Κατά 583.000 θέσεις εργασίας (ή 0,3%) μειώθηκε η απασχόληση στην Ευρώπη το τελευταίο τρίμηνο του 2009 καταγράφοντας την έκτη διαδοχική τριμηνιαία μείωση, σύμφωνα με τις χθεσινές ανακοινώσεις της Εurostat, η οποία επισημαίνει ότι «με λιγότερες προσφερόμενες θέσεις εργασίας, ο κίνδυνος παραμονής στην ανεργία για περισσότερο από έναν χρόνο είναι πραγματικός για σημαντικό αριθμό ανθρώπων. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κοινωνικό αποκλεισμό και φτώχεια».

Στο ίδιο διάστημα, στην ευρωζώνη η μείωση της απασχόλησης ήταν ανάλογη, 347.000 λιγότεροι εργαζόμενοι ή 0,2%. Οι μεγαλύτερες μειώσεις (για τις οποίες δημοσιεύονται στοιχεία, γιατί π.χ. για την Ιρλανδία τα στοιχεία του τριμήνου παραμένουν «εμπιστευτικά»)

καταγράφονται στην Ελλάδα και στην Ισπανία (κατά 0,8%), ενώ ετησίως ξεπερνιούνται από τις βαλτικές χώρες: η Λετονία καταγράφει ετήσια συρρίκνωση της απασχόλησης κατά 16,5%, η Εσθονία κατά 11,9% και η Λιθουανία κατά 8,3%, ενώ επίσης σημαντική συρρίκνωση καταγράφουν ετησίως η Ισπανία (6,0%), η Βουλγαρία (5,8%), η Φινλανδία (4,1%), η Σλοβενία και η Σλοβακία (4,0%), η Ουγγαρία (3,5%) και η Ελλάδα (2,2%). Κατά μεγάλους οικονομικούς τομείς, η μεγαλύτερη συρρίκνωση της απασχόλησης καταγράφεται στη βιομηχανία (πάνω από 6% ετησίως) και στην οικοδομή (κατά 6,7% στην ΕΕ και 5,7% στην ευρωζώνη), ενώ επίσης μειώσεις του επιπέδου του 2% ετησίως καταγράφουν η γεωργία, η αλιεία, το εμπόριο, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η εξυπηρέτηση επιχειρήσεων, ενώ μόνο οι «υπόλοιπες υπηρεσίες» διασώζουν τα επίπεδα απασχόλησής τους.

Η μείωση της απασχόλησης είναι η κύρια αιτία της έκρηξης της ανεργίας, που εκτινάχθηκε μέσα σε έναν χρόνο κατά 5 εκατομμύρια ανθρώπους, φθάνοντας στα τέλη του 2009 στο επίπεδο των 21,4 εκατομμυρίων ανέργων για 221,1 εκατομμύρια απασχολούμενους. Καθώς ταυτόχρονα με την αύξηση της ανεργίας οι κενές θέσεις εργασίας επίσης μειώνονται, η Εurostat επισημαίνει ότι, ενώ στα μέσα του 2008 κατά μέσον όρο πέντε άνεργοι ανταγωνίζονταν για μία θέση εργασίας, τώρα «ο ανταγωνισμός αυτός έχει αυξηθεί σε άνω των 11 ανέργων ανά θέση εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερο διάστημα ανεργίας για πολλούς Ευρωπαίους στα επόμενα χρόνια».

Ηδη οι μετρήσεις δείχνουν ότι πλέον ο ένας στους τρεις ευρωπαίους ανέργους είναι άνεργος μακράς διάρκειας, άνω του έτους, ενώ 3,7 εκατομμύρια είναι άνεργοι πάνω από δύο χρόνια. Στην κατάσταση αυτή των ανέργων πολύ μεγάλης διάρκειας οι χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις είναι η Σλοβακία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία. Και μάλιστα, αν η ανεργία των νέων 15-24 ετών είναι ιδιαίτερα υψηλή, η ανεργία υψηλής διάρκειας πλήττει περισσότερο τις μεγαλύτερες ηλικίες: «Οι άνθρωποι άνω των 50 ετών αποτελούν μεγάλο τμήμα της μακρόχρονης και πολύ μακρόχρονης ανεργίας στην ΕΕ. Από το σύνολο των ανέργων διάρκειας άνω των τεσσάρων ετών, το 35% είναι άνω των 50 ετών» επισημαίνει η Εurostat.

Η αύξηση της ανεργίας και η συρρίκνωση της απασχόλησης προβληματίζουν για τη δυναμική μιας ανάκαμψης που παραμένει αναιμική. Χθες η Τράπεζα της Αγγλίας σε έκθεσή της προειδοποιεί ότι αυτό ακριβώς σημαίνει πως τα χειρότερα μπορεί να είναι μπροστά μας, ιδιαίτερα καθώς το νέο κύμα χρεοκοπιών επιχειρήσεων και οι περικοπές του δημόσιου τομέα, για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων, θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας. Τίθεται μάλιστα το ερώτημα γιατί η έκρηξη της ανεργίας ετεροχρονίστηκε από την ίδια την ύφεση, δείχνοντας παράγοντες όπως το ότι το «αυξανόμενο κόστος πρόσληψης και απόλυσης» και τα «μειούμενα ποσοστά συνδικαλιζομένων» επέτρεψαν στους εργοδότες να περικόψουν ώρες εργασίας και όχι θέσεις. Ή ότι ένα τμήμα των ανατολικοευρωπαίων μεταναστών αποσύρθηκαν στις χώρες τους, μειώνοντας τα ποσοστά ανεργίας. Αλλά επιπλέον η καθυστέρηση της ανεργίας, σε σχέση με τα μοντέλα, θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι «η ανάκαμψη θα είναι χωρίς δημιουργία θέσεων εργασίας» , το οποίο με τη σειρά του δεν θα απέκλειε, μέσω αναιμικής ζήτησης, ακόμη και νέα ύφεση.