Οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι «θεοδικίες». Δεν είναι παίγνια μιας ανεξέλεγκτης μοίρας. Είναι «Κοινωνιοδικίες». Παρενέργειες δηλαδή ιστορικών δράσεων και επιλογών. Ετσι κάθε κοινωνία εκτρέφει τις μορφές κρίσης που αντιστοιχούν στη δομή της, επινοεί τους συγκεκριμένους και «αρμόζοντες» ιστορικούς τρόπους για να τις αντιμετωπίσει και αποκρυσταλλώνει τον δικό της ειδοποιό περί κρίσεως πολιτικό λόγο. Οι «δωσίλογοι της ειρήνης»
Οι κρίσεις εμφανίζονται πάντα απρόσκλητες και σε «ακατάλληλες στιγμές». Και γι΄ αυτό ακριβώς κανείς δεν φαίνεται να τις φοβάται προτού ενσκήψουν. Υπό «κανονικές συνθήκες», ελάχιστοι θυμούνται ότι στα καπιταλιστικά συστήματα η οικονομική πρόοδος δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη. Οι παχιές αγελάδες εναλλάσσονται με τις ισχνές, η οικονομική άνθηση ακολουθείται από κρίσεις και υφέσεις και αργότερα από ανακάμψεις. Ακόμα και αν οι αγοραίες κοινωνίες επικαθορίζονται από τον δομικά αναπτυξιακό τους προσανατολισμό, οι χρόνοι και οι ρυθμοί της ανάπτυξης δεν είναι ποτέ δυνατόν να ελέγχονται απολύτως. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη στιγμή των υφέσεων, το βάθος τους ή τη διάρκειά τους.

Θεωρείται βέβαια σίγουρο πως «κάποτε» η οικονομία θα επανέλθει στην «ομαλότητα της αέναης ανόδου». Αλλά συνταγές-πανάκειες για την άμεση αντιμετώπιση της (εξ υποθέσεως προσωρινής αλλά συχνά καταλυτικής) δυσπραγίας δεν φαίνεται να διατίθενται. Τα όποια θύματα δεν έχουν παρά να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο απόμακρο μέλλον και να επιδείξουν την ιώβεια υπομονή που αρμόζει στην ανημποριά τους. Πολλώ μάλλον που αντίθετα με τις εξ ορισμού «δημοκρατικές» θεομηνίες και πανδημίες, οι κοινωνιοδικίες δεν αγγίζουν όλους την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο. Πάντα εμφανίζονται εσμοί προνοητικών, επιτήδειων και αδίστακτων κερδοσκόπων που θα αντλήσουν οφέλη μέσα από την εξαθλίωση των άλλων. Οπως συνέβη και στη γερμανική κατοχή, και ακόμα περισσότερο, οι εκκολαπτόμενοι αυτοί «δωσίλογοι της ειρήνης» δεν πρόκειται να υποστούν καμία απολύτως ηθική ή νομική συνέπεια. Ολοι γνωρίζουν ότι ο Μαμωνάς, ο θεός του χρήματος, θα φροντίσει να ξεπλύνει όχι μόνο τα κέρδη αλλά και τις υπολήψεις τους.

Κοινωνικές αντιδράσεις
Σε αυτό ακριβώς οφείλεται η γενικευμένη αίσθηση αδικίας που ενεργοποιεί οργή και αγανάκτηση. Περισσότερο ανυπόφορη ακόμα από αυτή καθεαυτή την (αναγκαστική) συρρίκνωση των βιοτικών επιπέδων του κοινού πολίτη είναι η ευρεία ανακατανομή πλούτου και κοινωνικής ισχύος που επιτελείται στην πλάτη του. Στο μέτρο λοιπόν που, όπως παρατηρούσε ο Σουμπέτερ, η καπιταλιστική ανάπτυξη τείνει πάντα να απογειώνεται με την «καταστροφή» των πιο παρωχημένων και αναποτελεσματικών συντελεστών της παραγωγικής διαδικασίας, η κοινωνική αντίδραση μπροστά στα φαινόμενα αυτά απειλεί με εκρήξεις και ανατροπές.

