νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και εκλογίκευσης. Αργά αλλά σταθερά, η καπιταλιστική Ελλάδα καλείται να κινηθεί στροβιλιζόμενη στους ρυθμούς του υπόλοιπου κόσμου και να γίνει μια χώρα όπως όλες οι άλλες. Δίκτυα προστασίας
Ολα λοιπόν φαίνεται να αλλάζουν. Οποιες και να είναι οι εξελίξεις, η κοινωνία που θα ανατείλει θα απέχει παρασάγγας από την κοινωνία που μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον θεωρούσε ότι μπορεί να επιβιώνει και να αναπαράγεται με τους δικούς της εντελώς ιδιότυπους, ίσως μάλιστα και πρωτόγνωρους όρους, μια κοινωνία που πίστευε πως είναι πάντα σε θέση να επινοεί εξόδους από τα οποιαδήποτε αδιέξοδα. Να θυμηθούμε απλώς ότι για μισό σχεδόν αιώνα τα οικονομικά μεγέθη μεγεθύνονταν και τα κέρδη συσσωρεύονταν δίχως να αναπτύσσεται η χώρα, η ατομική κατανάλωση αυξανόταν δίχως να εμπλουτίζεται ο παραγωγικός ιστός, τα πρότυπα ζωής προσαρμόζονταν γοργά στις σειρήνες της καταναλωτικής μαγείας δίχως να μεταλλάσσονται οι παραγωγικές δομές και σχέσεις. Μια χώρα που άλλαζε συνεχώς τον τρόπο και το επίπεδο της ζωής της, μπορούσε να παραμένει εγκλωβισμένη σε αμετακίνητα οργανωτικά σχήματα.
Για την πλειοψηφία του πληθυσμού, στο ιδιότυπο νεοελληνικό «μικρομεσαίο θαύμα» μιας συναινετικά αναπαραγόμενης κοινωνίας όλοι βρίσκουν τη θέση τους και όλοι μπορούν να προσβλέπουν στην απόλαυση αναπτυξιακών καρπών δίχως να υφίστανται παραγωγικές προϋποθέσεις. Ολες οι πολιτικές παρατάξεις συμφωνούσαν σιωπηρά ότι το «κοινωνικό ζήτημα» μπορεί να εξακολουθεί να λιμνάζει δίχως να εκρήγνυται και ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις μπορεί να αναστέλλονται μέσα από άτυπες και προσωρινές διευθετήσεις. Ελισσόμενη σε παράλληλες επίσημες και υπόγειες διαδρομές, η πολυπράγμων αλληλέγγυα οικογένεια μπορούσε να επινοεί υποτυπώδη δίκτυα προστασίας για ευρύτατα στρώματα ενός πληθυσμού που και αν ακόμη δυσπραγούσε δεν λιμοκτονούσε… Το ελληνικό δαιμόνιο
Εις πείσμα λοιπόν των συνεχών κρίσεων, οι δυσλειτουργίες του αγοραίου καπιταλιστικού συστήματος εμφανίζονταν εν τέλει ως διαχειρίσιμες. Το ελληνικό δαιμόνιο πίστευε στην καλή του μοίρα ακόμη και αν- ίσως μάλιστα και επειδή- η νεοελληνική κοινωνία απέκλινε από τα παγκοσμίως ισχύοντα πρότυπα. Η αδράνεια και η αλαλία των πολιτικών υπέθαλπαν μια γενικευμένη αποδοχή του υπάρχοντος. Αυξάνοντας συνεχώς την κατα ναλωτική της ευμάρεια δίχως να υφίσταται τις καταλυτικές συνέπειες του παραγωγικού εκσυγχρονισμού, η εύθυμη Ελλάδα της ευλύγιστης επιβίωσης και των χαμηλών ποσοστών κοινωνικού αποκλεισμού, ψυχικών ασθενειών και αυτοκτονιών μπορούσε να αυτοπροβάλλεται αυτάρεσκα ως πολιτιστικός παράδεισος. Ο ιδιότυπος νεοελληνικός ρατσισμός ήταν πρωτίστως ναρκισσιστικός.
Ομως, η υλική βάση για τέτοιους περίτεχνους τετραγωνισμούς του κύκλου παρέμενε όχι μόνο σαθρή αλλά και εν δυνάμει εκρηκτική. Να θυμηθούμε ότι ακόμη και σήμερα η μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνάει το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού, ότι οι νανώδεις και ελάχιστα παραγωγικές επιχειρήσεις στηρίζονται πρωτίστως στην αυτοαπασχόληση και πολυαπασχόληση των μελών της ευρείας οικογένειας, ότι το προαναγγελλόμενο από τους ειδήμονες «τέλος των αγροτών» δεν ήλθε ποτέ, ότι το μεγαλύτερο μέρος του μεγάλου κεφαλαίου συσσώρευσε τα δυσθεώρητα κέρδη του μέσα από προνομιακές σχέσεις με το Κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, η στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων μπορούσε να συμβαδίζει με σημαντικά περιθώρια ευέλικτων ατομικών και οικογενειακών επιβιωτικών στρατηγικών, οι ανθούσες παραοικονομικές δραστηριότητες να επανορθώνουν μερικές από τις αθλιότητες, τις ανισότητες και τις ανεπιείκειες της επίσημης αγοράς και το πελατειακό κράτος να παρέχει στοιχειώδη προστασία στα βιοτικά αδιέξοδα του ενός τετάρτου περίπου του πληθυσμού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η αποκρυστάλλωση ενός πρωτόγνωρου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής. Η καπιταλιστική κερδοσκοπία των μεγιστάνων υλοποιούνταν έξω από την ιθαγενή καπιταλιστική αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι επιβίωναν στα πολλαπλασιαζόμενα διάκενα ενός διάτρητου κοινωνικού συστήματος και ο κρατικός μηχανισμός δρούσε ως αν η απρόσκοπτη αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων μπορούσε να συνεχίζεται αυτομάτως και επ΄ άπειρον. Βοηθούσης και της πάνδημης διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της πανταχού παρούσας μεγάλης και μικρής διαπλοκής, η δύσοσμη κερδοσκοπική σκορδαλιά φαινόταν να μπορεί να παρασκευάζεται και να τρώγεται χωρίς σκόρδο.
Οικουμενική οργάνωση
Το σύστημα άρχισε να κλονίζεται στη δεκαετία του 1990. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης πλέον ελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας όλες οι παραδοσιακές μορφές «προστασίας» της εθνικής παραγωγής, του εθνικού κοινωνικού ιστού, των εθνικών οικονομιών, του εθνικού νομίσματος αλλά και των εθνικών αστικών τάξεων εμφανίζονταν πια ατελέσφορες. Καμία χώρα δεν θα μπορέσει πλέον να επιζήσει παρακάμπτοντας τις προδιαγραφές του παγκόσμιου παραγωγιστικού ανταγωνισμού. Στο εξής δεν μπορεί πια να υπάρχουν εθνικές αποχρώσεις καπιταλιστικών μορφών οργάνωσης της κοινωνίας. Η καπιταλιστική κερδοφορία οργανώνεται σε οικουμενική βάση πάνω στις ίδιες αδυσώπητες προδιαγραφές και με τυποποιημένες και στερεότυπα επαναλαμβανόμενες συνταγές. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η πλήρης απορρύθμιση των συναλλαγών, ο περιορισμός του κόστους παραγωγής, η μείωση των εργατικών μισθών, η συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του δημόσιου τομέα εμφανίζονται ως αυτονόητοι πολιτικοί μονόδρομοι. Με τον οικουμενικό θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, η ελεύθερη οικονομία φαίνεται να «εκδικείται» όσες κοινωνίες και πολιτικές παρατάξεις τολμούν να αμφισβητήσουν έμπρακτα την παντοκρατορία τους. Οσοι δεν υποτάσσονται στη φωνή της λογικής θα τιμωρηθούν ή θα αποπεμφθούν ως ανεύθυνοι, αιθεροβάμονες ή επικίνδυνοι…
Με αυτή την έννοια, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το ιστορικό νόημα της τρέχουσας περιόδου μπορεί να συνοψισθεί στη μη διαπραγματεύσιμη επιταγή μιας μετάβασης σε ένα «κανονικά» ολοκληρωτικό καπιταλιστικό σύστημα. Η Ελλάδα καλείται να υποταχθεί στους «κανόνες των αγορών» και να προσανατολιστεί αταλάντευτα προς την κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα προώθηση της παραγωγικής ανταγωνιστικότητας εις βάρος των οποιωνδήποτε κοινωνικών κατακτήσεων και αδιαφορώντας για την επιβίωση της κοινωνικής συναίνεσης. Ο παγκοσμιοποιημένος υπερεπικρατειακός καπιταλισμός δεν έχει λόγο να αντιτίθεται στις οποιεσδήποτε «τοπικές» μορφές ανεργίας, εξαθλίωσης ή βιαίας προλεταριοποίησης των παραδοσιακά αυτοαπασχολούμενων μικρομεσαίων στρωμάτων. Υπό τους όρους αυτούς, αν μια χώρα δεν προσαρμοσθεί προς τας υποδείξεις, θα εκβληθεί απλώς από τη διεθνή κοινότητα των έντιμων κερδοσκόπων. Οπότε και το τίμημα θα είναι ακόμη βαρύτερο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αδυσώπητη αντικειμενική προέκταση της τρέχουσας συγκυρίας. Μια διεφθαρμένη και αναποτελεσματική αλλά ανθρώπινη και στοιχειωδώς αλληλέγγυα κοινωνία που βαυκαλιζόταν ακόμη πως μπορεί να επιζεί βολεύοντας τα πάντα εκ των ενόντων καλείται να μεταμορφωθεί σε μιαν έλλογη, «υπεύθυνη» και αμείλικτα απάνθρωπη ατομοκεντρική κοινωνία όπου όλοι μπορεί να επαίρονται πως κανείς δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν. Αυτό ακριβώς είναι το ευγενές όραμα του παγκοσμιοποιημένου αναπτυξιακού καπιταλισμού. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω.