ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ συνέντευξή του μετά την εκλογή του στην ηγεσία του ΣΥΝ τον περασμένο Φεβρουάριο (στο «Βήμα της Κυριακής») και στο ερώτημα αν το κόμμα του έχει ανοίξει μεγάλα πανιά ενώ το «σκαρί» είναι μικρό με κίνδυνο να φουντάρει το «καράβι» ο κ. Αλ.Τσίπρας απαντούσε: «Και
τι να κάνουμε,να παραμείνουμε δεμένοι στον μόλο;».Και όντως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέμεινε δεμένος στον «μόλο» της κοινοβουλευτικής ασφάλειας που του προσέδιδε το 5% το οποίο έλαβε στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007.Το αντίθετο,μάλιστα.Με τον αέρα του ενισχυμένου εκλογικού ποσοστού του (από το 3,2% του 2004),ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούσε τον Δεκέμβριο του 2007 ένα ταξίδι προς το άγνωστο με
βάρκα την ελπίδα ότι το πολιτικό σκηνικό θα ανατραπεί και η Αριστερά θα προβάλει μέσα από τις στάχτες του δικομματισμού ως μοναδική ρεαλιστική,εναλλακτική,πρόταση εξουσίας,έχοντας στις αποσκευές του τις ευνοϊκές μετρήσεις της κοινής γνώμης και διανύοντας ξέφρενη δημοσκοπική πορεία για να καταλήξει σήμερα,από πλευράς ποσοστών,εκεί από όπου ξεκίνησε.

Αφετηρία της περιπετειώδους πορείας που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η απόφαση-έκπληξη του τότε προέδρου του ΣΥΝ κ. Αλ.Αλαβάνου να εμπιστευθεί το «πηδάλιο» του κόμματος στα χέρια ενός νέου ανθρώπου, μόλις 33 ετών τότε, του κ. Τσίπρα, ο οποίος ερχόταν δυναμικά στο προσκήνιο με τον αέρα της δημοφιλίας που του προσέδιδε η επιτυχής παρουσία του στις δημοτικές εκλογές του 2006. Σε συνδυασμό με την κρίση ηγεσίας και πολιτικής φυσιογνωμίας που ταλάνιζε την περίοδο εκείνη το ΠαΣοΚ η «εκτόξευση» του ΣΥΡΙΖΑ στις μετρήσεις της κοινής γνώμης αναδείχθηκε σύντομα σε καταλύτη των εξελίξεων, συνιστώντας επί πολλούς μήνες πρωτοφανές για τα μεταπολιτευτικά χρονικά δημοσκοπικό φαινόμενο εν μέσω κλυδωνισμών του πολιτικού συστήματος και ρευστότητας σκηνικού με κεντρικό σημείο αναφοράς την αποστροφή των πολιτών προς το δικομματικό μοντέλο διακυβέρνησης, όπως αυτό εκφράζεται σήμερα από τους κυρίαρχους πόλους του. Σήμερα, έναν χρόνο μετά οι κλυδωνισμοί και η απαξίωση του δικομματισμού διατηρούνται στις έρευνες, όχι όμως και τα «αστρονομικά» ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. «Φούσκα» ή τάση
Κάποιοι μιλούσαν εξαρχής για δημοσκοπική «φούσκα» η οποία αναπτύχθηκε στη συγκυριακή βάση της περιόδου εκείνης, με την κυβέρνηση, μόλις τρεις μήνες μετά την επανεκλογή της, να επανέρχεται στη δίνη της σκανδαλολογίας «πνιγμένη» από τις οσμές της υπόθεσης Ζαχόπουλου και με το ΠαΣοΚ να εξέρχεται βαθιά τραυματισμένο και ψυχικά διχασμένο από την κρίση αμφισβήτησης του κ. Γ.Παπανδρέου. Αλλοι θεωρούσαν ότι δεν επρόκειτο για «φούσκα» αλλά για τη μετρήσιμη πλέον αποστροφή μερίδας της κοινωνίας, ειδικά των νεότερων σε ηλικία στρωμάτων της (κυρίως των ηλικιών από 18 έως 24 ετών), προς το ισχύον μοντέλο διακυβέρνησης και το πολιτικό σύστημα εν γένει καθώς και την αγωνία εξεύρεσης εναλλακτικής διεξόδου. Το κοινό στοιχείο που κόμιζαν οι δημοσκοπήσεις της περιόδου ήταν ο συνδυασμός της ανοδικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ με τη φθορά του δικομματισμού, η οποία εκφραζόταν μέσω της αποστροφής των πολιτών προς την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, αλλά και την ασκούμενη αντιπολίτευση από το ΠαΣοΚ, καθώς και με την «καθήλωση» του ΚΚΕ στα ποσοστά του. Μπορεί η ανάδειξη του κ. Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΝ να λειτούργησε καταλυτικά στις προτιμήσεις της κοινής γνώμης και να προκάλεσε «σοκ» στις κομματικές επετηρίδες, μεγάλο όμως ποσοστό των ερωτηθέντων πολιτών εκείνου του κύματος δημοσκοπήσεων (που υπερέβαινε το 40%) θεωρούσε ότι η αύξηση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ οφειλόταν στην κρίση του δικομματισμού. Επιπλέον τα ευρήματα έδειχναν ότι οι «κρουνοί» διαρροών ψηφοφόρων προς το κόμμα αυτό είχαν ανοίξει από όλα τα κόμματα με εντυπωσιακότερο στοιχείο τη «διαφυγή» από το ΠαΣοΚ απογοητευμένων ψηφοφόρων του, το οποίο σε ορισμένες μετρήσεις ξεπερνούσε το 18%. Ηταν η εποχή όπου ο κ. Αλαβάνος διεκήρυττε ότι «γίναμε η αξιωματική αντιπολίτευση» και οι ερευνητές διαπίστωναν ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα δημοσκοπικό φαινόμενο» και μάλιστα με διεισδυτικότητα σε όλους τους χώρους.

Για την Κουμουνδούρου, ωστόσο, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απλώς «δημοσκοπικό φαινόμενο» αλλά μια «στροφή προς τα αριστερά»- και όχι «τυφλή διαμαρτυρία»- η οποία άρχισε με τους προπέρσινους αγώνες στον χώρο της Παιδείας με αιχμή την (μη) αναθεώρηση του άρθρου 16 και τη σύγκρουση επ΄ αυτού, τόσο με την κυβέρνηση όσο και την αξιωματική αντιπολίτευση, κάτι που επισφραγίστηκε με το ναυάγιο της συνταγματικής αναθεώρησης. Επίσης θεωρείται καταλυτική η παρουσία του κ. Αλαβάνου, όπως και ο «αέρας» που έδινε η δυναμική νεανική παρουσία του κ. Τσίπρα, αν και αργότερα δεν έλειψαν οι εσωκομματικές αιχμές από τους παλαιότερους για το «στυλ» δράσης που επέλεξε μέσω της ομάδας των έμπιστων συνεργατών του.

Η ανατροπή του σκηνικού

Η σταδιακή ανατροπή του σκηνικού με το (δημοσκοπικό) πέρασμα στο προσκήνιο του ΠαΣοΚ, το οποίο άρχισε να εμφανίζεται πρώτη φορά από τον περασμένο Σεπτέμβριο ως πρώτο κόμμα στις μετρήσεις, συνδυάστηκε με μείωση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ και την αύξηση της αδιευκρίνιστης ψήφου. Ο επαναπατρισμός ψηφοφόρων στο ΠαΣοΚ και οι προγραμματικές ασάφειες ή ταλαντεύσεις του, κατά την άποψη των μεν ή των δε στο εσωτερικό του, συνετέλεσαν στην εξέλιξη αυτή η οποία έφερε τα ποσοστά του κοντά στο 10%. Στην Κουμουνδούρου θεωρούσαν ότι το κλείσιμο της «ψαλίδας» ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠαΣοΚ δεν συνιστούσε άνοδο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε πολύ περισσότερο ανάκαμψη του δικομματισμού, καθώς τα αθροιστικά ποσοστά του παρέμεναν χαμηλά δίχως να διασφαλίζεται η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του ενός ή του άλλου κόμματος. Δήλωναν ωστόσο προβληματισμένοι για την αδυναμία «στεγανοποίησης» του χώρου τους.

Στην παρούσα φάση και εν μέσω της κοινωνικής έκρηξης που προκάλεσε η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο στόχαστρο της κυβέρνησης, του ΚΚΕ και του ΛΑΟΣ, όπως και ορισμένων στελεχών του ΠαΣοΚ που του προσάπτουν ότι «χαϊδεύει τα αφτιά των κουκουλοφόρων», κατά τη γνωστή δήλωση της κυρίας Αλέκας Παπαρήγα, η οποία, όπως δείχνουν τα ευρήματα μιας από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις (της GΡΟ), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ (με την άποψή της εμφανίζεται να συμφωνεί το 50,4% των ερωτηθέντων, έναντι του 43,1%).

Προβληματισμός στην Κουμουνδούρου
Τα τελευταία ποσοστά που δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ οι έρευνες της κοινής γνώμης κινούνται από 6,2% έως 13% (βλέπε σχετικό πίνακα), αλλά όπως θέλουν να πιστεύουν στην Κουμουνδούρου μόλις καταλαγιάσει η ένταση των ημερών θα εκφραστούν θετικότερα ποσοστά και επικαλούνται την αντίστοιχη εμπειρία της περιόδου του άρθρου 16 «όταν οι μετρήσεις μάς έδιναν 3%-4%,ενώ όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός τα ποσοστά μας ανέβηκαν» όπως αναφέρουν. Προσβλέπουν δε στη νέα γενιά ψηφοφόρων (σύμφωνα με την VΡRC το 19% της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από νέους ηλικίας 18-24 ετών και ακολουθούν οι ηλικίες των 35-44 ετών με 16%, των 25-34 ετών με 13% και των 45-54 ετών με 11,5%), η οποία, όπως επισημαίνουν, «ποσώς διαβάζει τις δημοσκοπήσεις», ενώ προβλέπουν «ανάκαμψη».

Πάντως οι εξελίξεις προβληματίζουν έντονα τα στελέχη του κόμματος. Οπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος κ. Φ. Κουβέλης: «Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει γόνιμα να αξιοποιήσει μια ανοδική τάση που σημειώνεται παρά το γεγονός ότι τα δημοσκοπικά ευρήματα τον δείχνουν να υποχωρεί», κάτι που θα εξασφαλίσει, όπως συμπληρώνει, «υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορέσει να διαμορφώσει προγραμματική σχέση με τους πολίτες, αποσαφηνίζοντας πλευρές της πολιτικής του και των θέσεών του».