Ξαναπιάνω με ανακούφιση το ιλιαδικό αφιέρωμα στον Ηφαιστο, τον συμπαθέστερο μάλλον θεό ανάμεσα στους δώδεκα Ολυμπίους, χωλό και συνάμα διάσημο για τις καλλιτεχνικές του επιδόσεις, όπου εξέχει η εμβληματική ασπίδα του Αχιλλέα, την περίτεχνη κόσμηση της οποίας περιγράφει εξ επαφής ο ποιητής της Ιλιάδας στη δέκατη όγδοη ραψωδία. Περί αυτής όμως περισσότερα την Κυριακή του Πάσχα. Εδώ ενδιαφέρει ο παράτολμος τρόπος με τον οποίο ο ποιητής συνδυάζει στο ποιητικό είδωλο του Ηφαίστου το σωματικό κουσούρι με την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, σάμπως το ένα να ήταν (ή να είναι) αναγκαίο συμπλήρωμα του άλλου. Ο λόγος για τα δύο λογοτυπικά επίθετα του θεού αμφιγυήεις και κλυτοτέχνης, που εγκαινιάζονται και τα δύο στην έξοδο της πρώτης ραψωδίας, στα ίδια μάλιστα συμφραζόμενα και μετά στον ίδιο στίχο. Συγκεκριμένα:

Η ξαφνική επίσκεψη της Θέτιδας στον Ολυμπο και η ένθερμη ικεσία της στον Δία για χάρη του μηνίοντος γιου της παρεξηγείται ως ερωτικό τσιλημπούρδισμα από τη ζηλότυπη Ηρα, η οποία διαμαρτύρεται ελέγχοντας τον, συχνά πυκνά, ερωτόληπτο σύζυγό της. Οργισμένος ο Δίας για τον αδιάκριτο (άστοχο τη φορά αυτή) έλεγχο της νόμιμης συζύγου εκτοξεύει βάναυσες απειλές για παραδειγματική τιμωρία. Στο κρίσιμο αυτό σημείο παρεμβαίνει ο Ηφαιστος, σκοπεύοντας να κατευνάσει την απερίσκεπτη αντίδραση της μάνας του.

Η πρώτη αυτή σύσταση του χωλού θεού στην Ιλιάδα γίνεται με το επαινετικό σήμα κλυτοτέχνης (στ. 571). Στη συνέχεια ωστόσο ο φημισμένος για την τέχνη του θεός σχεδόν διακωμωδείται: αναλαμβάνοντας αυτοβούλως καθήκοντα κεραστή, περιφέρεται, με το γεμάτο νέκταρ κύπελλο στο χέρι, από θεό σε θεό, αρχίζοντας από τη μάνα του. Οπότε οι μάκαρες Ολύμπιοι συλλήβδην ξεσπούν σε ακράτητο γέλιο ( άσβεστος γέλως είναι η πρωτότυπη έκφραση), βλέποντάς τον να σέρνει τα σακατεμένα του πόδια. Επειτα το γλέντι των Ολυμπίων συνεχίζεται με θεσπέσια εδέσματα και ποτά, έξοχη μουσική και υπέροχο τραγούδι, στο οποίο συμβάλλουν ο Απόλλων με τη φόρμιγγά του και οι καλλίφωνες Μούσες· η μία μετά την άλλη. Το βράδυ πέφτει κι είναι αργά: κάθε θεός τραβά στο δώμα του για ύπνο, και τότε το όνομα του Ηφαίστου επανέρχεται, για να δηλωθεί ότι στη δική του επιδέξια έμπνευση και πρακτική οφείλονται τα ωραία δώματα των ολύμπιων θεών. Σ΄ αυτά τα συμφραζόμενα, ο θεός συστήνεται και με τα δύο τώρα λογοτυπικά του σήματα, το ένα πλάι στο άλλο, στον ίδιο στίχο: προηγείται το περικλυτός (αντίστοιχο του κλυτοτέχνης ) και έπεται το αμφιγυήεις. Τι σημαίνει η συντακτική και ποιητική αυτή εξίσωση δύο σωματικών τίτλων, από τους οποίους ο ένας παραπέμπει σε ελάττωμα και ο άλλος σε προσόν; Συνδυάζονται θετικά ή αντιθετικά τα αδέξια πόδια με τα επιδέξια χέρια; Και περί αυτού όμως την Κυριακή του Πάσχα.

Στο μεταξύ μια φευγαλέα παρατήρηση. Αφορά στην πρώτη πάλι ιλιαδική ραψωδία, και σχετίζεται, έμμεσα τουλάχιστον, με τον άσβεστο γέλωτα των θεών, ανεξάρτητα πια από τον Ηφαιστο. Ως γνωστόν, αφετηριακό θέμα της Ιλιάδας είναι η έρις Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, η οποία παροξύνεται στο έπακρο, φτάνοντας στο όριο βίαιου φόνου, ο οποίος αποτρέπεται την τελευταία στιγμή με τη σωστική παρέμβαση της Αθηνάς. Η παρεπόμενη πάντως μήνις του Αχιλλέα (που χαρακτηρίζεται στο προοίμιο από τον ποιητή ουλομένη ) συντηρείται σε δεκαοχτώ ολόκληρες ραψωδίες και στοιχίζει αμέτρητες ζωές Αχαιών και Τρώων, προτού καταλήξει στον θάνατο δύο κορυφαίων ηρώων: του Πατρόκλου και του Εκτορα.

Το θέμα ωστόσο της ερωτολογικής έριδας επανέρχεται στο δεύτερο μέρος της πρώτης ραψωδίας, σε θεολογικό τώρα επίπεδο, μεταξύ Δία και Ηρας. Προς στιγμήν πάει να γίνει και αυτή η έρις βίαιη, διασαλεύοντας την τάξη και τη διάταξη των ολυμπίων θεών. Γρήγορα, όμως, με την παρέμβαση και του Ηφαίστου, κατευνάζεται και εξελίσσεται, όπως είπαμε, σε ασυγκράτητο γέλιο, σε συμποτική και μουσική πανδαισία, για να καταλήξει σε μακάριο ύπνο. Ποιητική εκδοχή που σημαίνει ότι: το ίδιο πάθος (η έρις), ενώ στον κόσμο των θνητών αποκαλύπτεται καταστροφικό και θανάσιμο, στον κόσμο των αθανάτων αναστρέφεται σε ειρωνικό παίγνιο.

Κι ένα επιλογικό ερώτημα: οι ιλιαδικοί ήρωες (άντρες και γυναίκες), που θρηνούν συχνά, γελούν καθόλου; Η καβαφική απάντηση είναι: πολύ σπανίως. Εξαιρετικό παράδειγμα: η κορυφαία συζυγική ομιλία του έπους (ραψωδία Ζ: 390-502) όπου και τα δύο πρόσωπα, χωριστά και από κοινού, μελαγχολικά μειδιούν ή προς στιγμήν και διακριτικά γελούν, καθώς ο μικρός Αστυάναξ περνά από την αγκαλιά της τροφού στην αγκάλη του Εκτορα και μετά από τη δική του αγκαλιά στον κόρφο της Ανδρομάχης, που υποδέχεται τον γιο της δακρυόεν γελάσασα (το δακρυσμένο γέλιο του Σεφέρη). Το άλλο ιλιαδικό μειδίαμα ανήκει στον Αχιλλέα· το ανακάλυψε ο Αντώνης Ρεγκάκος, αποκρυπτογραφώντας ευφυώς και την ποιητολογική του σημασία (Ψ 555).

Τόσα φτάνουν για σήμερα, αναμένοντας και τα επερχόμενα Θεία Πάθη, πλάι στα δικά μας, τα ανθρώπινα.