Για τις συσσωρευμένες κοινωνικές δυσανεξίες και ανασφάλειες, η κρίση λειτουργεί ως καταλύτης. Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας των κρίσεων συνεπάγεται εξίσου απρόβλεπτες συνέπειες.

Από τον 20ό στον 21ο αιώνα
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλες οι κρίσεις του εικοστού αιώνα οδήγησαν, ευθέως η εμμέσως, σε θεαματικές μεταλλαγές όχι μόνον των πολιτικών ισορροπιών αλλά και του περιεχομένου των πολιτικών προταγμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα επαναστατικά εγχειρήματα, οι φασιστικοί ολοκληρωτισμοί αλλά και οι μείζονες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες εμφανίστηκαν σε στιγμές όπου το κοινωνικό κόστος της αναπαραγωγής του ισχύοντος συστήματος φαινόταν να ξεπερνά τα όρια αντοχής μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Οι κρίσεις που σφράγισαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και, λίγα χρόνια μετά, τη γενικευμένη μεσοπολεμική εξαθλίωση, δεν εξέθρεψαν μόνο την οκτωβριανή επανάσταση, τον εθνικοσοσιαλισμό και τον φασισμό αλλά οδήγησαν επίσης και στο Νιου Ντιλ του Φραγκλίνου Ρούζβελτ και στα λαϊκά μέτωπα της Γαλλίας και της δημοκρατικής Ισπανίας. Υπό τους όρους αυτούς έμπαιναν και πάλι επί τάπητος όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων.

Και στο πλαίσιο αυτό κάθε χώρα επιχείρησε να δώσει τη δική της ιστορική απάντηση. Ανεξάρτητα από τις εκβάσεις των συγκρούσεων, οι δυσπραγούντες πολίτες πετύχαιναν έτσι μια προσωρινή τουλάχιστον εκτόνωση των φοβιών τους και της αγανάκτησής τους. Ακόμα και αν η βελτίωση της υλικής τους μοίρας τούς εμφανιζόταν σαν μακρινός αντικατοπτρισμός, οι ελπίδες επικείμενων πολιτικών μετασχηματισμών προσέδιδαν νόημα και δικαίωναν τους αγώνες τους.

Το τέλος των εθνικών επιλογών
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η μείζων ίσως διαφορά της τρέχουσας συγκυρίας σε σχέση με το παρελθόν. Πράγματι, η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο παγκόσμια σε ό,τι αφορά την έκτασή της και το βάθος της, αλλά και παγκοσμιοποιημένη σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ευχέρειες της αντιμετώπισής της. Η αύξουσα ενσωμάτωση και αλληλεξάρτηση των επί μέρους εθνικών οικονομιών, η θεσμοποίηση δεσμευτικών υπερεθνικών κανόνων και κανονισμών όχι μόνο σε ευρωπαϊκή αλλά και σε υπερεθνική κλίμακα, η συνακόλουθη βαθμιαία αποψίλωση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας και η πλήρης σχεδόν επικράτηση της μονοδιάστατης μονεταριστικής οικονομικής ορθοδοξίας έχουν συρρικνώσει δραματικά την πολιτική ευχέρεια των κρατών να επιλέξουν εθνικές στρατηγικές εξόδου από την κρίση. Αν λοιπόν υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί την τρέχουσα κρίση από τις προηγούμενες αυτό είναι ένα «έλλειμμα» οποιασδήποτε απτής ελπίδας και προοπτικής.

