Ο Ρενέ Ντεκάρτ, ήρωας του Διαφωτισμού και θεμελιωτής της νεώτερης σκέψης, μαθαίνοντας το 1633 για τη δίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση αποφασίζει να μη δημοσιεύσει την πραγματεία του περί Κόσμου και γράφει στον φίλο του Μερσέν ότι οι σκέψεις του δεν του είναι τόσο προσφιλείς για να διακινδυνεύσει μια ανάλογη δοκιμασία. Το μότο μου στη ζωή, γράφει, ήταν πάντα η φράση Βene vixit,qui bene latuit («Ζει καλά ο λάθρα βιώσας», φράση του Οβίδιου που ανακαλεί το επικούρειο «λάθε βιώσας»).

Μπορεί να είναι αναχρονιστικό να προβάλλουμε σε μια τόσο παλαιά εποχή τη σημερινή έννοια του διανοουμένου, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα σε σχέση με την υπόθεση Ντρέυφους, όμως προκαλεί τουλάχιστον απαρέσκεια να βλέπουμε έναν φιλόσοφο του διαμετρήματος του Ρ. Ντεκάρτ να φοβάται και να διστάζει απέναντι στην εξουσία και να απαρνείται δημοσίως τις απόψεις του προκειμένου να διασφαλίσει, όπως ομολογεί, μια άνετη ζωή.

Οσοι ρωτούν σήμερα, αλλά και κατά καιρούς, για τη σιωπή των διανοουμένων υπονοούν ότι θα πρέπει να τολμούν. Να τολμούν όχι μόνο να γνωρίσουν, όπως μας προέτρεπε ο άλλος ήρωας του Διαφωτισμού, ο Καντ (sapere aude), αλλά και να μιλούν, υπερασπιζόμενοι με παρρησία στον δημόσιο χώρο τόσο τις απόψεις τους όσο και υποθέσεις που αφορούν το κοινό καλό.

Η ιδέα πίσω από αυτή την παραίνεση είναι από τη μια ότι οι διανοούμενοι υπόκεινται μόνο στις δεσμεύσεις του λόγου, της αλήθειας, της δικαιοσύνης και δεν περιορίζονται, ή δεν πρέπει να περιορίζονται, από εξαρτήσεις και δουλείες υλικές, είναι δηλαδή ανεξάρτητοι, και από την άλλη ότι έχουν την ικανότητα, και ίσως την ισχύ, για να μιλήσουν για αυτούς, ή εξ ονόματος αυτών, που δεν μπορούν ή δεν έχουν τη γνώση.

Η εικόνα αυτή είναι παρωχημένη, εξιδανικευμένη και προβληματική. Οι διανοούμενοι δεν εγκαταβιούν στον χώρο του πνεύματος και δεν είναι το μέσον για να εκφραστούν δεδομένες αλήθειες του λόγου. Δεν έχουν πλέον μόνον αυτοί πρόσβαση στη γνώση, ενώ σε μια δημοκρατία όλοι οι πολίτες έχουν ευθύνη να μιλούν και να μεριμνούν για τις δημόσιες υποθέσεις. Δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικά οι διανοούμενοι παράκλητοι. Το παράδειγμά τους ωστόσο είναι σημαντικό. Δεν είναι τόσο παράδειγμα σήμερα διαφωτιστή, καθοδηγητή ή αφ΄ υψηλού συνήγορου, αλλά παράδειγμα πολίτη που δεν εκφοβίζεται από μεγάλες ή μικρές εξουσίες, που φέρνει νέες ιδέες και τις ειδικές γνώσεις του στη δημόσια σφαίρα και υπερασπίζεται με ευαισθησία, αλληλεγγύη και συνέπεια αξίες και αρχές όχι για ένα ατομικό ιδιοτελές όφελος αλλά για το κοινό συμφέρον..

Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν διανοούμενοι που τολμούν και μιλούν, συνήθως με επώδυνο γι΄ αυτούς κόστος. Δεν ακούγονται όμως πολύ γιατί η κοινή γνώμη είναι εθισμένη να αναγνωρίζει ακόμη και ως αντισυμβατικό ό,τι της είναι ήδη οικείο. Για να θεωρηθεί ότι μιλούν, πρέπει οι διανοούμενοι να πουν αυτό που η κοινή γνώμη έχει μάθει να περιμένει ως λόγο διανοουμένων και καλλιτεχνών. Δημιουργείται όμως το εξής παράδοξο: ενώ κυκλοφορεί συχνά στις οθόνες και στα πρωτοσέλιδα ένας παγιωμένος λόγος «διανοουμένων» (που περιφρονεί την πολιτική και τους πολιτικούς, υμνεί την πατρίδα, κολακεύει τον λαό, κτλ.), συγχρόνως εμφανίζονται σχόλια ότι οι διανοούμενοι δεν μιλούν! Είναι σαν να αναγνωρίζεται ότι, παρά τα φώτα των προβολέων, ο εύκολος αυτός λόγος δεν μπορεί να υποκαταστήσει μια αυθεντικά τολμηρή φωνή. Παραμένει κουρασμένος, προκατασκευασμένος, θαμπός. Ανακυκλώνει ευάρεστα ιδεολογικά στερεότυπα, δεν κάνει τον κόπο να αφουγκραστεί τι συμβαίνει, δεν διαφωτίζει, ούτε κινητοποιεί. Μπορεί ωστόσο, αν έτσι έχουν τα πράγματα, ακόμη και το κοινότοπο πλέον αίτημα να μη σιωπούν οι διανοούμενοι να λειτουργεί υπομνηστικά για να μας κατευθύνει να αναζητήσουμε τις πραγματικά τολμηρές και υπεύθυνες φωνές που προσθέτουν στα δημόσια πράγματα τις γνώσεις, την κρίση και την εμπειρία τους όχι ως αυθεντίες με οίηση, αλλά ως πολίτες με ενδιαφέρον για ένα κοινό μέλλον.

Η κυρία Βάσω Κιντή είναι επίκουρη καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου των Αθηνών.