Η παρούσα οικονομική κρίση μάς έχει εκ των πραγμάτων αναγκάσει να δούμε και το πώς λειτουργούν οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς και ο ανταγωνισμός στη χώρα μας. Ενα μεγάλο πρόβλημα είναι τα κάθε λογής ρυθμιστικά εμπόδια που το κράτος επιβάλλει ή ανέχεται σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας με αποτέλεσμα να πλήττονται ο ελεύθερος ανταγωνισμός και, τελικώς, οι καταναλωτές. Χρειάζεται όμως προσοχή στη δράση μας. Δεν πρέπει λόγω της συγκυρίας να τρέξουμε σε επιφανειακές και γρήγορες «λύσεις», αλλά θα πρέπει να δράσουμε συστηματικά και επιστημονικά, διαφορετικά η ερασιτεχνικότητα της στιγμής θα αποδειχθεί χειρότερη από τη χρόνια αβελτηρία. Δεν λέει τίποτα το να καταργήσουμε αμέσως κάποια ρυθμιστικά εμπόδια, μόνο και μόνο για να το παρουσιάσουμε ως άμεσο επίτευγμα στους εταίρους μας, στο ΔΝΤ ή στις αγορές. Χρειάζονται, αντίθετα, θεσμικές προσεγγίσεις ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο την απελευθέρωση των ελλήνων καταναλωτών από τα ήδη υπάρχοντα εμπόδια και στρεβλώσεις αλλά και ότι από εδώ και πέρα δεν θα είναι δυνατό στο κράτος να εισάγει τέτοια εμπόδια.
Εκείνο που πρέπει να γίνει είναι μια συστηματική εξέταση καθενός ρυθμιστικού εμποδίου, όσο «ιερό» και να είναι, και μια ανάλυση οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Να δούμε ξανά τους λόγους για τους οποίους τέθηκε και να επαληθεύσουμε αν αυτοί ισχύουν ακόμη. Να δούμε μετά ποιος κερδίζει από το συγκεκριμένο εμπόδιο και ποιος χάνει, κάνοντας μια ποσοτική και ποιοτική ανάλυση. Θα πρέπει εδώ να υπολογίσουμε και το σωρευτικό αποτέλεσμα πολλών ρυθμιστικών εμποδίων για τους πολλούς. Επίσης, σε τελική ανάλυση αυτοί που φαίνεται ότι προστατεύονται από ένα ρυθμιστικό εμπόδιο μπορεί μακροπρόθεσμα να χάνουν γιατί ο προστατευτισμός καταλήγει να δημιουργεί μαλθακότητα. Ενα μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πρόβλημα αυτό.
Ομως δεν αρκεί να δράσουμε κατασταλτικά. Πρέπει κυρίως να επενδύσουμε στην προληπτική δράση. Στο εξωτερικό η ανάλυση των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό της νομοθεσίας και των κρατικών ρυθμίσεων είναι κάτι που γίνεται προληπτικά, με αρκετή επιτυχία. Στη Μ. Βρετανία η σχετική ευθύνη μοιράζεται μεταξύ της επιτροπής ανταγωνισμού (Οffice of Fair Τrading) και ενός ειδικού οργάνου, του Βetter Regulation Εxecutive. Στο Μεξικό κάθε νομοθετική πρόταση που μπορεί να έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό υποχρεωτικά γνωστοποιείται στην επιτροπή ανταγωνισμού. Παρόμοιες ρυθμίσεις υπάρχουν και σε άλλες χώρες.
Το παρόν νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα προβλέπει μεν την εκπόνηση εκθέσεων αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων από τα υπουργεία και άλλους κρατικούς φορείς υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, και θα μπορούσε να ενταχθεί εδώ και ο έλεγχος επιπτώσεων στον ανταγωνισμό. Ομως το σύστημα αυτό δεν φαίνεται να λειτούργησε ικανοποιητικά και αφορά ουσιαστικά μόνο τη μελλοντική νομοθεσία και όχι την ήδη υπάρχουσα. Επομένως το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να θέσουμε άμεσα σε λειτουργία μικρές ευέλικτες ομάδες που με επιστημονικό και διαφανή τρόπο θα επανεξετάσουν όλα τα ρυθμιστικά εμπόδια της υπάρχουσας νομοθεσίας αλλά και θα εξετάζουν στο μέλλον με συστηματικό τρόπο κάθε προτεινόμενο νομοθέτημα, απόφαση ή μέτρο από πλευράς συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ο κ. Ασημάκης Κομνηνός είναι εισηγητής- μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Visiting Research Fellow στο University College London και εκφράζει προσωπικές απόψεις.