Με τον θάνατο του 81χρονου Σάμιουελ Χάντινγκτον την περασμένη Τετάρτη από καρδιακή ανεπάρκεια εξέλιπε μία από τις πλέον εξέχουσες φυσιογνωμίες της συντηρητικής Αμερικής. Ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Χάρβαρντ, όπου δίδαξε για 58 χρόνια, προκάλεσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ποικίλες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Χαρισματική προσωπικότητα, ήταν μόλις 23 ετών όταν έγινε καθηγητής σε ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. Οι φίλοι του είπαν μετά τον θάνατό του ότι ο Χάντινγκτον ανήκε στους επιστήμονες που κατέστησαν σπουδαίο το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Τη γνώμη αυτή ωστόσο δεν συμμεριζόταν, ως φαίνεται, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ, όπου ο Χάντινγκτον προτάθηκε δύο φορές για μέλος και απορρίφθηκε και τις δύο. Ο Σερζ Λανγκ μάλιστα, καθηγητής των Μαθηματικών σε ένα άλλο σημαντικό πανεπιστήμιο, το Γέιλ, ηγήθηκε εκστρατείας για να αποτρέψει την εκλογή του και έγραψε ανάμεσα στα άλλα πως το 1968 ο Χάντινγκτον, προκειμένου να υποστηρίξει την άποψή του ότι η Νότια Αφρική του απαρτχάιντ ήταν μια «ικανοποιητική κοινωνία», χρησιμοποίησε «ένα είδος γλώσσας που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι επιστημονική χωρίς να έχει επιστημονική υπόσταση».
Η θεωρία που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων
Υπάρχουν εκατοντάδες συντηρητικοί επιστήμονες στις ΗΠΑ που ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τα παραπάνω δεν θα είχαν καμία σημασία αν η θεωρία περί σύγκρουσης των πολιτισμών , που διατύπωσε για πρώτη φορά σε άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Αffairs» το 1993 και στη συνέχεια επεξέτεινε σε βιβλίο το οποίο εκδόθηκε το 1996, δεν προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων σε όλον τον κόσμο. Οταν πέντε χρόνια αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η Αμερική δεχόταν το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, η πολιτική σημασία της θεωρίας του Χάντινγκτον θα ξεπερνούσε τα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης. Θα την αξιοποιούσε στο έπακρον η ομάδα των νεοσυντηρητικών που είχε εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο και στόχευε στο να αλλάξει τον χάρτη της Μέσης Ανατολής, να ελέγξει τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες και να ασκήσει πίεση στον μεγάλο οικονομικό αντίπαλό της που αναπτυσσόταν με αλματώδεις ρυθμούς: την Κίνα.
Η θεωρία του Χάντινγκτον προκάλεσε έντονες αντιδράσεις όχι απλώς διότι εμφάνιζε μια καινοφανή εκδοχή του συντηρητισμού, αλλά και επειδή σχηματοποιούσε ένα υποθετικό πεδίο συγκρούσεων το οποίο υποκαθιστούσε την ίδια την ουσία της πολιτικής ιστορίας: το ιδεολογικό περιεχόμενο των κοινωνικών συστημάτων. Αφού, όπως υποστήριζε ο Χάντινγκτον, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τις ιδεολογικές συγκρούσεις θα αντικαθιστούσαν οι πολιτισμικές, αν αυτό γινόταν αποδεκτό θα μπορούσε κανείς ευκολότατα- εξ ορισμού, θα λέγαμε- να αντικαταστήσει τους εθνικούς χάρτες με πολιτισμικούς αντίστοιχους: τον κινεζικό, τον ιαπωνικό, τον μουσουλμανικό, τον λατινοαμερικανικό, τον ορθόδοξο και πάει λέγοντας. Ακόμη, να ορίσει και περιοχές μεικτών πολιτισμών, για να μην αφήσει απ΄ έξω τις υβριδικές κοινωνίες.
Ο πυρήνας των γεωπολιτικών συγκρούσεων, κατά συνέπεια, διαμορφώνεται από τις σχέσεις των ανεξάρτητων κρατών μεταξύ τους αλλά και των περιοχών που ορίζονται από μια συγκεκριμένη πολιτισμική ταυτότητα. Αξίζει να τονίσουμε ότι η θεωρία αυτή παρουσιάστηκε σχεδόν ταυτοχρόνως με τη θεωρία περί τέλους της Ιστορίας του Φράνσις Φουκουγιάμα, ενός άλλου ηρακλειδέως του νεοσυντηρητισμού. Σήμερα και οι δύο θεωρίες έχουν φυσικά καταρρεύσει. Μια παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν ικανή να τις αποδείξει αίολες, με αποτέλεσμα στη Γουόλ Στριτ να αρχίσουν να ξαναδιαβάζουν τον Κέινς και ορισμένοι πιο ριζοσπαστικοί ακόμη και τον Μαρξ.