Στο πλαίσιο αυτό, ο πολιτικός λόγος γιατην κρίση ηχεί κούφιος και ανεπαρκής. Ακόμα και αν τα οποιαδήποτε επιβαλλόμενα μέτρα θεωρηθούν «αναγκαία»- και κατά πάσα πιθανότητα είναι «αναγκαία»- η αδήριτη αυτή ανάγκη συναρτάται με την αντικειμενική πολιτική αδυναμία να χαραχθούν άλλες εναλλακτικές πορείες εξόδου από την κρίση στη βάση αδέσμευτων και πρωτογενών εθνικών επιλογών. Για την άρχουσα γνώμη η ιδέα της προστασίας και περιχαράκωσης της εθνικής οικονομίας και μαζί της η ιδέα της εθνικής πορείας προς την ανάπτυξη και την προκοπή οφείλουν να εγκαταλειφθούν ως ανιστόρητες χίμαιρες. Είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, όλες οι χώρες καλούνται να προδιαγράψουν το μέλλον τους πάνω στην αποκλειστική βάση της άμεσης ανταγωνιστικής μεγιστοποίησης της παραγωγικότητάς τους. Με αυτή την έννοια λοιπόν δεν υπάρχουν πια εθνικοί Ρουβίκωνες. Τα χέρια που ρίχνουν τους κύβους είναι πάντα ξένα. Και υπ΄ αυτούς τους όρους, η «εθνική συναίνεση» για την οποία γίνεται τόσος λόγος δεν μπορεί να είναι παρά μια λευκή επιταγή για τη διαπραγμάτευση των όρων υποταγής στην έξωθεν επικαθοριζόμενη «πραγματικότητα». Το πολιτικό φαίνεται να συνοψίζεται, και να εξαντλείται, στη ρεαλιστική αναγνώριση της αδυσώπητης ισχύος των γεγονότων.

Ο υδραυλικός και ο εφοπλιστής
Μέχρις εδώ, όλα είναι εν μέρει τουλάχιστον εύλογα, αναμενόμενα, ίσως και αναπόφευκτα. Μπροστά όμως στο διάχυτο πλέον «έλλειμμα ελπίδας», οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης αναγκάζονται να επιχειρήσουν ένα πρόσθετο και ψευδεπίγραφο πήδημα στο κενό. Στο μέτρο ακριβώς που θα πρέπει να εξηγηθεί και να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η «ανάγκη» είναι πρακτικά ανέφικτο να θίξει όλους τους πολίτες ισομερώς και «κατ΄ αναλογίαν των δυνάμεών τους», θα τεθούν αναπόφευκτα το φλέγοντα αξιακά ζητήματα της «δικαιοσύνης μέσα στην κρίση» ή της «δικαιοσύνης ενώπιον της ανάγκης». Εδώ ακριβώς εντάσσεται η ανάδυση μιας σειράς νέων ρητορικών σχημάτων που παίρνουν ολοένα μεγαλύτερη έκταση.

Η υπογράμμιση της συλλογικής «εις ολόκληρον» ευθύνης όλων των πολιτών για τα «εθνικά μας χάλια» και η προβολή μιας υπεύθυνης συλλογικής στάσης όλων απέναντι στις «έκτακτες περιστάσεις» δεν αποβλέπει μόνο στη μεγιστοποίηση της συναίνεσης αλλά και στη διάχυση της ενοχοποίησης. Αφού οι θύτες θα βρεθούν εξ αντικειμένου στο απυρόβλητο, θα πρέπει να μπορούν να συναινέσουν τα θύματα. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη. Από τη στιγμή που ο φοροφυγάς μικροϋδραυλικός είναι εξίσου «ένοχος» και «ανήθικος» με τον φοροφυγάδα μεγαλοεφοπλιστή, πρέπει να παταχθούν και οι δύο εξίσου αμείλικτα. Ακόμα λοιπόν και αν είναι πρακτικά αδύνατον να συλληφθεί ο δεύτερος, ας κατασταλεί τουλάχιστον, με ευκαιρία την κρίση, ο πρώτος. Σε αυτό ακριβώς φαίνεται να συνίσταται η επαγγελία της «δικαιοσύνης των έκτακτων περιστάσεων». Η κρίση δεν παράγει μόνο έναν νέο ειδοποιό πολιτικό λόγο. Οριοθετεί επίσης και ένα νέο σύστημα αξιακών εκλογικεύσεων.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας.