Συνέβη και αυτό. Τα Σκόπια προσφέρθηκαν προ ημερών να βοηθήσουν την Ελλάδα να ξεπεράσει την οικονομική κρίση! Η είδηση πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, είναι όμως χαρακτηριστική της εικόνας που παρουσιάζει η χώρα μας προς τα έξω την περίοδο αυτή. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων κ. Μιλόσοσκι εξέφρασε την ανησυχία του για τη συνεχιζόμενη κρίση στην Ελλάδα και πρότεινε μια πρωτοβουλία «που ίσως βοηθήσει κάπως». Την υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, «ώστε οι έλληνες επενδυτές να έχουν ένα καλύτερο κλίμα για την εξασφάλιση κερδών». Συγκινητικό πράγματι το ενδιαφέρον του σκοπιανού υπουργού, καθώς μάλιστα την προηγουμένη είχε επαναλάβει την πρόθεσή του να ανακοινωθεί η ανάληψη της εξάμηνης προεδρίας της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης από την πΓΔΜ με τον τίτλο «Μακεδονική Προεδρία 2010», απλώς για να προστεθεί ένα ακόμη αγκάθι στις σχέσεις με την Ελλάδα. Πρόκειται για μια ακόμη προκλητική (και χωρίς ουσιαστικό νόημα) ενέργεια που έρχεται να προστεθεί στη δήλωση του σκοπιανού πρωθυπουργού ότι, ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία στην ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», ο ίδιος θα καλέσει τον λαό σε δημοψήφισμα και θα ζητήσει να καταψηφισθεί η πρόταση αυτή.
Oλα αυτά ίσως δεν θα είχαν ιδιαίτερη σημασία αν δεν συνέπιπταν με τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο λόγω της αναξιοπιστίας που επέδειξε όλα αυτά τα χρόνια. Μια ματιά στις ξένες εφημερίδες ή στα ξένα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς. Προφανές είναι ότι η κατάσταση αυτή προκαλεί πρόσθετα εμπόδια στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων. Διότι ο οικονομικά αδύναμος είναι ταυτόχρονα και πολιτικά αδύναμος. Αυτή είναι άλλωστε η άλλη πλευρά της οικονομικής κρίσης, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς. Πώς μπορεί να ζητήσει τώρα η πανταχόθεν βαλλόμενη και ανυπόληπτη Ελλάδα τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή του ΝΑΤΟ εν όψει των επικείμενων συζητήσεων για την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων; Και είναι φυσικό οι γείτονές μας να γνωρίζουν την αδυναμία αυτή, με αποτέλεσμα να σκληραίνουν ακόμη περισσότερο τη στάση τους. Δεν είναι τυχαίο ότι κατέληξε και πάλι σε αδιέξοδο η συνάντηση που είχε την περασμένη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, εν μέσω φημών ότι επισπεύδεται η διαδικασία για «κλείσιμο» του Σκοπιανού.
Μέσα στο βαρύ αυτό κλίμα επαναρχίζουν οι περιώνυμες διερευνητικές επαφές με την Τουρκία και επισκέπτεται την Αθήνα σε λίγες ημέρες ο τούρκος πρωθυπουργός συνοδευόμενος από κουστωδία υπουργών και επιχειρηματιών. Επιχειρείται δηλαδή μια ιδιαίτερα φιλόδοξη επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει το κλίμα της διπλωματίας των σεισμών. Κανένας δεν μπορεί να έχει αντίρρηση για τον διάλογο με την Αγκυρα. Είναι καλύτερα να συζητάς παρά να αντιπαρατίθεσαι στρατιωτικά. Το ερώτημα όμως είναι με τι όπλα προσέρχεσαι στον διάλογο αυτόν. Ιδιαίτερα όταν ο συνομιλητής σου εμφανίζεται ολοένα πιο ισχυρός. Διότι οι πάντες γνωρίζουν ότι η σημερινή Τουρκία έχει κατορθώσει να επιβληθεί ως η μεγάλη περιφερειακή υπερδύναμη, τη στιγμή που η Ελλάδα, λόγω αποκλειστικά των δικών της σφαλμάτων, έχει ουσιαστικά χάσει την εθνική της κυριαρχία και έχει παραδοθεί στους διεθνείς δανειστές της. Και αυτό τα λέει όλα.