Την επομένη της ανακοίνωσης του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ο Γιώργος Λούκος με υποδέχεται στο γραφείο του χαλαρός και χαρούμενος: οι εφημερίδες είναι απλωμένες και τα σχόλια του Τύπου για τις εκδηλώσεις του προσεχούς θέρους θετικά. Επιπλέον είναι ικανοποιημένος από τα καλά και ζεστά λόγια του υπουργού ΠολιτισμούΠαύλου Γερουλάνου προς το πρόσωπό του. Μοναδική του στενοχώρια, η ακύρωση παραστάσεων λόγω οικονομικής στενότητας (ο προϋπολογισμός μειώθηκε από 5,3 σε 4,3 εκατ. ευρώ), όπως συνέβη με τη «Μάνα Κουράγιο» της Ντέμπορα Γουόρνερ,με τη Φιόνα Σο στον ρόλο του τίτλου.

Με εξαίρεση τους θερινούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων κινείται μεταξύ των χώρων του Φεστιβάλ, ο Γιώργος Λούκος περνά τον περισσότερο χρόνο του εκτός Ελλάδας ακολουθώντας τις παραστάσεις της Οπερας της Λυών, την οποία διευθύνει. Ζει άλλωστε εκτός περισσότερα από 40 χρόνια, χωρίς να έχει χάσει τα ελληνικά του στοιχεία.

– Κύριε Λούκο,πώς φτιάχνετε το Φεστιβάλ; Φαντάζομαι ότι σας ασκούνται πολλές πιέσεις…

«Το ότι πιέζουν στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό αυτής της χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο στο εξωτερικό, γιατί μιλάω με πολλούς διευθυντές έξω και ξέρω ότι κανείς δεν πιέζεται έτσι. Κανείς δεν σε παίρνει τηλέφωνο να σου πει ότι αν δεν με βάλεις θα κάνω αυτό ή το άλλο… Παίρνω επιστολές υβριστικές, απειλητικές, ορισμένες δε φορές από ανθρώπους που δεν το πιστεύεις».

– Εχετε πολλές προτάσεις κάθε χρόνο; «Είναι τεράστιος ο αριθμός, γιατί στην Ελλάδα είμαστε όλοι καλλιτέχνες. Να σας φέρω ένα παράδειγμα. Το Φεστιβάλ της Αβινιόν δέχεται περίπου 60 γραπτές προτάσεις κάθε χρόνο ενώ εμείς 700, ελληνικές οι περισσότερες, από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε καν… Θυμάμαι ότι την πρώτη χρονιά με κατηγόρησαν γιατί δεν έβαλα στην Επίδαυρο ούτε τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου ούτε το Αμφι-θέατρο. Με τον Σπύρο Ευαγγελάτο ανταλλάξαμε και δημοσίως επιστολές. Αλλάζουν όμως τα πράγματα. Γνωριστήκαμε με τον Ευαγγελάτο και έτσι το κλίμα άλλαξε μεταξύ μας. Τελικά τα κριτήρια επιλογής είναι πάρα πολύ πολύπλοκα».

– Ενδίδετε τελικά… «Η δύναμή μου είναι ότι δεν μένω εδώ. Οταν μένεις εδώ και τους γνωρίσεις όλους, άνθρωπος είσαι κι εσύ, είναι πιο δύσκολο να πεις όχι. Είναι όλοι τους συμπαθητικοί και ας μην εκτιμάς εξίσου τη δουλειά. Οταν όμως τους γνωρίσεις, επηρεάζεσαι. Το ότι μένω έξω μού δίνει μια δύναμη. Εκεί βλέπω πολλές παραστάσεις, είμαι συνέχεια στο θέατρο, κάνω τις επιλογές μου…». – Στην Πειραιώς το κοινό αποτελείται στο μεγαλύτερο ίσως ποσοστό του από ηθοποιούς,σκηνοθέτες… Θα είχε την ίδια ανταπόκριση σε μεγαλύτερους χώρους ή μήπως παραμένει τελικά μια υπόθεση μεταξύ μας;

«Ναι, είναι μεταξύ μας. Μην ξεχνάμε όμως ότι ζούμε σε μια χώ ρα που έχει περισσότερα θέατρα από το Παρίσι και το Βερολίνο μαζί ή και το Λονδίνο. Από τη στιγμή που υπάρχουν όλα αυτά τα θέατρα σημαίνει ότι υπάρχει και κοινό. Στην Πειραιώς είναι συνεχώς κάθε βράδυ όλα sold out. Πράγματι έρχονται πάρα πολύ καλλιτέχνες και νέοι μαθητές, μελλοντικοί του θεάτρου. Ισως να είναι και πιο προσιτό το θέατρο στην ελληνική κουλτούρα που δεν έχουμε κλασική παιδεία. Και η Βενεζουέλα όμως δεν είχε και είδαμε τι έκανε με την Ορχήστρα της».

– Χρόνο με τον χρόνο βάζετε νερό στο κρασί σας;

«Οχι, δεν βάζω καθόλου. Εφέτος πήρα μερικές αποφάσεις λόγω οικονομικών που μπορεί να μην είχα πάρει. Κάλεσα ας πούμε ομάδες όπως το Θέατρο Τέχνης που δεν είχαν συμμετάσχει καθόλου στο Φεστιβάλ όλα τα χρόνια που είμαι εδώ. Και όπως και να το κάνουμε, το Θέατρο Τέχνης είναι το Θέατρο Τέχνης. Οσο για την Επίδαυρο, τη χαρακτήρισαν “της πλήξης”… ΟΚ. Δεν ξέρω πάντως αν θα είναι της πλήξης για όλον τον κόσμο που θα πάει, γιατί θα πάει πολύς κόσμος, οπότε…».

– Σας ενδιαφέρει ο πολύς κόσμος; «Βέβαια και με ενδιαφέρει, αλλά δεν ξέρω αν αυτή είναι η σωστή πολιτική για την Επίδαυρο. Πέρυσι ήρθαν πολλά κοριτσάκια για τον Ιθαν Χοκ στο “Χειμωνιάτικο παραμύθι” που δεν ήξεραν ούτε το έργο ούτε την Επίδαυρο – έψαχναν για ένα παλιό θέατρο. Μπορεί όμως να ξανάρθουν να δουν έναν Σοφοκλή ή έναν Μπέκετ. Κάτι είναι κι αυτό.

Αν ο σκοπός του Φεστιβάλ είναι να αυξήσει το κοινό του, αυτό το έχει πετύχει. Το 2004 το κοινό ήταν 70.000-80.000 θεατές και τώρα είναι 240.000, τριπλασιάστηκε… Η καλύτερη χρονιά μας ήταν πρόπερσι με έσοδα 5,8 εκατ. ευρώ επιπλέον του τακτικού προϋπολογισμού. Και μιλάω για τα έσοδα από το σύνολο των εισιτηρίων όλων των χώρων αλλά και των χορηγιών, που εκείνη τη χρονιά ήταν κατ΄ εξαίρεση υψηλές».

– Για να επανέλθω,όμως,η Επίδαυρος ούτε ανανεώθηκε ούτε στίγμα διαθέτει…

«Εφέτος είναι πιο λεπτό το θέμα διότι το οικονομικό πρόβλημα είναι τεράστιο. Οπότε απέφυγα οτιδήποτε θα ήταν οικονομικά επικίνδυνο.

Πολλοί λένε ότι η Επίδαυρος είναι ένα λαϊκό φεστιβάλ, ένα φεστιβάλ και για τον κόσμο που μένει τριγύρω, ο οποίος θέλει να πάει να δει Αριστοφάνη και να γελάσει, να δει τους ηθοποιούς της τηλεόρασης… Αν έλεγα ότι αυτή είναι η γνώμη η δική μου, θα έλεγα ψέματα. Δεν είναι. Πριν από τρία χρόνια, όταν φέραμε την Ντέμπορα Γουόρνερ στην Επίδαυρο, κάποιοι είπαν όχι στον Μπέκετ, λες και ήταν φασίστας… Πολλές φορές οι ξένοι μάς στοιχίζουν λιγότερο γιατί έχουν καλές επιχορηγήσεις και πληρώνουν οι ίδιοι την παραγωγή, οπότε μας κοστίζει μόνο η μετάκληση».

– Εσείς τι θα επιλέγατε; «Για μένα η Επίδαυρος θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ριζική και ίσως δεν τολμάω ακόμη. Ισως πιστεύω ότι πρέπει να βγάζει μερικά λεφτά διότι υπάρχει το άλλο πρόβλημα: η Επίδαυρος χάνει λεφτά, με τους αρχαιοφύλακες, τους τεχνικούς, τα εκτός έδρας, που στον μεγάλο θίασο, με τον χορό, είναι πολλά και μας βάζουν μέσα κάθε χρόνο. Για να μην μπαίνει μέσα η Επίδαυρος πρέπει να βάζουμε παραστάσεις για να γεμίσουμε και γεμίζουν αυτές που έχουν σταρ της τηλεόρασης και του σινεμά, χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι και καλοί ηθοποιοί. Ούτε στο Ηρώδειο έχουμε βρει τον χαρακτήρα του, αλλά εκεί είναι διαφορετικά, γιατί μπαίνουν πολλά και διαφορετικά θεάματα».

– Ενώ ο χώρος της Πειραιώς δεν αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα;

«Είναι πολύ πιο εύκολο: η Πειραιώς έχει τη σύγχρονη αισθητική για το σύγχρονο ρεπερτόριο και το σύγχρονο θέατρο, με σύγχρονους σκηνοθέτες». – Υπάρχει κίνδυνος να χάσετε τον χώρο της Πειραιώς;

«Οχι, δεν νομίζω. Εχει κηρυχθεί νεότερο μνημείο, οπότε το υπουργείο Πολιτισμού έχει το πάνω χέρι. Ενδιαφέρονται όμως πάρα πολλοί, όπως ο Εφραίμογλου με το Μείζονος Ελληνισμού, η Σχολή Καλών Τεχνών. Είχαμε πάει με τον Δημήτρη τον Δασκαλόπουλο, ο οποίος ενδιαφέρεται να κάνει εκεί σε ένα μέρος εκθέσεις, και αυτό θα ήταν πολύ θετικό. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να μπει ο ιδιώτης μέσα και να βοηθήσει, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ.

Η τιμή για τον χώρο δεν είναι τόσο μεγάλη αλλά η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Εκτός αν υλοποιηθεί μια καλή ιδέα που είχε ο υπουργός: να γίνει ένα long lease. Χρωστάμε όμως τόσο πολλά σε τόσο πολλούς, ως κράτος, οπότε δεν ξέρω αν μπορεί το υπουργείο να αναλάβει κι άλλα…».

– Δεν είναι λίγο παράδοξο,αν και είστε ο διευθυντής του Φεστιβάλ,να είστε μέλος και σε διοικητικά συμβούλια άλλων πολιτιστικών οργανισμών;

«Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μπήκα πριν από τέσσερα χρόνια, όταν μου το ζήτησε οΧρήστος Λαμπράκης, και στο Ωνάσειο πιο πρόσφατα μετά από παρότρυνση τουΑντώνη Παπαδημητρίου.Λέω τη γνώμη μου, ενώ στο Ωνάσειο συμμετέχω και στον θεσμό των υποτροφιών. Τώρα με την ανέγερση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών δίνω κάποιες συμβουλές για το θέατρο που θα γίνει εκεί. Μου ζήτησαν και να δουλέψω αλλά αρνήθηκα. Είμαι στο Φεστιβάλ και θα ήταν δεοντολογικά απαράδεκτο. Την παρουσία μου όμως εκεί δεν τη βλέπω ανταγωνιστικά. Στο κάτω κάτω, αν κάποιος μπορεί να τους φέρει και τον χειμώνα, γιατί όχι; Θα μπορούσαμε και να συνεργαστούμε μαζί τους, αν και δεν το έχουμε ακόμη σκεφθεί».

– Σας ενοχλεί κάτι στην Ελλάδα; «Είναι μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις. Ανάμεσα όμως σε όλα αυτά συμβαίνουν και τόσο πολλά θετικά, όπως η περιέργεια και το ενδιαφέρον των νέων. Το κοινό της Πειραιώς είναι καταπληκτικό, δεν υπάρχει τέτοιο κοινό στην Οπερα της Λυών.

Βέβαια για μένα Ελλάδα σημαίνει το γραφείο και η Πειραιώς, το Φεστιβάλ. Ζω από το ένα θέατρο στο άλλο αλλά είναι κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Και ομολογώ ότι τη βλέπω ως Ελληνας την Ελλάδα. Κυρίως τώρα που όταν διαβάσεις ξένες εφημερίδες σε πιάνει κατάθλιψη. Ελπίζω να βγούμε από την κρίση και να έχουμε μάθει κάτι».

– Διαβάζετε; «Κατ΄ αρχάς είμαι φανατικός των εφημερίδων. Καθώς βρίσκομαι πάντα μέσα σε ένα αεροπλάνο ή ένα τρένο, ή κοιμάμαι ή διαβάζω. Διαβάζω και βιβλία, πολλά. Βλέπω λιγότερες ταινίες από ό,τι παλιά ενώ βλέπω περισσότερο βίντεο».

– Βλέπετε τον υπουργό,τον κ.Παύλο Γερουλάνο,να θέλει να ασχοληθεί με τον πολιτισμό;

«Ναι, μολονότι πιστεύω ότι υπάρχουν ορισμένα μαθηματικά στοιχεία που εμποδίζουν την κατάσταση. Στη Γαλλία ο πολιτισμός απορροφά το 1% του προϋπολογισμού του κράτους. Εδώ είναι 0,3%. Σε μια χώρα όπως η δική μας, όπου η αρχαιολογία και οι ανασκαφές απορροφούν πολλά χρήματα, για τους υπολοίπους δεν μένει τίποτε… Φαντάζομαι ότι όλα τα θέατρα της Ελλάδας παίρνουν πολύ λιγότερα από ό,τι τα τέσσερα θέατρα του Βερολίνου.

Θα έπρεπε να έχουμε και εμείς έναν προϋπολογισμό της τάξεως του 1% και από εκεί να δοθούν όσα είναι να δοθούν στους αρχαιολόγους γιατί προφανώς κάνουν πολύ σημαντικά πράγματα αλλά δεν είναι το μόνο που διαθέτει η χώρα μας. Πρέπει να δοθούν περισσότερα χρήματα στη δημιουργική δύναμη των νέων καλλιτεχνών». – Είχατε αγωνία αν θα παραμένατε στη θέση σας με την αλλαγή της κυβέρνησης;

«Είμαι διευθυντής στην Οπερα της Λυών εδώ και 26 χρόνια. Αν κάνεις τη δουλειά σου καλά ή αν θεωρείται ότι την κάνεις καλά, γιατί να σε αλλάξουν; Εδώ ήξερα ότι παίζουν ρόλο οι πολιτικές αλλαγές και μου το υπενθύμιζαν διαρκώς. Δεν το σκεφτόμουν. Αν ήθελαν να βάλουν κάποιον άλλον, ΟΚ, δεν είχα άγχος».

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΞΕΝΟΙ
– Κύριε Λούκο,έχει αλλάξει η εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό;

«Παλιά μιλούσαν για την Ελλάδα όταν γινόταν κανένας σεισμός, όταν καιγόταν η Ηλεία, άντε για τους Ολυμπιακούς και για τα καλοκαίρια της. Ξαφνικά είμαστε πρωτοσέλιδο. Η μεγαλύτερη διαφορά που παρατηρώ αυτόν τον τελευταίο καιρό είναι το πόσο διαφορετικά βλέπουν τους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης οι ξένοι. Φαίνεται στις ξένες τηλεοράσεις. Βλέπουν τον έλληνα πρωθυπουργό, τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών πολύ θετικά, τους χαμογελούν… Εχουν κι αυτόν τον διεθνή αέρα…».

– Ποια είναι η αίσθηση των ξένων καλλιτεχνών για την Ελλάδα,μια ανάμνηση ή μια πραγματικότητα;

«Η Ελλάδα είναι εκτός πολιτιστικού δικτύου. Γι΄ αυτό όταν είδα τη συνεργασία-συμμαχία ανάμεσα στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, με τον Κέβιν Σπέισι και τον Σαμ Μέντες, θέλησα να μπω κι εγώ μέσα ώστε αργότερα να βάλουμε και εμείς το δικό μας μερτικό, έναν δικό μας σκηνοθέτη. Για μένα μία από τις επιτυχίες του Φεστιβάλ είναι ο Μαρμαρινός στο Παρίσι με το “Πεθαίνω σα χώρα”. Γιατί η Ελλάδα δεν είναι μόνο greek salad, feta cheese, σουβλάκι και μπουζουκάκι. Είναι και ένα σωρό άλλα πράγματα και έχουμε καλλιτέχνες που μπορούν να τα υποστηρίξουν».

– Εχει πιθανότητες η Ελλάδα να μπει στον πολιτιστικό χάρτη του κόσμου;

«Ναι, άμα συνεχίσουμε. Στα νέα παιδιά υπάρχουν ταλέντα, τα οποία όμως δεν προωθούμε. Γιατί λειτουργεί ένα σύστημα με τους παλαιότερους οι οποίοι και παραμένουν μέσα στα πράγματα. Εξω βοηθάνε πολύ πιο πολύ τους νέους. Χωρίς να θέλω να περιαυτολογώ, στο Φεστιβάλ έχουμε γκρουπ με νέους χορευτές ή ηθοποιούς, κάτι που δεν συνέβαινε παλαιότερα. Παλαιότερα ούτε μπορούσαν να το φανταστούν αυτό».