Ισως το ειρωνικότερο σχόλιο για τη θεωρία περί σύγκρουσης των πολιτισμών να το διατύπωσε ο Εντουαρντ Σαΐντ, ο οποίος είπε ότι ο Χάντινγκτον προωθεί την ιδέα όχι ενός πολιτισμού εναντίον κάποιου άλλου, αλλά «της Δύσης εναντίον όλων των υπολοίπων». Το «έθνος εθνοτήτων» εναντίον των υπολοίπων
Το εντυπωσιακό στην περίπτωση είναι ότι η θεωρία αυτή διατυπώθηκε από τον εκπρόσωπο του κατεστημένου μιας υβριδικής ή πολυπολιτισμικής κοινωνίας, των ΗΠΑ, ενός «έθνους εθνοτήτων». Το διαστρεβλωτικό στοιχείο της συνίσταται στο ότι δεν αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό και την κουλτούρα ως πεδίο κατανόησης, αλλά ως πολιτική ιδεολογία η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε δύναμη σύγκρουσης. Οταν το σκεπτικό είναι τέτοιο τα σχήματα υπεραπλουστεύονται, τα ρεύματα, οι αλληλοδανεισμοί, οι αλληλοεισδύσεις, οι επιρροές και τα σχετικά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται, και έτσι αυτό που μένει στο τέλος είναι η θρησκεία ως υπέρβαση της κουλτούρας ή ως υπερβατική κουλτούρα. Ο πολιτισμός παύει να είναι πεδίο έκφρασης και δημιουργίας και μεταβάλλεται σε ιδεολόγημα. Κατά συνέπεια, η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ εμφανίζεται ως ένοπλη εκπολιτιστική εκστρατεία. Και αναπόφευκτη, αφού συγκρούεται η δημοκρατία με τη δικτατορία. Οταν όμως παλαιότερα σχεδόν όλη η Νότια Αμερική κυβερνιόταν από δικτατορικά καθεστώτα, ο Χάντινγκτον είχε «προειδοποιήσει» πως ο εκδημοκρατισμός αυτών των κοινωνιών θα έπρεπε να γίνει σταδιακά, για να μην ανατραπούν οι γεωπολιτικές ισορροπίες (δηλαδή, για να είναι κανείς ακριβής, να μη θιγούν τα συμφέροντα των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών στην περιοχή). Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε, ο καπιταλισμός νίκησε, κάποιο νέο σχήμα θα έπρεπε να αναπληρώσει το «τέλος των ιδεολογιών»: ο πόλεμος των πολιτισμών. Τα κράτη θα εξακολουθήσουν να παίζουν τον πρώτο ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, αλλά στην παγκόσμια πολιτική αρένα θα συγκρούονται διαφορετικοί πολιτισμοί, λέει ο Χάντινγκτον. Από τη θεωρία του επομένως δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ωμές διατυπώσεις περί δύναμης. Οπως λέει κυνικά στη «Σύγκρουση των πολιτισμών»: «Η Δύση κατέκτησε τον κόσμο όχι εξαιτίας της ανωτερότητας των ιδεών της ή των αξιών ή της θρησκείας της,αλλά εξαιτίας της ανωτερότητάς της να εφαρμόζει την οργανωμένη βία. Αυτό το γεγονός οι Δυτικοί συχνά το ξεχνούν- οι μη Δυτικοί ποτέ».
«Πρόβλημα το Ισλάμ και όχι ο φονταμενταλισμός»
Αλλες παρατηρήσεις του, υπό το φως μάλιστα των όσων ακολούθησαν και αυτών που συμβαίνουν καθημερινά, ακούγονται όχι δυσοίωνες αλλά χειρότερες και από τα κηρύγματα των θεωρητικών του Ψυχρού Πολέμου: «Τα σύνορα του Ισλάμ είναι ματωμένα,το ίδιο και το εσωτερικό του.Το θεμελιώδες πρόβλημα της Δύσης δεν είναι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός.Είναι το ίδιο το Ισλάμ,ένας διαφορετικός πολιτισμός που οι λαοί του είναι πεπεισμένοι για την ανωτερότητα της κουλτούρας τους». Ακόμη και ένας οριενταλιστής θα ωχριούσε μπροστά σε μια τέτοια άποψη.
Ο Χάντινγκτον έγραψε 17 βιβλία. Είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος τι θα μείνει από αυτά. Η θεωρία του περί σύγκρουσης των πολιτισμών απασχόλησε τον κόσμο επί μία και πλέον δεκαετία. Η πολιτική που εφάρμοσαν την τελευταία οκταετία οι ΗΠΑ δημιούργησε τεράστια προβλήματα, όχι μόνο στην υπερατλαντική Δημοκρατία αλλά και στην υπόλοιπη Δύση. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι ο Χάντινγκτον μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού επαναδιατύπωσε- με πρωτότυπο τρόπο, χωρίς αμφιβολία- το παλαιό ψυχροπολεμικό δόγμα αλλάζοντας ευφυώς τα συμφραζόμενα και κάποιους από τους πρωταγωνιστές.