Προ τριών ημερών, σε μεγάλο υπουργείο από αυτά που κοστίζουν πανάκριβα στον κρατικό προϋπολογισμό, έγινε σύσκεψη παραγόντων υπό την υπουργό.
– Κόβατε δαπάνες; ρώτησα έναν εκ των παρισταμένων.
– Καμία σχέση, μου απάντησε. Το πνεύμα της συζήτησης ήταν «τι μπορούμε να κρύψουμε από τον Παπακωνσταντίνου».
Ε ψαξα το θέμα περισσότερο. Και ως σήμερα, το συγκεκριμένο υπουργείο δεν έχει υλοποιήσει καμία περικοπή δαπανών. Λειτουργεί με δικούς του ρυθμούς, εκφράζοντας τη στέρεη πεποίθηση ότι διακυβέρνηση του τόπου σημαίνει να μοιράζεις λεφτά που δεν υπάρχουν και να τα έχεις καλά με το «βαθύ ΠαΣοΚ» των συνδικαλιστών- ή, έστω, να προσπαθείς να τους βάζεις στο κόλπο.
Επ΄ αυτού, λοιπόν, προκύπτουν δύο απορίες.
Απορία πρώτη. Κάλεσε κανείς την υπουργό να τη ρωτήσει τι έκανε ως τώρα στο υπουργείο της προκειμένου να υλοποιήσει τις γενικότερες δεσμεύσεις της κυβέρνησης;
Απορία δεύτερη. Και αν την κάλεσε κάποιος, έλεγξε αυτός ο «κάποιος» ότι οι όποιες διαβεβαιώσεις τής υπουργού ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Μη σπεύσετε να αναρωτηθείτε. Η απάντηση είναι αρνητική. Ετσι, ένα υπουργείο το οποίο πρωτοστατεί στη σπατάλη και στα ελλείμματα έχει αφεθεί ουσιαστικά ανεξέλεγκτο να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα με το οποίο η υπουργός του εμφανώς διαφωνεί- και δεν εννοώ τη Λούκα…
Θεωρώ την ιστορία άκρως διδακτική. Για να σημειώσω ότι η ανόρθωση της οικονομίας δεν απειλείται πρωτίστως ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την Ανγκελα Μέρκελ, ούτε από τον Ολι Ρεν, ούτε από τους κερδοσκόπους. Απειλείται από υπουργούς και στελέχη του ΠαΣοΚ οι οποίοι (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Παπουτσή ) δεν έχουν καταλάβει σε ποια κυβέρνηση βρίσκονται.
Ακόμη περισσότερο που η συγκεκριμένη ιστορία δεν αφορά μόνο ένα υπουργείο, αλλά (τουλάχιστον) τρία, όπου ο (η) υπουργός λειτουργεί όχι ως εκπρόσωπος του δημοσίου συμφέροντος αλλά σαν συνδικαλιστής των υπαλλήλων του. Και τα οποία δημιουργούν ερωτήματα για το μεγάλο ζητούμενο της κυβερνητικής πολιτικής: Την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων που έχουν εξαγγελθεί.
Επανέρχομαι, λοιπόν. Ποιος είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των μέτρων; Οι υπουργοί, θα μου απαντήσετε. Πολύ ωραία, αλλά ποιος είναι αρμόδιος για τους υπουργούς; Σχεδόν έξι μήνες μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης, δεν βλέπω να εξελίσσεται στην πράξη καμία διαδικασία ελέγχου τους- πάλι καλά, δηλαδή, που υπάρχουν και οι ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
– Πού είναι το πρόβλημα; μου απάντησε υψηλόβαθμος κυβερνητικός παράγοντας στον οποίο έθεσα το ζήτημα. Γι΄ αυτό υπάρχουν οι ανασχηματισμοί! Στον προσεχή ανασχηματισμό και η υπουργός που λες και οι άλλοι που υπονοείς θα αποτελέσουν κατά πάσα πιθανότητα παρελθόν.
Να το δεχτώ. Αλλά έως τότε; Διότι η κυβέρνηση δίνει μια μάχη για την οικονομία, η οποία είναι μια μάχη με τον χρόνο. Αν οι στόχοι περιορισμού των δημοσίων δαπανών πέσουν έξω, τι θα πούμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή στο Εurogroup ή στο ΔΝΤ; Οτι «σόρι, αλλά είχαμε βάλει λάθος υπουργό»; Ή μήπως θα αναγκαστεί η χώρα να πάρει ακόμη σκληρότερα μέτρα επειδή κάποια υπουργός νομίζει ότι μετέχει σε κυβέρνηση Τσοχατζόπουλου- Αρσένη; Το πρόβλημα είναι βαθύτατα πολιτικό και δεν έχει να κάνει με πρόσωπα: Η κυβερνητική παράταξη προσπαθεί να παρατείνει την εικονική πραγματικότητα που είχε υπηρετήσει προεκλογικά, όταν τα λεφτά που (υποτίθεται ότι) υπήρχαν, τα ψάχνει τώρα στις τσέπες μας…
Και την παρατείνει είτε διακηρύσσοντας ότι προχώρησε σε αυτή την πολιτική όχι επειδή είναι σωστή και την έχει ανάγκη ο τόπος αλλά επειδή υπάρχουν οι πιέσεις των ξένων, των δανειστών και των κερδοσκόπων. Είτε παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη φοροεπιδρομή που εξαπέλυσε ποτέ ελληνική κυβέρνηση σαν πράξη «κοινωνικής δικαιοσύνης» και συμφωνώντας από το βήμα της ΓΣΕΕ ότιτελικά «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη».